23 Μαρτίου 2010

Εγχειρίδιο Επιβίωσης Ανέργων: Keep them in the dark and feed them shit!

«Πείτε μου κυρία Χ, πως φαντάζεστε τον εαυτό σας εντός της εταιρείας μας σε 5 χρόνια από τώρα». Αυτή η ερώτηση μου έχει τεθεί δύο φορές ήδη σε συνεντεύξεις για δουλειά και τώρα τελευταία με έχεις βάλει σε σκέψεις. Την πρώτη φορά, η συνέντευξη αφορούσε τη θέση του ασφαλιστή σε μεγάλη ασφαλιστική εταιρεία της χώρας. Πήγα στη συνέντευξη πιστεύοντας πως αφορά σε θέση διοικητικού υπαλλήλου. Όχι, δεν είμαι ξανθιά και ηλίθια, αυτοί απλά προσπαθούν με κάθε τρόπο να κρύψουν τι ακριβώς ζητάνε, ελπίζοντας πως με αυτό τον τρόπο θα προσελκύσουν περισσότερους υποψηφίους. Ξεχάστε τα όσα ξέρατε. Τώρα ο ασφαλιστής μετονομάστηκε σε «συνεργάτη», «διαχειριστή πελατολογίου», «υπεύθυνο παραγωγής», «διαμεσολαβητή», και πάνω απ’ όλα «ελεύθερο επαγγελματία». Έχω απαντήσει σε δεκάδες τέτοιες αγγελίες, όπου οι συντάκτες τους θα έπρεπε λογικά να δουλεύουν ως spin doctors σε κάποιο πολιτικό γραφείο, παρά να συντάσσουν αγγελίες. Δεν με πειράζει που ο καθένας προσπαθεί με το δικό του τρόπο να προωθήσει τη δουλειά του. Στην εποχή της ελεύθερης (ή ανεξέλεγκτης αν προτιμάτε) αγοράς, αυτά είναι θεμιτά. Αυτό που με πειράζει είναι ότι παίζουν με τον πόνο μας. Ντύνεσαι, χτενίζεσαι, προετοιμάζεσαι και ξεκινάς να πας σε μια συνέντευξη, με την ελπίδα πως θα βρεις μια δουλειά που θα σου αποφέρει χρήματα και τελικά καταλήγεις να σκέφτεσαι σοβαρά το ενδεχόμενο να τους δώσεις και τα λίγα χρήματα που έχεις στην άκρη. Ο υπεύθυνος προσωπικού παίρνει το ρόλο του παρουσιαστή-πωλητή σε κανάλι telemarketing, διότι μην γελιέστε, το πρώτο πράγμα που σιωπηλά απαιτείται από το νέο ασφαλιστή είναι να ασφαλίσει όσους ξέρει και δεν ξέρει στην ασφαλιστική εταιρεία που τον προσέλαβε. Συνεπώς, οι αγγελίες αυτές δεν έχουν ως σκοπό την εξεύρεση υπαλλήλων, αλλά νέων πελατών.

Παρόμοια ήταν και η αντιμετώπιση μεγάλου τραπεζικού ομίλου, προς τους υποψηφίους που απάντησαν σε μια αγγελία του για πωλητές τραπεζικών προϊόντων. Σε αυτή την περίπτωση συμπεριφέρθηκα πραγματικά ως γνήσια ξανθιά, μια και μου πήρε αρκετή ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι το άτομο με το οποίο συνομιλούσα τηλεφωνικά ήταν ένας απλός υπάλληλος, επιφορτισμένος με την υποχρέωση να κάνει μια σειρά από τυποποιημένες ερωτήσεις, δίχως καν να έχει την υπομονή να ακούσει τις απαντήσεις. Κάπου στα μισά αυτής της συνέντευξης συνειδητοποίησα πως η συνομιλία καταγράφετε –πράγμα για το οποίο θα έπρεπε τουλάχιστον να είχα ενημερωθεί πολύ πριν τη διεξαγωγή της- με σκοπό να επιδοθεί στους υπευθύνους, να την μελετήσουν και να αποφανθούν για το κατά πόσο είσαι το κατάλληλο άτομο για τη θέση. Η πρώτη ερώτηση της συνέντευξης ήταν εάν είμαι κάτοχος πιστωτικής κάρτας και πόσο συχνά τη χρησιμοποιώ. Αυτή ήταν και η καθοριστική στιγμή που το κεφάλι μου γύρισε ανάποδα και άρχισα να το ρίχνω στη πλάκα. Όταν ο δυστυχής υπάλληλος με ρώτησε εάν θα με ενδιέφερε σοβαρά να κάνω καριέρα στο χώρο των πωλήσεων τραπεζικών προϊόντων, δεν του απάντησα, αλλά τον ρώτησα με τη σειρά μου αν ο ίδιος θα διάλεγε να κάνει πότε καριέρα σε κάτι τέτοιο. Όταν με ρώτησε πόσο εύκολη είναι κατά τη γνώμη μου η προώθηση τραπεζικών προϊόντων, του απάντησα πως θεωρώ πιο κερδοφόρα δουλειά το να πουλάω κουλούρια. Όταν με ρώτησε με ποια τακτική σκοπεύω να προσεγγίζω τους πελάτες, του είπα την απαγορευμένη φράση: «Λέγοντας τους την πάσα αλήθεια για το προϊόν που τους πουλάω». Ο υπάλληλος, όπως ήταν φυσικό, έχασε την υπομονή του, με ευχαρίστησε ευγενικά και έκλεισε το τηλέφωνο.
Η όλη εμπειρία έγινε το ανέκδοτο του μήνα. «Δεν θα βρεις ποτέ δουλειά έτσι που συμπεριφέρεσαι», με προειδοποίησε μια φίλη, η οποία υπήρξε για πολλά χρόνια στέλεχος μεγάλης πολυεθνικής εταιρείας στην πρωτεύουσα, «πρέπει να τους λες αυτό που θέλουν να ακούσουν». «Να τους λέω ψέματα δηλαδή;», της ανταπάντησα έκπληκτη. «Τι σε πειράζει δηλαδή να πεις ένα ψεματάκι, αν είναι να πάρεις τη δουλειά», με ρώτησε ήρεμα. Δεν βρήκα τίποτα να της απαντήσω, όμως αντιλήφθηκα επιτέλους γιατί δεν θα καταφέρω ποτέ να κάνω καριέρα σε μεγάλη πολυεθνική εταιρεία.
Στην εποχή της οικονομικής κρίσης, με τα νούμερα της ανεργίας να σκαρφαλώνουν σιγά-σιγά σε νέα ύψη, πολλοί επέκριναν τη στάση μου. Παλιότερα, τα εγχειρίδια του επιτυχημένου υποψηφίου για με θέση εργασίας συμβούλευαν όσους ψάχνουν για δουλειά να είναι ειλικρινείς απέναντι στους μελλοντικούς τους εργοδότες. Σήμερα, η ειλικρίνεια θεωρείτε μειονέκτημα, όπως και πολλά άλλα, που σε άλλες εποχές θεωρούνταν προσόντα. Πτυχία και προϋπηρεσία σημαίνουν προσαυξήσεις στο μισθό μας. Αν δε είσαι και παντρεμένος με παιδί, οι προσαυξήσεις στο μισθό σου μπορεί να τινάξουν τον προϋπολογισμό της εταιρείας στον αέρα! Γι’ αυτό, στους μελλοντικούς ανέργους συμβουλεύω τα παρακάτω:
1. Πριν τη συνέντευξη (αν ποτέ σας καλέσουν, πράγμα αμφίβολο) βγάλτε τη βέρα σας ή οποιοδήποτε σημάδι μαρτυρά πως έχετε ζωή και εκτός γραφείου. Ακόμη και οι σχέσεις είναι απαγορευτικές, μια και μπορεί να οδηγήσουν σε γάμο και οικογένεια (και συνεπώς προσαυξήσεις στο μισθό σας).
2. Μελετήστε το προφίλ της εταιρείας που σας κάλεσε για συνέντευξη. Αν είναι οικογενειακή επιχείρηση ξεκινήστε τις περικοπές στο βιογραφικό σας. Αφαιρέστε παραπανίσια πτυχία και μεγαλοστομίες για την προϋπηρεσία σας. Όσο πιο άπειρος δείχνετε, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες πρόσληψης έχετε. Αν είναι πολυεθνική εταιρεία, κάντε το ίδιο καλού κακού. Ακόμη και οι κολοσσοί αγκομαχούν αυτές τις μέρες.
3. Ότι και να σας ρωτήσουν κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης, η πιο σωστή απάντηση είναι: «Ναι, βεβαίως και μπορώ», ακόμη και αν η ερώτηση είναι: «Θα καταστρέφατε τον πλανήτη για το καλό της εταιρείας μας;».

