31 Μαΐου 2010

Πιάσε ένα τσιγάρο, γιατί συγχύστηκα!


Παγκόσμια ημέρα κατά του καπνίσματος σήμερα. 4 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο, λένε οι στατιστικές. Και να ήταν μόνο αυτό! Πέρα από τις βλάβες στον οργανισμό μας, στην Ελλάδα βλάπτουμε σοβαρά και την τσέπη μας καπνίζοντας. Από την άλλη, αν βάλουμε στην εξίσωση και τα χημικά που εισπνέουμε μέσω της αναπνοής ή αυτά που καταναλώνουμε, μέσω του φαγητού και του νερού, τότε είμαστε και επισήμως κινούμενες χημικές βιομηχανίες. Υπογράφουμε κοινώς το πιστοποιητικό θανάτου μας, κάθε πρωί που ξυπνάμε.
Από 1η Σεπτεμβρίου 2010, το κάπνισμα απαγορεύεται και σε όλους τους χώρους διασκέδασης και εστίασης. Όμορφα. Με βλέπω με «βραχιολάκια» από το Φθινόπωρο. Πιθανώς να την γλυτώσω, αν κλειστώ σπίτι μου, αλλά ενδέχεται να το απαγορεύσουν και εκεί μέσα. Πάντα με γοήτευαν οι άντρες που φοράνε στολή, καιρός να τους γνωρίσω και από κοντά, μια και οι καπνιστές που δεν συμμορφώνονται, θα καταγγέλλονται. Πολύ κακή συνήθεια το κάπνισμα, τελικά. Και να ήταν η μόνη! Μπορώ να σκεφτώ τουλάχιστον 10 κακές συνήθειες που με ωθούν στο κάπνισμα, όπως: η μοναξιά, τα νεύρα, το άγχος, τα ψέματα, ο εγωισμός, η απανθρωπιά, τα συμφέροντα, η απάτη, οι ασυνείδητοι, οι φαφλατάδες, οι νταήδες, οι διαχωρισμοί, η διχόνοια, η αδιαφορία, οι εμμονές…ούπς! Σαν να ξεπέρασα τις δέκα. Κανένας νόμος να απαγορεύει όλα τα παραπάνω θα ψηφιστεί; Τι; Ε, λέω να συνεχίσω το κάπνισμα για λίγο ακόμη τότε.

30 Μαΐου 2010

Ποιό Sex και ποιό City;