Δύο εβδομάδες μετά την πολύ επιτυχημένη μου συνέντευξή και αφού είχα υποστεί σιωπηλά τη γενική κατακραυγή των οικείων μου, δέχτηκα ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα, με το οποίο με πληροφορούσαν πως ο εν λόγω τραπεζικός όμιλος επιθυμεί να με προσλάβει. Τελικά, στη ζούγκλα των ιδιωτικών επιχειρήσεων τίποτα δεν είναι σίγουρο. Μπορεί η ανάγκη μας για δουλειά να είναι μεγάλη, μα, όπως όλα δείχνουν, η δικιά τους απελπισία είναι μεγαλύτερη.

22 Μαρτίου 2010

Ποιος είσαι εσύ;


Βήμα - βήμα, σκαλί - σκαλί
τα λόγια μου χαλί και πάνω τους βαδίζω.
Όσα μου τύχαν, μου γλυκάναν πολύ
αυτό που χρόνια δε μπορούσα να ορίζω.

Βήμα - βήμα, σκαλί - σκαλί
σε μια βρώμικη και κακοφτιαγμένη σκάλα.
Λέξη με λέξη, πρωί με πρωί,
πάω γυρεύοντας για να ανταμώσω και άλλα.

Με κούραση, με αίμα, με φωτιά και χολή
το μικρόκοσμο που όλοι αποφεύγουν, έχω φτιάξει.
άλλοι το λένε ζωή, σ' άλλους μοιάζει κελί,
εγώ απλά στο σύμπαν το έχω τάξει.

Βήμα - βήμα, σκαλί - σκαλί
με μια αγκαλιά αγκάθια κομμένα.
Ερχόμουν κι ευχόμουν αν περίσσεψε φιλί
από κάποιο Ιούδα μακριά από μένα.
Ρίμα με ρίμα, νότα με νότα,
δε περίμενα να νιώσεις τα πάντα σε δυο αράδες.
Ωραίο μου κρίμα ταίριασα χνώτα.
κι από όλα τ' άφαντα βγήκαν οι ασχημάδες.

Ρήγμα με ρήγμα ψάχνω στ' αχάλαστα
κι όλα τ' αδιάβαστα στέκονται απείραχτα.
Φτύσε στα ωραία κι ύστερα κάλεσ' τα.
Μάθε, όμως, πρώτα· κι ύστερα δίδαχτα.

Ποιος είσαι εσύ
Ποιος είσαι εσύ που γελάς δυνατά
μέσα απ' του φόβου τους τις χαραμάδες
Ποιος είσαι εσύ που σε διαλέξαν τα σωστά
να πνίξεις όσους απόμειναν βραχνάδες
Ποιος είσαι εσύ, ψευτόπλαστε, που λόγια σπαταλάς
Κάποιος μου 'πε πως βρίσκεσαι χρόνια στη δούλεψή τους
και πως σ' αφήνουν στα κρυφά λιγάκι να τσιμπάς
ψίχουλα και τρίμματα που μένουν στο ταψί τους.

Ποιος είσαι που κρύβεις τα μελλούμενα
και για το τίποτα σκαρώνεις νέους ορισμούς,
που ηδονίζεσαι σαν πέφτουν τα στεκούμενα
που λειώνεις το σίδερο και φτιάχνεις χαλασμούς
Ποιος είσαι, άβουλε, του βόθρου μίλημα
που κρατιέσαι από όπου βρεις στα σκαρφαλώματα
μετρώντας το άπειρο κλέβεις στο ζύγισμα
και εξαφανίζεσαι στα φανερώματα
Όποιος και να 'σαι, ψάξε για σένα τα δισκοπότηρα
σε στράτες αιμόστρωτες και ευκολοανέβατες.
Μα πριν το τέλειωμα θα 'ρθουν χειρότερα,
γι' αυτό έχω κάπου στιγμές μου αλέκιαστες.

Ποίηση: Μιχάλης Μυτακίδης

Υ.Γ. Αφιερωμένο στους εξουσιαστές που μεσουρανούν σε κάθε χώρο.
Με «αγάπη»
Οι εξουσιαζόμενοι.

20 Μαρτίου 2010

Περί λόγου ο λόγος…Welcome to the jungle (of freedom of speech)


Χρειάζομαι γυαλιά και έναν κουβά γεμάτο με καφέ. Και αυτά πάλι δεν είναι αρκετά για να καταφέρω να διαβάσω όλα τα μπλοκ και όλες τις γνώμες. Έχουν γίνει τα μάτια μου σαν τα πιατάκια του καφέ, οι ώρες περνάνε δίχως να το καταλάβω, οι γνωστοί και φίλοι στέλνουν μηνύματα και με απειλούν πως θα βγάλουν τη φωτογραφία μου στη Νικολούλη και εγώ μένω κολλημένη μπροστά στον υπολογιστή. Θέλω να πω ένα μεγάλο μπράβο στους μπλόκερς αυτής της χώρας για το θάρρος της γνώμης τους, αλλά διστάζω. Κάθε μπλοκ και μια καινούργια συζήτηση. Κάθε μπλοκ και μια καινούργια αισθητική, ένας καινούργιος κόσμος. Τα θέματα κοινά, αλλά οι διάλογοι παράλληλοι, ακριβώς επειδή είναι δύσκολο να συμμετέχεις σε όλα συγχρόνως.

Ο Ν. Μουζέλης, στο βιβλίο του Από την αλλαγή στον εκσυγχρονισμό, κάνει λόγο για την «Κοινωνία των πολιτών», για ένα ενδιάμεσο χώρο δηλαδή μεταξύ κράτους, αγοράς και πολιτών, ο οποίος θα λειτουργεί ως ένα είδος κοινωνικής οργάνωσης που μειώνει των αυταρχισμό και δυναμώνει την αυτονομία του ατόμου, όχι μόνο στο πολιτικό, αλλά και στους άλλους θεσμικούς χώρους. Για να μην μπερδευόμαστε όμως, το μήνυμα του Μουζέλη είναι απλό: εάν δημιουργηθεί μια ομάδα πολιτών, ανεξάρτητη από τις επιρροές της αγοράς και των κομμάτων, και συσπειρωθεί ενάντια στον κρατικό αυταρχισμό και τον άκρατο καπιταλισμό, τότε υπάρχει ελπίδα διάχυσης των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας.  Το 2002, όταν και κυκλοφόρησε το βιβλίο του, ο Μουζέλης μάλλον προέβλεψε το μέλλον. Το διαδίκτυο γέμισε μπλοκς. Πέρα από τα αμιγώς καλλιτεχνικά και αυτά με τη μορφή –ουσιαστικά- ημερολογίου, όλα τα υπόλοιπα είναι γεμάτα κοινωνικοπολιτικά σχόλια ή σάτιρα. Πολύ έσπευσαν τότε να που πως μια νέα εποχή ξεκινά, στην οποία η φωνή του πολίτη θα έχει δύναμη και θα πρέπει να εισακούγεται και να γίνεται σεβαστή. Ακόμη και οι «φίλοι» μας στα ΜΜΕ αναγνώρισαν το νέο κύμα και συχνά αναφέρουν τα γραφόμενα στα διάφορα μπλοκς, ως σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης. Κάποιος μπορεί, λοιπόν, να πει ότι το όραμα του Μουζέλη υλοποιήθηκε! Υλοποιήθηκε όμως; Ιδού η απορία….Αν όντως υλοποιήθηκε, τότε γιατί τίποτα δεν έχει αλλάξει; Γιατί δεν υπάρχει η αναμενόμενη συσπείρωση; Γιατί δεν υπάρχει η αναμενόμενη κινητοποίηση; Φτάνει μόνο να λέμε τη γνώμη μας ή έχει πιο πολύ σημασία ποιος πραγματικά την ακούει; Και αν όλοι εμείς πιστεύουμε όλα αυτά που γράφουμε, τότε γιατί φέρνουμε με τη ψήφο μας τα ίδια κόμματα στην εξουσία κάθε τετραετία; Τις πταίει κύριοι;

19 Μαρτίου 2010

Η ιστορία της Ρ…ή αλλιώς Who do I have to F….. to get some respect around here?