 
Ποιό Sex και ποιό City;
Το παραπάνω άρθρο είναι ίσως από τις λίγες κριτικές ταινίας, που ξεφεύγει από τα τετριμμένα «η ταινία ήταν καλή» ή «η ταινία ήταν υπέροχή με καταπληκτικές ερμηνείες» και αφιερώνει και λίγο χρόνο στην ανάλυση των εικόνων και των νοημάτων που αυτή προβάλει. Διαβάζω συχνά κριτικές ταινιών, ψάχνοντας απεγνωσμένα να βρω έστω και μία η οποία δεν θα έχει γίνει στο πόδι ή δεν θα χρησιμοποιεί ορολογίες και αόριστες εκφράσεις (τύπου ποίηση) για να περιγράψει πειστικά τους στόχους των δημιουργών.
Σπάνια βρίσκω κάτι αξιόλογο γραμμένο στα ελληνικά. Ακόμη πιο σπάνια βρίσκω κάτι που να ξεπερνά την άκαμπτη (και συχνά ακαταλαβίστικη) φρασεολογία της τέχνης των εικόνων και να συνδέει τα νοήματα της ταινίας, τόσο με την ιστορία του κινηματογράφου, όσο και με αυτή των δημιουργών της και της κοινωνίας, γενικότερα.
Το έχω πει πολλές φορές, μα θα το πω και ακόμη μία: η επιτυχία μιας ταινίας βασίζεται κυρίως στην ιστορία που επιλέγει να εξιστορήσει. Αν δεν υπάρχει η ιστορία, τότε δεν μπορεί να απογειωθεί οπτικά η ταινία, με τη βοήθεια των ηθοποιών και όλων των υπολοίπων. Η συγκεκριμένη σειρά εξάντλησε όλες τις ιστορίες της εντός των 6 κύκλων επεισοδίων που μας χάρισε και έδεσε ότι εκκρεμότητες ίσως είχε στην ταινία που έκαναν, αμέσως μετά το τέλος της. Η ιστορία του κινηματογράφου έχει δείξει ότι σπανιότατα το sequel ξεπερνά το original, και είμαι σίγουρη πως οι συντελεστές το γνωρίζουν καλά, όμως συχνά υποκύπτουν στα αιτήματα και τις παραινέσεις των φαν, ακριβώς επειδή στόχος τους είναι το κέρδος. Δεν είναι και πολλές οι κινηματογραφικές παραγωγές που έχουν έτοιμα τα κέρδη τους (ακριβώς επειδή ξέρουν πως υπάρχει ήδη μια βάση φανατικών θαυμαστών που θα πάνε να δούνε την ταινία όσο κακή και αν είναι). Το φαινόμενο Sex& the City λοιπόν, δεν διαφέρει από άλλα προϊόντα, τα οποία ανακυκλώνουν τη φόρμουλα που τα έκαναν δημοφιλή. Ακόμη και οι φόρμουλες όμως έχουν όρια, τα οποία, δυστυχώς, όταν «ξεχειλώνουν» είναι πιθανό να δυσαρεστήσουν ακόμη και τους φανατικούς υποστηρικτές τους.
Η παραπάνω κριτική μου δίνει την ευκαιρία να γράψω δυο κουβέντες λοιπόν για τη σημασία της κριτικής. Η κριτική οποιασδήποτε μορφής τέχνης είναι –δίχως αμφιβολία- ακανθώδες θέμα. Κάποιοι υποστηρίζουν πως δεν θα έπρεπε καν να υπάρχει, μια και η τέχνη, σε κάθε της μορφή, μπορεί να εμπεριέχει διαφορετικά νοήματα και σημασία για τον καθένα μας. Η δουλειά του κριτικού όμως δεν είναι να μας ενημερώσει για το αν είναι ή δεν είναι καλή μία ταινία. Η δουλειά του είναι να μας δώσει όλες τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε ως θεατές , ώστε να αποφασίσουμε εάν θα επενδύσουμε το χρόνο και τα χρήματα μας σε αυτές ή όχι. Όταν μπαίνουμε λοιπόν στη διαδικασία να εκφράσουμε τη γνώμη μας για μια ταινία, όπως επιχειρείται στο εν λόγω άρθρο, είναι απαραίτητο αυτός που το κάνει να έχει όχι μόνο σφαιρική γνώση (ιστορίας και πολιτιστικής ανάλυσης) της genre του κινηματογράφου που σχολιάζει, αλλά και μια πολύ καλή αίσθηση της κοινωνικό-πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας, μέσα στην οποία δημιουργήθηκε και προβάλετε.
Επικροτώ λοιπόν το παραπάνω άρθρο, όχι επειδή μας προσφέρει τη μοναδική αλήθεια για ένα τόσο σημαντικό πολιτιστικό προϊόν (όπως είναι οι ταινίες μυθοπλασίας), αλλά επειδή το κάνει με τρόπο που θέτει καίρια ερωτήματα και προβληματισμούς για τον τύπο του ρεαλισμού που προσπαθεί να προβάλει και να προωθήσει προς κατανάλωση.

26 Μαΐου 2010

Υπάρχει η καλύτερη Ελλάδα! Δεν ήξερες, δεν ρώταγες;


Τι να πει κανείς σε μια χώρα, όπου τα ΜΜΕ της πιστεύουν σοβαρά πως μας ενδιαφέρει να μάθουμε τι έκανε η Α. Γκερέκου το πρώτο 24ωρό μετά την παραίτηση της; Βαρέθηκα να ακούω τις επιτυχίες του Βοσκόπουλου (από τον καιρό του Νώε) σε κάθε κανάλι. Το αστείο είναι πως ακριβώς οι ίδιοι ειδησεογραφικοί οργανισμοί που μου ζαλίζουν το κεφάλι με τέτοια θέματα είναι αυτοί που τον τελευταίο καιρό ξεσκέπασαν –ξαφνικά- όλα τα σκάνδαλα του πολιτικού τοπίου. Κάθε μέρα βλέπουμε τα δυο πρόσωπα της Ελλάδος σε πρώτο πλάνο. Υπάρχει και ένα τρίτο όμως πρόσωπο, το πιο άγριο απ’ όλα και το πιο αμφιλεγόμενο. Αυτό της καθημερινότητας.