Αυτή είναι η ιστορία της Ρ, ενός απλού κοριτσιού που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια όμορφη επαρχιακή πόλη, αλλά κατάφερε, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, να κερδίσει τον απόλυτο σεβασμό των συμπολιτών της , να πλουτίσει και να ταξιδεύσει σε όλο τον κόσμο! Αυτή είναι επίσης η ιστορία της Β, ενός άλλου κοριτσιού, που μεγάλωσε στην ίδια πόλη με την Ρ, και η μοίρα το ήθελε οι δρόμοι τους να διασταυρωθούν δύο φορές στη ζωή τους.
Οι διαχωριστικές γραμμές της κοινωνικής διαστρωμάτωσης είναι πολύ διακριτές στις πόλεις της επαρχίας και η Ρ ήξερε πάντα πως η ταπεινή καταγωγή της –μια και ζούσε στα σύνορα μεταξύ του χωριού και της πόλης- δεν θα της επέτρεπε να κάνει και πολλά απ’ όσα είχε ονειρευτεί για τον εαυτό της. Πήρε λοιπόν από νωρίς την απόφαση να μην φοιτήσει στο σχολείο που βρίσκονταν δέκα μέτρα από το σπίτι της, αλλά σε ένα από τα σχολεία της πόλης, το οποίο βρίσκονταν ένα τέταρτο μακριά με τ’ αμάξι. Τι και αν η Ρ έπρεπε να ξυπνά πιο νωρίς από τους συμμαθητές της; Το σχολείο που είχε διαλέξει ήταν φυτώριο λαμπρών μυαλών από εύπορες οικογένειες. Λαμπρή επιλογή, θα σκεφτεί κάποιος, αλλά η ιστορία έδειξε πως δεν ήταν τα λαμπρά μυαλά αυτά που την θάμπωσαν για να το επιλέξει.
Η Β πήγαινε στο ίδιο σχολείο με την Ρ, αλλά οι εφηβικές κλίκες της εποχής δεν τις επέτρεψαν ποτέ να γνωριστούν και να γίνουν φίλες. Η Β, παρόλα αυτά, θυμάται μέχρι και σήμερα το ήσυχο και πάντα χαμογελαστό κορίτσι της εφηβείας της. Την θυμάται γιατί η παρουσία της δεν περνούσε ποτέ απαρατήρητη. Η Ρ βλέπετε ήταν ευλογημένη. Το πρόσωπο της ήταν αγγελικά όμορφο, το κορμί της ήταν καλοσχηματισμένο και το χαμόγελο της ήταν τόσο καλοπροαίρετο και ζεστό, που δεν επέτρεπε σε καμία γυναίκα να την δει ανταγωνιστικά. Ναι, η Ρ είχε κάτι που κανένα από τα λαμπρά μυαλά του σχολείου της δεν μπορούσε να αποκτήσει: είχε την ευφυΐα να συνδυάζει αρμονικά την προκλητική ομορφιά με την αριστοκρατική συμπεριφορά. Και λέω προκλητική, γιατί η Ρ δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να κρύψει την ομορφιά της. Φορούσε πάντα ρούχα επώνυμα και το μαλλί της ήταν πάντα βαμμένο και καλοχτενισμένο, ακόμη και τις Δευτέρες, όταν η Β ερχόταν στο σχολείο σαν φάντασμα από τις κραιπάλες του Σαββατοκύριακου.
Οι δρόμοι των δύο κοριτσιών χώρισαν μετά από 3 χρόνια συνύπαρξης στην ίδια σχολική αυλή. Η Β έκανε το αυτονόητο: πήγε να σπουδάσει. Η Ρ έκανε αυτό που την συμβούλευσαν οι γονείς της: έπιασε δουλειά και διατήρησε τη φιλία της με τρεις συγκεκριμένες γυναίκες. Αυτές οι γυναίκες κρύβουν και το μυστικό της επιτυχίας που είχε στη μετέπειτα ζωή της η Ρ. Αυτές οι τρεις γυναίκες είναι η κομμώτρια, η αμπιγιέζ και η αισθητικός της.
Τίποτα δεν είναι όμως όπως αρχικά φαίνεται, γιατί θα ήταν άδικο πραγματικά να πούμε ότι η Ρ δεν είχε όνειρα και φιλοδοξίες. Για την ακρίβεια, η Ρ ήξερε καλύτερα από τον καθένα μας που ήθελε να φτάσει και τι μορφή επιθυμούσε να πάρει η ζωή της. Η Ρ δεν ήταν θύμα κανενός συστήματος και καμιάς προπαγάνδας, με εξαίρεση ίσως αυτή που δεχόταν καθημερινά από τη μητέρα της. Όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας της, έτσι και η Ρ δεχόταν συχνά τις παροτρύνεις των γονιών της για το μέλλόν της. Έκανε λοιπόν έναν αποτυχημένο αρραβώνα με γόνο γνωστής οικογένειας και διάφορες άλλες σχέσεις, που καμία όμως δεν οδήγησε στο πολυπόθητο, δηλαδή το γάμο. Είχε φτάσει αισίως στα 30, όταν ξανασυναντήθηκε με την Β, και τα λόγια των γονιών της την έπνιγαν τώρα σαν θηλιά γύρω από το λαιμό της. «Κάτι πρέπει να γίνει τώρα που περνά ακόμη η μπογιά μας», είχε πει με περίσσια αγωνία στη Β όταν ξανασυναντήθηκαν στον ίδιο εργασιακό χώρο, μα η Β την αγνόησε.
Οι συζητήσεις τους, αν και ένθερμες, έμοιαζαν συχνά με παράλληλους διαλόγους. Η Β θρηνούσε για τα χαμένα χρόνιά της στα θρανία των σχολείων και των πανεπιστημίων, ενώ η Ρ θρηνούσε καθημερινά την απροθυμία του τότε αρραβωνιαστικού της να ορίσει ημερομηνία γάμου. Η Β προσπαθούσε με κάθε τρόπο να καθιερωθεί σε έναν εργασιακό χώρο που ούτε καν την ενδιέφερε να ακολουθήσει, ενώ η Ρ έβρισκε πάντα κάποιον να χώσει στο πόστο της, ώστε να φύγει νωρίτερα για να υποδυθεί πειστικά την καλή νοικοκυρά στο σπίτι του αρραβωνιαστικού της. Η Β ήταν πάντα σοβαρή, αγέλαστη και συχνά έπρεπε να φωνάζει για να πείσει τους γύρω να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Η Ρ δεν φώναζε σχεδόν ποτέ, απλά χαμογελούσε και τους έπειθε.
Οι διαφορές μεταξύ τους ήταν πλέον εμφανέστατες και η Β άρχισε να αντιλαμβάνεται πως η Ρ ήταν εκεί για να της διδάξει ένα σημαντικό μάθημα για τη ζωή. Να λοιπόν πως η Ρ έφτασε στην κορυφή της κοινωνικής διαστρωμάτωσης:
Α) Δίνουμε πάντα έμφαση στο στόχο μας (βλέπε γάμος), αλλά επειδή δεν ξέρουμε ποτέ αν θα τον πετύχουμε, δεν πυρπολούμε πότε καμία γέφυρα στη ζωή μας (βλέπε εργασία).
Β) Χρέος μας είναι να είμαστε όμορφες και να χαμογελάμε γλυκά με ότι ακούμε (προ γάμου), και όταν λέω χρέος μας, ενώ ότι ο υποψήφιος γαμπρός δεν πρέπει ποτέ να μας δει άβαφες και απεριποίητες, ακόμη και αν κοιμόμαστε μαζί στο ίδιο κρεβάτι.
Γ) Οι προθέσεις μας πρέπει να είναι πάντα άγνωστες προς τους υποψήφιους συντρόφους μας. Οι ακραίες εκδηλώσεις συναισθήματος, τα πολλά λόγια ή η παντελής αδιαφορία είναι ανεπίτρεπτες τακτικές. Η αξιοπρέπεια και η περηφάνια είναι ο πιο γρήγορος δρόμος για έναν καλό γάμο (όπου καλός, βλέπε πλούσιος, γιατί μόνο αυτός νοείται ως καλός).
Δ) Η καλύτερη σύμμαχος της μελλοντικής νύφης είναι η πεθερά της. Ότι και να πει είναι Ευαγγέλιο. Αν σου πει να αλλάξεις χρώμα στα μαλλιά ή να χάσεις βάρος, το κάνεις δίχως δεύτερη κουβέντα. Άλλωστε θα έχεις αρκετές ευκαιρίες στην πορεία (μετά γάμου) να της πεις όσες δεύτερες κουβέντες θέλεις.
Ε) Και τέλος, δεν αφήνουμε ποτέ τον περίγυρο μας να καταλάβει πως αισθανόμαστε. Τι και αν ο λεγάμενος δεν σου έχει αγοράσει ούτε ένα λουλούδι; Τι και αν προτιμά να βγει με τους φίλους του, παρά με εσένα; Τι και αν σε βάζει να πληρώνεις για τα πάντα; Τι και αν σου συμπεριφέρεται χάλια; Όταν σου δώσει το επίθετο του θα αναγκαστεί να μοιραστεί τον πλούτο του μαζί σου. Τα υπόλοιπα είναι λεπτομέρειες.