Ασχολούμαστε συχνά με μεγαλοστομίες και βαρύγδουπες δηλώσεις. Αν ακολουθήσουμε το τηλεοπτικό σαφάρι της εφορίας, τις ανακρίσεις και τις καταθέσεις για το Βατοπέδι, τα όργια σπατάλης στους δημόσιους οργανισμούς, τις αποκαλύψεις για τα golden boys και τα φουλάρια που αγόρασε ο Α. Σπηλιωτόπουλος θα βγάλουμε μόνον ένα συμπέρασμα: ότι τόσο καιρό κοιμόμασταν τον ύπνο του δικαίου και ξαφνικά οι αρμόδιοι φορείς θυμήθηκαν το ρόλο τους, φόρεσαν τη στολή του Ζορρό και ξεχύθηκαν στους δρόμους ως νέοι τιμωροί της διαφθοράς. Η κυβέρνηση μοιάζει να έχει μπει σε έναν αγώνα δρόμου για να μας αποδείξει πως κάνει δουλειά, πως η Ελλάδα αλλάζει. Ναι, η Ελλάδα αλλάζει, μα όλοι παραμένουν στη θέση τους. Αναρωτιέμαι απλά πως είναι δυνατόν να βάλλουν τάξη σε μια χώρα τα ίδια άτομα που ευθύνονται για την αταξία της; Αναρωτιέμαι απλά, πως είναι δυνατόν οι ίδιοι εκδότες και δημοσιογράφοι, που τόσο καιρό δεν έβγαζαν κιχ, τώρα ξαφνικά να βροντοφωνάζουν κατά της διαφθοράς και να διαπομπεύουν σε έντυπα και κανάλια τα πρόσωπα, τις επιχειρήσεις και τους δημόσιους οργανισμούς που καιρό τώρα προστάτευαν. Καλά, εγώ μπορεί να μην μάθαινα ποτέ πως υπάρχει δημόσιος οργανισμός με δεκάδες υπαλλήλους για την αποξήρανση λίμνης, η οποία έχει αποξηραθεί εδώ και μισό αιώνα, αλλά αυτοί δεν γνώριζαν; Τώρα το κατάλαβαν;

Η αλήθεια είναι πικρή, διότι μας αφορά άμεσα. Σίγουρα ξέραμε για την ύπαρξη αυτών των δημόσιων οργανισμών, απλά επειδή κάποιοι από εμάς –ή έστω και ένας γνωστός μας- δουλεύαμε (και μάλλον δουλεύουμε ακόμη) σε έναν από αυτούς τους οργανισμούς. Γνωρίζαμε για τα ρουσφέτια, την διαφθορά στο δημόσιο και την απραγία (ή νεοπλουτισμό) των ανθρώπων που εργάζονται εντός του, διότι τους βλέπαμε στις καθημερινές συναλλαγές μας και κάποιοι από εμάς τους πληρώσαμε και κάτω από το τραπέζι για να γίνει η δουλειά μας. Γνωρίζαμε όλοι καλά τον τρόπο που γίνονται τα deals στο ιδιωτικό και ευρύτερο δημόσιο τομέα, διότι εργαστήκαμε και εργαζόμαστε σε εταιρείες που εξαρτώνται από τα δημόσια κονδύλια ή την ανοχή των αρμόδιων για να συνεχίσουν να υφίστανται. Τα ξέραμε όλα, τα πάντα, και αυτά που δεν τα ξέραμε, τα υποπτευόμασταν. Και γιατί σιωπούσαμε, θα με ρωτήσετε. Ποιο απ’ όλα τα παραπάνω μας βόλευε; Θα σας ανταπαντήσω και εγώ.