Η Ρ άφησε την (ομολογουμένως) κακοπληρωμένη δουλειά της, έκανε τον γάμο της χρονιάς, «ντύθηκε» τα χρήματα και την αίγλη του άντρα της, ταξίδευσε σε όλo τον κόσμο και δεν πήρε ούτε ένα παραπανίσιο κιλό, ακόμη και όταν έμεινε έγκυος. Η Β έμεινε πίσω να χαροπαλεύει με τα αφεντικά της, τους συναδέλφούς της και κάθε λογής ψυχασθενή που έπρεπε να εξυπηρετήσει. Άλλα αυτή δεν είναι η ιστορία της Β. Αυτή είναι η ιστορία της Ρ και θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία.

18 Μαρτίου 2010

One Art

One Art
The art of losing isn't hard to master;
so many things seem filled with the intent
to be lost that their loss is no disaster,

Lose something every day. Accept the fluster
of lost door keys, the hour badly spent.
The art of losing isn't hard to master.

Then practice losing farther, losing faster:
places, and names, and where it was you meant
to travel. None of these will bring disaster.

I lost my mother's watch. And look! my last, or
next-to-last, of three beloved houses went.
The art of losing isn't hard to master.

I lost two cities, lovely ones. And, vaster,
some realms I owned, two rivers, a continent.
I miss them, but it wasn't a disaster.

-- Even losing you (the joking voice, a gesture
I love) I shan't have lied. It's evident
the art of losing's not too hard to master
though it may look like (Write it!) a disaster.

Elizabeth Bishop  

17 Μαρτίου 2010

Η σιωπή είναι χρυσός………

Απόψε είμαστε για κλάματα και όχι για γέλια….Μια χαρά είχα βγει στη «σύνταξη» τόσα χρόνια, μια χαρά είχα ξεχάσει τα «υψηλά αισθήματα» και τα ποταπά ένστικτα μου. Μια χαρά περπατούσα σκυφτή, δίχως λεπτό να κοιτάω τα βλέμματα που με επεξεργάζονταν. Κοίτα τώρα…Τώρα ψάχνω στις ηλεκτρονικές σελίδες το στίγμα σου, τα μάτια μου εξερευνούν κάθε γραμμή του λόγου σου, το μυαλό μου αναμασά τις λέξεις σου. Και έτσι ξαφνικά, δίχως να το προσκαλέσω, δίχως καν να το υποπτευτώ, κολλάω σαν κοριτσόπουλο σε κάθε χαζο-ποπ τραγουδάκι που παίζει το mp3 μου και με πιάνω να δακρύζω χωρίς λόγο. Με πιάνω να νευριάζω, να μελαγχολώ και να περπατάω στους δρόμους της πόλης που με γέννησε και με μεγάλωσε, αδιαφορώντας παντελώς για τις σκοτούρες της. Και τα ξέρω αυτά τα παιχνίδια. Είμαι πολύ μεγάλη για να τα αγνοήσω, μα είμαι πολύ μικρή για να τα απαρνηθώ.
Έχω ξαναβρεθεί σε αυτό το δρόμο. Τον έχω διαβεί δεκάδες φορές, χωρίς ποτέ να φτάνω στο τέλος του. Η σιωπή είναι ο καλύτερος παράδρομος του. Η σιωπή είναι χρυσός. Η απόλυτη σιωπή είναι η μόνη σωτηρία μου

16 Μαρτίου 2010

Το reality της ζωής μου. (I am) Everybody’s fool….

Νιώθω όπως τα παιδιά των διαφόρων talent shows ανά τον πλανήτη. Αυτά τα παιδιά, που κάνουν το όνειρο τους εμμονή και την πίστη στις δυνάμείς τους πανοπλία και εκθέτουν τον εαυτό τους στα μάτια χιλιάδων θεατών και στη σκληρή, αδυσώπητη κριτική των εκάστοτε κριτών, με την ελπίδα πως, κάπου μέσα στο πλήθος, θα βρεθεί έστω και κάποιος να αναγνωρίσει το ταλέντο τους. Εννέα φορές στις δέκα το ταλέντο τους μένει στην αφάνεια. Εννέα φορές στις δέκα, η σκληρή κριτική που δέχονται έχει λογική βάση και πολύ καλό λόγο ύπαρξης. Ναι, μοιάζω σε αυτά τα παιδιά. Δεν το ήξερα πως τους μοιάζω, μα το έμαθα. Εσείς το μάθατε; Μάθατε, αλήθεια, πόσο πολύ τους μοιάζετε και εσείς; Ναι, εσείς που τους χλευάζετε, εσάς εννοώ. Είμαστε όλοι υποψήφιοι παίκτες ενός talent show, αν δεν το προσέξατε. Για την ακρίβεια, όλη μας η ζωή είναι ένα talent show! Αυτά τα παιδιά που βλέπετε στην τηλεόραση και τα χλευάζετε πιστεύουν πως έχουν ωραία φωνή και άστρο λαμπερό! Κοιτάξτε τώρα γύρω σας. Τι βλέπετε; Χιλιάδες ανθρώπους που πιστεύουν πως είναι πιο δίκαιοι από τους γύρω, πιο καταρτισμένοι από τους γύρω, πιο όμορφοι από τους γύρω, πιο ικανοί από τους γύρω, πιο καλοί εραστές από τους γύρω, πιο σοφοί από τους γύρω και η λίστα δεν τελειώνει….Όλοι πιστεύουμε πως τουλάχιστον σε ένα πράγμα είμαστε πολύ καλύτεροι από τους γύρω. Γιατί; Απλά γιατί το έχουμε ανάγκη. Αυτά τα παιδιά πιστεύουν πως μπορούν να τραγουδήσουν. Εσύ μπορεί να πιστεύεις πως μπορείς να μαγειρέψεις. Εγώ πως μπορώ να αγαπήσω. Εγώ και εσύ, μπορεί να μην μάθουμε ποτέ πως ο κόσμος γελάει πίσω από την πλάτη μας για τα υποτιθέμενα ταλέντα μας. Αυτά τα παιδιά, αντιθέτως, έμαθαν από πρώτο χέρι τι πιστεύουν οι γύρω για το ταλέντο τους, ακριβώς επειδή μπήκαν στη διαδικασία να ζητήσουν ανοιχτά τη γνώμη μας.

«Θα υπερασπιστώ τους ομοίους μου». Αυτό είπα, αλλά μόλις το είπα, οι ομοιότητες μεταξύ μας τελείωσαν. Όταν η κριτική επιτροπή του εκάστοτε παιχνιδιού τα «χαστουκίσει» γερά και τα στείλει από εκεί που ήρθαν και τα παιδιά αυτά βγουν από την αίθουσα, βροντοφωνάζοντας (με μεγαλύτερο σθένος αυτή τη φορά) την πίστή τους στο ταλέντό τους, εκείνη ακριβώς είναι η στιγμή που οι μεταξύ μας ομοιότητες παύουν. Δεν μπορώ πραγματικά να καταλάβω τι είναι αυτό που τα ωθεί –μετά από τόσα χαστούκια- να πιστεύουν ακόμη στο ταλέντό τους: είναι η πραγματική πίστη στις ικανότητές τους ή απλά η σαθρή ανάγκη που όλοι κρύβουμε μέσα μας: το σαράκι δηλαδή της αναγνώρισης και της αποθέωσης από το κοινό; Για να δοθεί μια απάντηση θα πρέπει να μπούνε πολλά πράγματα κάτω από το μικροσκόπιο: ποια είναι τα κίνητρα των παικτών, ποια είναι τα κίνητρα των κριτών και σίγουρα τι απαιτεί ο χώρος τον οποίο διαλέξαμε να κατακτήσουμε. Τα talent show είναι συχνά όπως η ζωή μας: δεν κερδίζει πάντα ο καλύτερος, διότι ή έννοια του καλύτερου είναι σχετική και καμιά φορά, καθαρά υποκειμενική.
Δεν επιθυμώ όμως να επικεντρωθώ στην έννοια της νίκης. Επιθυμώ να επικεντρωθώ πιο πολύ στην αιτία του κακού: δηλαδή στα όνειρα. Όνειρα έχουμε όλοι μας (ακόμη και αυτοί που πιστεύουν πως δεν έχουν κανένα σκοπό ύπαρξης πάνω σε αυτό τον πλανήτη). Το θέμα είναι ποιανού τη γνώμη θα ακούσουμε για να φτάσουμε ένα βήμα πιο κοντά τους. Σήμερα λοιπόν, δανείζομαι τα λόγια του Χορχε Μπουκαϊ και ιδού τι λέει για τα όνειρα και το ταλέντο:

«Το όνειρο μας μαθαίνει, στον ύπνο ή στο ξύπνημα, να βλέπουμε, να ακούμε, να συνειδητοποιούμε. Μας δείχνει την πορεία με φευγαλέα προαισθήματα ή με εκτυφλωτικά φωτεινές αστραπές.
Και έτσι μεγαλώνουμε, αναπτυσσόμαστε και εξελισσόμαστε…Κι μια μέρα, ενώ διασχίζουμε αυτό το αιώνιο παρόν που ονομάζουμε ζωή, οι σπόροι των ονείρων μας θα μετατραπούν σε δέντρα και θα ξεδιπλώσουν τα κλαδιά τους, που σαν γιγάντια φτερά θα διασχίσουν τον ουρανό, ενώνοντας με μία μόνο γραμμή το παρελθόν μας με το μέλλον μας.
Δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε….Τους συνοδεύει μια εσωτερική σοφία….Γιατί κάθε σπόρος ξέρει πώς να γίνει δέντρο»

Σε κάθε έναν «ταλαντούχο» ανάμεσα μας λοιπόν, συμβουλεύω το εξής: κοίτα, άκου και συνειδητοποίησε! Τα φευγαλέα προαισθήματα, αυτά που σε κρατούν ξύπνιο κάθε βράδυ, προσπαθούν κάτι να σου πουν. Μην τα φιμώνεις. Σου το λέει κάποιος που έχει μέρες να κοιμηθεί καλά. Σου το λέει κάποιος που η «εκτυφλωτικά φωτεινή αστραπή» τον τύφλωσε. Το δράμα δεν ξεκινά την ώρα της συνειδητοποίησης. Το πραγματικό δράμα ξεκινά όταν χρειαστεί να εφεύρεις νέα όνειρα, στη θέση αυτών που μόλις αποκαθήλωσες. Τότε αρχίζουν τα δύσκολα, όπως λέει και το γνωστό άσμα. Μην απελπίζεστε όμως, χρειάζεται ταλέντο να ξέρεις να χάνεις. Υπάρχουν χιλιάδες ανάμεσα μας που δεν το διαθέτουν και ίσως τελικά, όλοι εμείς, τα κατώτερα παιδιά των talent shows της καθημερινότητας, να βρήκαμε επιτέλους σε τι ακριβώς είμαστε «ταλαντούχοι». Πάω και εγώ τώρα να βρω τους «σπόρους», γιατί μάλλον τελικά τόσο καιρό έβλεπα το δάσος και έχανα το δέντρο.

13 Μαρτίου 2010

Dear Madame…ή αλλιώς τι κάνει η αλεπού στο παζάρι;


«Αγαπητή κ. Ψυχολόγε,

Σήμερα είναι Δευτέρα. Ακολούθησα και πάλι τις συμβουλές σας, μα δεν σας κρύβω πως αυτή τη φορά απέτυχα παταγωδώς. Μου είπατε να μην φορέσω πάλι μαύρα, αν θέλω να δώσω μια θετική εικόνα για το χαρακτήρα μου στους μελλοντικούς μου εργοδότες. Το προσπάθησα. Ξύπνησα στις 7 το πρωί και στήθηκα μπροστά στη ντουλάπα μου, δοκιμάζοντας δεκάδες συνδυασμούς. Τα 5 συνολικά είδη ρουχισμού που διαθέτω σε ανοιχτόχρωμες αποχρώσεις δεν με βοήθησαν ιδιαίτερα, αλλά το πάλεψα. Δεν σας κρύβω ότι νιώθω ανεπαρκής και αποτυχημένη ως γυναίκα. Είμαι ίσως η μοναδική γυναίκα στο πλανήτη που μισεί τη μόδα και τα ψώνια. Υπάρχει αλήθεια κάποιος τρόπος να με βοηθήσετε; Όχι, δεν φταίει η βιομηχανία της μόδας, με τους ευφαντάστους σχεδιαστές της και τα androgynous μοντέλα της.  Εγώ φταίω που είμαι στουρνάρι. Από 14 χρονών διαβάζω περιοδικά μόδας και ακόμη δεν έχω καταλάβει γιατί το μαύρο δεν πάει ποτέ με το μπλε, το χρυσό παχαίνει και το V βοηθά τις γυναίκες με μεγάλο στήθος να το κρύψουν. Υπάρχει αλήθεια τρόπος να κρύψεις το μεγάλο στήθος ή τα παραπανίσια κιλά; Και να υπάρχει, πιστεύεται αλήθεια ότι το εξασκημένο μάτι των υπολοίπων γυναικών δεν θα τα εντοπίσει, όσο και να τα καμουφλάρεις; Όχι, δεν παραπονιέμαι, αλλά να, καλά θα ήταν να υπήρχε έστω ένα υποχρεωτικό μάθημα στο σχολείο για τους σωστούς συνδυασμούς χρωμάτων, ρούχων και μακιγιάζ! Η κόρη της γειτόνισσας μου πηγαίνει 3η δημοτικού και είναι αναγκασμένη να μαθαίνει 2 ξένες γλώσσες, πριν καλά-καλά μάθει αυτή που είναι υποχρεωμένη να μιλάει στη χώρα που ζει! Εγώ ξέρω ήδη 3 ξένες γλώσσες και δεν με βοήθησαν σε τίποτα στη ζωή μου και ούτε θα με βοηθήσουν. Να σας πω γιατί; Γιατί αν κάνω το λάθος και φορέσω μαύρο με μπλε στη συνέντευξη σήμερα, δεν θα κάνουν καν το κόπο να κοιτάξουν το βιογραφικό μου.
Θέλω να με πιστέψετε όμως, πραγματικά προσπαθώ, αλλά να, καθώς κοιτούσα τον εαυτό μου στο καθρέπτη της ντουλάπας, θυμήθηκα την ατάκα της Goldie Hawn σε μια ταινία που είδε πρόσφατα:
“There are only three ages for women in Hollywood - Babe, District Attorney, and Driving Miss Daisy”. Αντικαταστήστε το Hollywood με τη φράση western civilisation και θα καταλάβετε τι εννοώ. Για μια γυναίκα που είναι κάπου ενδιάμεσα της κατηγορίας Babe και District Attorney τα πράγματα είναι πολύπλοκα. Τα ρούχα που μου προτείνατε με κάνουν να δείχνω σαν Babe, ενώ αισθάνομαι σαν District Attorney. Τα ρούχα όμως που έχω ως District Attorney, με κάνουν να δείχνω ως Driving Miss Daisy! Για αυτό σας λέω, τα μαθήματα μόδας θα έπρεπε να είναι υποχρεωτικά στο δημοτικό για όλα τα κορίτσια!!!
Τελικά έβαλα τη μαύρη στολή του Χάρου, αλλά για να σας αποδείξω ότι οι συμβουλές σας πιάνουν τόπο, την συμπλήρωσα με ένα ζευγάρι πολύ κομψά ψηλοτάκουνα! Βέβαια στο δρόμο σκόνταψα τουλάχιστον 3 φορές, αλλά αυτά παθαίνει κανείς όταν προσπαθεί να προσποιηθεί πως είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι πραγματικά. Αυτές οι κοπέλες του Sex and the City πως καταφέρνουν να τρέχουν με τόση χάρη στους ανώμαλους δρόμους της Νέας Υόρκης φορώντας τα πανάκριβα, ψηλοτάκουνα παπούτσια τους και εγώ δεν μπορώ;;;; Μπορείτε να με βοηθήσετε;
Α! Θα χαρείτε να μάθετε πως πήγα στη συνέντευξη χαμογελώντας, όπως με συμβουλεύσατε! Όχι, δεν έκανα τις ασκήσεις θάρρους και ηρεμίας που μου προτείνατε. Έκανα κάτι καλύτερο. Σε όλη τη διαδρομή έπαιζα εκκωφαντικά όλη τη δισκογραφία της Britney Spears στο mp3 player μου και μάσαγα επιδεικτικά στιχλόφουσκα. Αυτό με βοήθησε να ξεχάσω παντελώς τι πάω να κάνω. Ναι, το ξέρω, σας απογοητεύω οικτρά! Αλήθεια σας λέω όμως, δεν το κάνω επίτηδες! Δεν ξέρω αλήθεια γιατί δεν μπορώ να δω τον εαυτό μου ως «προϊόν προς πώληση». Δεν ξέρω γιατί δεν μπορώ να γοητεύσω αποτελεσματικά τους μελλοντικούς «αγοραστές μου»! Αλήθεια προσπαθώ….
Ευχαριστώ για την προσοχή σας»

12 Μαρτίου 2010

Μικρού μήκους…..διαμαντάκια!

Πάντα πίστευα πως οι ταινίες μικρού μήκους είναι τα πειράματα που κάνουν οι φοιτητές των σχολών κινηματογράφου για να αποδείξουν, πρωτίστως στον εαυτό τους -και συχνά σε κανέναν άλλον- ότι μπορούν να χειριστούν τις κάμερες και να στήσουν μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Ως φοιτήτρια σε σχολή σχετική με την τηλεόραση και τον κινηματογράφο έπρεπε να κάνω το ίδιο από τον πρώτο κιόλας χρόνο. Η δική μου ομάδα τότε έπρεπε να στήσει, να μαγνητοσκοπήσει και να μοντάρει ένα ντοκιμαντέρ 10 λεπτών, το οποίο θα παρουσιαζόταν, μαζί με τη δουλειά των υπόλοιπων φοιτητών, στο τέλος της χρονιάς στο αμφιθέατρο της σχολής. Η όλη άσκηση μου έμαθε ένα πράγμα: η κινηματογράφηση είναι πάνω απ’ όλα συλλογική δουλειά.
Μην πιστεύετε τις ιστορίες που ακούτε για το «όραμα ενός και μόνο ανθρώπου». Ο σκηνοθέτης, δίχως το συνεργείο του και τον μοντέρ του (ειδικά αυτόν), δεν είναι τίποτα! Για την ακρίβεια, στο χώρο του μοντάζ γίνεται όλη η δουλειά για το τελικό αποτέλεσμα που απολαμβάνουμε στις οθόνες μας. Από αυτή την άποψη, και λαμβάνοντας υπόψη την όλο και αυξανόμενη χρήση της τεχνολογίας στο κινηματογράφο, οι ταινίες που απολαμβάνουμε είναι πιο πολύ το αποτέλεσμα των τεχνικών του κινηματογράφου (ναι, τα παιδιά που στο σχολείο τα κοροϊδεύαμε ως σπασίκλες), παρά το καλλιτεχνικό όραμα ενός και μόνο ανθρώπου.
Θα ήταν πραγματικά άδικο όμως αν ισχυριζόμασταν πως αυτό ισχύει για κάθε ταινία. Οι γκουρού του χώρου λένε κάτι απλό, το οποίο πιστεύω πως ισχύει τόσο για τις ταινίες μεγάλου, όσο και για τις ταινίες μικρού μήκους: το ζητούμενο είναι να βρει ο δημιουργός τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ώστε να εξιστορήσει στο κοινό μια πολύ καλή ιστορία. Η εξιστόρηση αυτής της ιστορίας είναι δουλειά των ηθοποιών, του σκηνοθέτη και του συνεργείου του. Η ιστορία όμως καθαυτή είναι δουλειά του σεναριογράφου. Τι να σου κάνουν τα ακριβά, εντυπωσιακά εφέ, η άψογη ηχοληψία και η εμπνευσμένη φωτογραφία σε μια ταινία, όταν δεν υπάρχει ιστορία να διηγηθείς;

Αυτά περνούσαν από το μυαλό μου λίγο πριν χαμηλώσουν τα φώτα και αρχίσει η προβολή της πρώτης ταινίας μικρού μήκους που παρακολούθησα την περασμένη εβδομάδα, στα πλαίσια της εκδήλωσης «Το Φεστιβάλ Δράμας Ταξιδεύει». Εκεί, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, η μικρού μήκους ταινία της Σοφίας Εξάρχου, με τίτλο «Mesecina», ήρθε να μου αποδείξει πως τελικά η τέχνη της μυθοπλασίας με τη χρήση εικόνων μπορεί να είναι -σε ένα μεγάλο βαθμό- το καλλιτεχνικό όραμα ενός και μόνο ατόμου, όταν έχει την τύχη να συνεργαστεί με τα κατάλληλα άτομα.

Η ιστορία που διηγείται η Σοφία Εξάρχου (η οποία υπογράφει και το σενάριο) είναι από μόνη της συγκινητική. Με τη χρήση λιτών, καθημερινών σκηνικών, χωρίς καμιά απολύτως προσπάθεια ωραιοποίησης του χώρου και της κατάστασης, μας μεταφέρει στο δωμάτιο ενός δημόσιου νοσοκομείου, εκεί που η ζωή ενός 17χρονού αγοριού κρέμεται από μια κλωστή. Τα πρώτα λεπτά είναι βουβά, σαν και τη σιωπή που σίγουρα καλύπτει τώρα πια τη ζωή του άτυχου εφήβου, ο οποίος αναγκάστηκε να βάλει στην άκρη τα γέλια και τις βόλτες με τους συνομήλικούς του, για να βρεθεί σε μια ξένη πόλη, σε ένα απρόσωπο (κυριολεκτικά!) δημόσιο νοσοκομείο, αντιμέτωπος με κάτι που δεν θα έπρεπε σε καμιά περίπτωση να απασχολεί το μυαλό ενός εφήβου: την αρρώστια και το θάνατο. Ο μικρός, ακολουθώντας ένα σκυλί που εμφανίζεται από το πουθενά στους διαδρόμους του νοσοκομείου, κάνει το πρώτο του «σκασιαρχείο» από την πραγματικότητα που βαραίνει τη ψυχή του, γνωρίζεται με μια παρέα συνομήλικων παιδιών και διεκδικεί πλέον ενεργά το δικαίωμα του στη διασκέδαση, το γέλιο, την ξενοιασιά και τον έρωτα: όλα αυτά τα στοιχεία δηλαδή που θα έπρεπε να απασχολούν το μυαλό και την καρδιά ενός εφήβου. Η γκρίζα πραγματικότητα της κατάστασης του όμως κάνει αισθητή την παρουσία της κάθε τόσο. Ο πνιγμένος βήχας του, η αδυναμία του να ακολουθήσει τους συνομήλικους του στην ανάβαση ενός μικρού λόφου, το αίμα που κυλά κρυφά και ύπουλα κάθε τόσο από τη μύτη του δεν αφήνει στιγμή το θεατή να ξεχάσει το τραγικό υπόβαθρο αυτής της ιστορίας. Και είναι αυτή η «γνώση της αλήθειας» που κάνει κάθε εικόνα της να σφίγγει σαν αόρατο χέρι την καρδιά σου και να σε κάνει να στριφογυρίζεις άβολα πάνω στο κάθισμα σου.
Η επιτυχία του εγχειρήματος της Σοφίας είναι πολύπλευρη και κατά ένα μεγάλο βαθμό βασίζεται στο πρωταγωνιστή της ταινίας της και στο τρόπο που η ίδια διάλεξε να μας διηγηθεί την ιστορία του. Μέσα από τα κοντινά πλάνα της στο πρόσωπο του, βλέπουμε στο σκοτεινιασμένο βλέμμα του τις σκέψεις μας να ξετυλίγονται. Απορία, φόβος, απελπισία, χαρά, περιέργεια, ενθουσιασμός, όλα περνάνε μέσα από τα μάτια του πρωταγωνιστή και φτάνουν μέχρι τη ψυχή μας. Αν λοιπόν ο απώτερος σκοπός των δημιουργών ταινιών μικρού μήκους είναι να μεταπηδήσουν στη κινηματογράφηση ταινιών μεγάλου μήκους, τότε η Σοφία Εξάρχου βρίσκεται σε πολύ καλό δρόμο. Γιατί; Γιατί απλά τα 30 μόλις λεπτά της ταινίας της με έκαναν να θέλω να μάθω όλο και περισσότερα πράγματα για τη ζωή, τα όνειρα και την τύχη αυτού του παιδιού, που σε αυτή την τόσο τρυφερή και παράξενη ηλικία βρίσκει τρόπους να ξεγελάσει –και συχνά να χλευάσει- το θάνατο.

10 Μαρτίου 2010

The Cove….the truth is out there and it’s painful…


Όσο και να αγαπώ τη μυθοπλασία, όσο και να με συναρπάζει η ιδέα του φανταστικού, η αλήθεια είναι μία: η εικόνα ενός ντοκιμαντέρ μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Χθες βράδυ είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω το -βραβευμένο με Όσκαρ τώρα πια- ντοκιμαντέρ, με τίτλο The Cove. Το είχα καιρό στη λίστα με τα ντοκιμαντέρ που ήθελα να δω, κυρίως λόγο της θεματολογίας του και του γεγονότος ότι ο σκηνοθέτης και εμπνευστής του είναι ελληνικής καταγωγής.
Όπως και να το δει κανείς, ένα είναι σίγουρο: οι συντελεστές αυτής της παραγωγής γνωρίζουν καλά τόσο την τέχνη του ντοκιμαντέρ, όσο και την τέχνη του κινηματογράφου. Ο χρυσός κανόνας που καθορίζει την αξιοπιστία ενός ντοκιμαντέρ είναι η σφαιρική προσέγγιση ενός θέματος και η χρήση όσο το δυνατόν περισσότερων δεδομένων (είτε επιστημονικών, είτε από επίσημες πηγές [βλέπε δελτία ειδήσεων, εφημερίδες, επιστημονικά έντυπα κτλ.]) για να αποδείξουν στον θεατή πως α) κατέχουν το θέμα που παρουσιάζουν και β) όλα αυτά που παρουσιάζουν δεν είναι απλά και μόνο δημιουργήματα της νοσηρής φαντασίας κάποιων, αλλά υφίστανται στην πραγματικότητα.
Από αυτή την άποψη, οι συντελεστές τα καταφέρνουν μια χαρά. Με τη χρήση δεκάδων πληροφοριών, αλλά και τη συμμετοχή επιστημόνων και μελών των κυβερνητικών και μη οργανώσεων που έχουν ως σκοπό το περιορισμό της αλιείας των φαλαινών και των δελφινιών, καταφέρνουν να φέρουν τον θεατή αντιμέτωπο με μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να αγνοήσει. 




Μπορεί οι ρεαλιστικές εικόνες και τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία και αποδείξεις να είναι το εισιτήριο για τη «νομιμοποίηση» ενός ντοκιμαντέρ στα μάτια των θεατών, αλλά είναι το συναίσθημα και το αντίκτυπο που αυτό έχει στη ψυχολογία των θεατών που κάνει ένα ντοκιμαντέρ πετυχημένο ή όχι. Ας μην ξεχνάμε πως το ντοκιμαντέρ, όπως και οι ταινίες μυθοπλασίας (μερικές από αυτές τουλάχιστον), διηγείται μια ιστορία και μέσω αυτής προσπαθεί όχι μόνο να πείσει τον θεατή, αλλά και να τον κινητοποιήσει. Και υπάρχει πολύ συναίσθημα στις εικόνες και στους μονολόγους του The Cove. Με αφετηρία την τραγική ιστορία του Richard O'Barry, ο οποίος ξεκίνησε ως εκπαιδευτής δελφινιών στα πλατό της δημοφιλούς σειράς Flipper για να καταλήξει ως ένας από τους πιο σημαντικούς υπέρμαχους της απελευθέρωσης τους από τα θαλάσσια πάρκα και τα πάρκα ψυχαγωγίας όπου κρατούνται ανά τον κόσμο, μέχρι την κινητοποίηση, την αγωνιώδης προσπάθεια και τελικά την επιτυχία μιας ομάδας ακτιβιστών να καταγράψουν με την κάμερα τους τη σφαγή των δελφινιών, το The Cove γεμίζει τον θεατή συναισθήματα.
Σίγουρα υπάρχουν κάποιοι που θα πουν πως τόσο η δομή του, όσο και οι εικόνες του θυμίζουν ταινία θρίλερ. Σίγουρα υπάρχουν κάποιοι που θα ισχυριστούν πως η προσήλωση του στις ενέργειες και στα λόγια των ακτιβιστών, το σπρώχνει επικίνδυνα προς την υποκειμενικότητα και τη μονομέρεια. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι συντελεστές του προσπαθούν να μας παρουσιάσουν το θέμα της σφαγής των δελφινιών μέσα από τη δική τους οπτική γωνία. Ποιος όμως θα μπορούσε να δικαιολογήσει ή να υπερασπιστεί τη βάναυση θανάτωση ενός είδους  ιδιαίτερης ευφυΐας, του οποίου το κρέας δεν είναι καν βρώσιμο; Ποιος αλήθεια θα μπορούσε να επικροτήσει τις προσπάθειες συγκάλυψης της σφαγής και της εμπορίας αυτών των πλασμάτων από την Ιαπωνική κυβέρνηση; Πόση σημασία αλήθεια έχει η υποταγή στην αντικειμενικότητα σε τέτοιες περιπτώσεις;   

8 Μαρτίου 2010

I LOVE JULIA! Ελλάδα. Πληθυσμός: 10 εκατομμύρια. Ιδιοσυγκρασία λαού: Κανίβαλοι…..


Ζαπ…Η Τζούλια, φορώντας τα λεοπάρ γοβάκια της, τα οποία δεν είναι κατασκευασμένα για περπάτημα, κάνει αυτό που της συνέστησαν οι κατασκευαστές τους: ξαπλώνει!!! Με το κατάξανθο, πλατινέ ψεύτικο μαλλί της να ανεμίζει, απολαμβάνει την σαμπάνια της σε σουίτα ακριβού ξενοδοχείου. Μα είναι αργά και η Τζούλια έχει μπερδευτεί, αντί να βάλει το μπουκάλι της σαμπάνιας στο στόμα της, το βάζει ανάμεσα στα πόδια της. Εκατομμύρια ζευγάρια μάτια παρακολουθούν αχόρταγα (πιθανώς και με βλέμμα αποβλακωμένο) την αλληλουχία των σκηνών. Είναι το βίντεο ερασιτεχνικό; Είναι επαγγελματικό; Υπάρχει συμβόλαιο; Πόσες ήταν οι κάμερες; Υπήρχε σκηνοθέτης; Ήταν καλές οι επιδώσεις της Τζούλιας; Ιδού η απορία. Χιλιάδες τα ερωτήματα που βασανίζουν το έθνος (των γυναικών, γιατί οι άντρες δεν ενδιαφέρονται για κανένα από τα παραπάνω ερωτήματα, με εξαίρεση ίσως το τελευταίο). Κανείς δεν παρατηρεί πως η Τζούλια παραπατάει. Κανείς δεν παρατηρεί πως στις περισσότερες σκηνές τα μάτια της είναι μισόκλειστα και νυσταγμένα. Κανείς δεν παρατηρεί πως συχνά κοιτά προς το βάθος του δωματίου χαμογελώντας στα χαμένα. Κοινώς, κανείς δεν παρατηρεί πως η Τζούλια έχει κάνει χρήση διαφόρων ουσιών. Ζαπ…μεσημεριανή ζώνη. Η ζώνη του Λυκόφωτος ή μήπως ο καλύτερος και εγκυρότερος τρόπος για να καταλάβει κάποιος την πραγματική ηθική υπόσταση του νεοέλληνα;; Ιδού η απορία. Γνωστός σκηνοθέτης (γνωστός στους φίλους των μεσημεριανών μαγκαζίνο, δηλαδή) κατακεραυνώνει το ατόπημα της Τζούλιας και εκφράζει φόβους για τα πρότυπα που δίνει στα νέα, φιλόδοξα κορίτσια. Καθ’ όλη τη διάρκεια του μονόλογου του, στο παράθυρο προβάλλονται εικόνες από το «καυτό» βίντεο της Τζούλιας, παγωμένες για να μην σκανταλίζουν παραπάνω απ’ όσο πρέπει. Μία εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις, και τα πρότυπα είναι ήδη έτοιμα προς τοποθέτηση και αφομοίωση. Μικρό το κακό, μια και δεν περιμέναμε την Τζούλια να μας δώσει πρότυπα και να καταστρέψει το ήδη αδύναμο μυαλό μας. Οι κλώνοι της κυκλοφορούν χρόνια τώρα σε όλους τους χώρους της εγχώριας show biz και αυτά που κάνουν για να φτάσουν εκεί που βρίσκονται σήμερα πιθανώς να είναι και πολύ χειρότερα από το βίντεο της Τζούλιας. Η διαφορά τους έγκειται στο γεγονός πως, όταν τα κάνουν, δεν προσκαλούν σκηνοθέτες, τεχνικούς και καμεραμεν για να τα καταγράψουν και να τα μοσχοπουλήσουν. Ζαπ…Η Τζούλια λέει την αλήθεια. «Είμαστε όλοι προϊόντα, άρα πωλούμαστε και αγοραζόμαστε». Του λόγου το αληθές, το βίντεο πούλησε ήδη 150.000 αντίτυπα, έναντι 20 ευρώ το καθένα. Τα κέρδη ξεπερνάνε τα 2 εκατομμύρια ευρώ λένε κάποιοι, πράγμα που σημαίνει πως κάποιοι θησαύρισαν, ανάμεσα τους σίγουρα και οι μάνατζερ-νταβατζήδες της καλλιτέχνιδας. Αν όμως η Τζούλια είναι εμπόρευμα, τότε όλοι εμείς είμαστε καταναλωτές. Το θέμα είναι πως, ενώ ως καταναλωτές έχουμε μάθει να διαβάζουμε τις ετικέτες στα προϊόντα, να αναγνωρίζουμε τα χημικά, τις χρωστικές ουσίες ή την θρεπτική αξία τους, να συγκρίνουμε τιμές και να επικροτούμε ή να κατακρίνουμε την ποιότητα τους, παρόλα αυτά, σπεύσαμε να αγοράσουμε κάτι, που από το περιτύλιγμα του και μόνο, μύριζε σαπίλα και παρακμή. Η απλή, ανθρώπινη περιέργεια, που πολλοί χρησιμοποιούν ως δικαιολογία, δεν φτάνει για να καλύψει τις επιλογές μας. Η πορνογραφία έχει πολλούς υποστηρικτές και ως ένα βαθμό, η ύπαρξη της είναι θεμιτή και αναγκαία. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως οι δικτυακοί τόποι που έχουν πορνογραφικό υλικό έχουν και τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα. Η ανάγκη μας όμως να σπεύσουμε τόσο μαζικά στην αγορά ενός πορνογραφικού dvd με πρωταγωνίστρια ένα σχετικά νεαρό κορίτσι, που χρόνια τώρα σέρνεται ημίγυμνο σε νυχτερινές πίστες, περιοδικά και τηλεοπτικά κανάλια, ανίκανο να αρθρώσει έστω και μια λέξη, λόγω της σύγχυσης που επικρατεί μέσα στο κεφάλι του (και στο σώμα του, όπως όλα δείχνουν) μας κατατάσσει σίγουρα σε μια νέα κατηγορία καταναλωτών. Κοινώς, όταν αποφασίζουμε με τόση ευκολία να καταναλώσουμε ανθρώπους, τότε βρισκόμαστε επικίνδυνα κοντά στη πρακτική του κανιβαλισμού.

Λόγια της απελπισίας




Λόγια της απελπισίας, γοερά κλάματα, αδειάζει το στήθος μου ασταμάτητα όσα με κόπο χρόνια τώρα μάζευα μέσα μου. Όσα έκλεβα από τις στιγμές, από τα χαμόγελα  και τα λόγια των γύρω, από τις πολύχρωμες ιστορίες τους. Εικόνες μουτζουρωμένες από ξένα δάκρυα, ολοκαύτωμα στις σελίδες μιας ζωής που δεν τόλμησα ποτέ να καταγράψω. Πήραν μόνα τους τα λόγια ζωή, φώναξαν συνθήματα διαμαρτυρίας και ύστερα χάθηκαν στις σελίδες των περιοδικών, στις στήλες των εφημερίδων. Και ύστερα χάθηκαν στη χαραμάδα που χωρίζει το τώρα από το χθες.

Λόγια βαριάς απελπισίας. Κομμάτια χαρτί κολλημένα στον τοίχο. Κόποι και φόβοι, μαύρες νύχτες και το αίσθημα του πανικού-όλα στοιβαγμένα σε ένα χαρτί, σε κάποιο τοίχο-αντίτιμο προσπάθειας, γραπτή αναγνώριση πως κάποτε άγγιξες τα όρια της σχιζοφρένειας, μα το προστατευτικό δίχτυ σε κράτησε στην επιφάνεια. Οι ξένες πλάτες που σε κουβαλάνε για χρόνια τώρα δεν σε άφησαν να πνιγείς. Μια σιγανή φωνή να σιγομουρμουρίζει μέσα στο αυτί σου: «καλά τα κατάφερες»....μα δεν το βλέπω, πώς;πού;πότε;Και τώρα τί;;;;Δύο κομμάτια χαρτί στοιβαγμένα σε έναν τοίχο. Το πέρασμα στο κόσμο των μεγάλων, το πέρασμα ξυστά από τη σχιζοφρένεια. Είπα της ξέφυγα....μα με φλερτάρει.

Λόγια βουτηγμένα στο σκοτάδι της απελπισίας. Παίζω νευρικά μέσα στα δάχτυλα μου τον αναπτήρα σου, ανάβω φλόγες να φωτίσω το σκοτάδι, μα καίνε τελικά τη ψυχή μου. Δεν φτάνει ο καπνός τους να σε καλύψει, να σε σώσει από τη μανία μου, να σε ζεστάνει όταν σε πνίγει η μοναξιά. Χωρίς ψυχή, χάνομαι στην ανάγκη να καταλάβω τα πάντα. Μα είναι τα λόγια γεμάτα απελπισία, γεμάτα φιλιά αποχωρισμού και μυρωδιές που ο χρόνος δεν σβήνει-λόγια απελπισίας-ανοίγω το στόμα μου και κομματιάζονται οι συλλαβές. Πριν καλά-καλά τις κάνω ήχο, θέλω να τις πάρω όλες πίσω.

Λόγια απελπισίας. Δελτία ειδήσεων και παράθυρα-φτώχεια παντού, μέχρι και στα αισθήματα.....φωτιές που καίνε εκτάσεις, κόπους, ζωές. Δάκρυα που λάμπουν στα φλας των φωτογράφων και ένα μέλλον αβέβαιο να μένει στους σκοτεινούς θαλάμους, θαμμένο κάτω από τη σαβούρα της επιλεκτικότητας μας. Λόγια απελπισίας και ψάχνω μέσα τους τρόπους διαφυγής, λέξεις, τραγούδια, εικόνες, ξένες και αλλοτινές ζωές που μπήκαν στο μικροσκόπιο μιας τηλεοπτικής πραγματικότητας για την τέρψη μου. Ζωές που χίλια μικροσκόπια βρήκαν τρόπο να τις αναβαθμίσουν, να τις κάνουν αναλώσιμες, να κρύψουν και να θρέψουν τη φτώχεια τους σε όλους τους τομείς.....μέχρι και στα αισθήματα-δίνουν χρώμα στα λόγια για να απαλύνουν την εικόνα μας....την εικόνα τους...την εικόνα όλων μας. Λόγια απελπισίας σε μια εικονική πραγματικότητα. Ακροβατώ ανάμεσα στο «ίσως» και το «σίγουρα», στα όσα βλέπω και στα όσα νιώθω, στα όσα ξέρω και στα όσα φαντάζομαι....Ησυχία....μόνο το χρατς-χράτς που κάνει το χαρτί όταν πιέζεις πάνω του το μολύβι.....ο ήχος της διαμαρτυρίας για τα ανορθόγραφα, ασύντακτα, άσχημα λόγια της απελπισίας μου.....

Φίλοι, συγγενείς, αδέρφια, αδερφές, σκυλιά, γατιά ένα πλήθος ανάσες να χνωτίζουν το τζάμι του δωματίου μου. Και εγώ να βλαστημώ.....να βρίσκω τρόπους να δικαιολογηθώ για το τώρα και το χθες, μα να τιμωρώ τον εαυτό μου με τρόπο πιο αυστηρό και από τους απ' έξω. Και οι μέρες μου να φωτίζονται και να σβήνουν μέσα από την πράσινη οθόνη του τηλεφώνου. Όλη μου η σκέψη 13 κουμπιά ...σαν τα πατάω, συνθέτουν μελωδίες...ηλεκτρονικές φωνούλες και κραυγές, το νανούρισμα της ζωής μου. Λόγια βουτηγμένα στην απόλυτη απελπισία....περιμένω υπομονετικά να γίνουν κραυγές, να γίνουν σιωπή, να με πνίξουν.

Ο κόσμος το’ χει τούμπανο;;;;




Καλή αρχή κάναμε….αυτό το βιντεάκι κυκλοφορεί στο youtube και είναι ήδη ανάμεσα στα most viewed. Η κοπέλα που το ανέβασε, λέει πως εμφανίζεται πλέον και στη σελίδα του Τρωκτικού. Το ότι δανειστήκαμε από Τράπεζες, πληρώνοντας μάλιστα και τρελές προμήθειες για να χρεωθούμε τρελά ποσά, το ξέραμε ήδη. Το ότι έγινε εσκεμμένα για να χρεοκοπήσουμε από αυτούς που εκλέγουμε για να μας προστατεύσουν…..αυτό πια…Βγάλτε τα δικά σας συμπεράσματα.