Το σύστημα του καπιταλισμού και της γραφειοκρατίας εκπαιδεύει τους πολίτες στο μοτίβο των πελατειακών σχέσεων, αναφέρει χαρακτηριστικά ένας από τους στοχαστές της πολιτικής κοινωνιολογίας. Είμαστε τόσο καλά εκπαιδευμένοι σε αυτού του είδους τις συναλλαγές, ώστε να τις θεωρούμε πλέον φυσιολογικές. Η σχέση όμως είναι αμφίδρομη και όχι μονόπλευρη. Δεν μπορούμε να προβάλουμε τους εαυτούς μας ως κακόμοιρους για πολύ ακόμη. Έχουμε πνιγεί στα μικροσυμφέροντα μας, στην ανάγκη μας να διαφυλάξουμε τα κεκτημένα μας, στην απόλυτη πεποίθηση μας πως υπάρχουμε εμείς και κανένας άλλος σ’ αυτή την πλάση.
Στο Νομό που μένω ο προεκλογικός αγώνας εν όψει του Καλλικράτη έχει ήδη ξεκινήσει. Οι δήμαρχοι οσφράνθηκαν τον ανταγωνισμό, που μεγάλωσε, και άρχισαν από νωρίς τα ρουσφέτια και τις υποσχέσεις. Στο τοπικό παράρτημα του ΟΑΕΔ οι ουρές μεγαλώνουν. Κι’ όμως, υπάρχουν ακόμη υπάλληλοι εντός του που μασουλάνε τυρόπιτα και μιλάνε με κολλητούς τους στο τηλέφωνο, λέγοντας επιδεικτικά (ώστε να ακούγονται στους ταλαίπωρους ανέργους, που συνωστίζονται σαν στοιβαγμένα ζώα στην ουρά των 2 μόνον γραφείων που λειτουργούν) πως «βολοδέρνουν» για ακόμη μια μέρα. Ποιος πρέπει να συνετίσει αυτούς τους υπαλλήλους; Εγώ ή οι συνάδελφοι τους; Και η συνέχεια είναι ακόμη καλύτερη! Φιλικό ζευγάρι μου παραπονιόταν περίλυπο πρόσφατα για την οικονομική τους κατάσταση. Ο άντρας, που δούλευε ως υπάλληλος στο Δήμο, έμεινε χωρίς δουλειά, γιατί δεν του ανανέωσαν τη σύμβαση. Η γυναίκα είναι ήδη διορισμένη εκπαιδευτικός. Έχουν ιδιόκτητο σπίτι, 3 διαμερίσματα που νοικιάζουν και μία επιχείρηση εστίασης. Το πρόβλημα τους δεν είναι λοιπόν η ανεργία του συζύγου, αλλά το γεγονός ότι η ανεργία του στάθηκε εμπόδιο στα σχέδια τους να ανακαινίσουν (για 2η φορά) το σπίτι τους.
Ναι, η Ελλάδα αλλάζει, οι Έλληνες όμως όχι. Ώπα! Καλή επιτυχία Ελλάδα!

24 Μαΐου 2010

For those about to fall, we salute you!


Τον τελευταίο καιρό το έχω ρίξει στο τσάι, την ανάγνωση και τη συμπάθεια. Ο κόσμος γύρω μου ζει το (δήθεν) προσωπικό του Βατερλό και εγώ σιωπώ. Κάθε που πάω να μιλήσω, δαγκώνω τη γλώσσα μου και μουγκρίζω διακριτικά, για να μην ταράξω την επίπλαστη ευδαιμονία των γύρω. Κρύβομαι στα σκοτάδια, σαν τους κακοποιούς και παρακολουθώ τα τεκταινόμενα, αναμασάω λέξεις, φράσεις, γκριμάτσες. Είμαι αόρατη -για κάποιους ίσως και ανύπαρκτη- μα η απειλή της παρουσίας μου τους κάνει να σιωπούν, να κοιτούν πίσω από τον κόρφο τους και να αναρωτιούνται.

Δεν με πειράζει τίποτα πια. Φυλλομέτρησα πολλές φορές τις σκέψεις μου και το συμπέρασμα δεν άλλαξε, παρά την οχλαγωγία και τις κραυγές. Ήμουν και θα είμαι το μικρό χαλικάκι, που τρύπωσε ακάλεστο μέσα στα αστραφτερά παπούτσια κάποιων. Η παρουσία μου φαντάζει ασήμαντη, μα κάθε τόσο, όταν ξεκινάνε την ολόλαμπρη πορεία τους προς τη «δόξα» που χτίζουν για τους εαυτούς τους, κάνω τη διαδρομή τους κομματάκι πιο επώδυνη.

Όλη η ζωή μου θυμίζει πόλεμο. Χιλιάδες μάχες, με μικρά αντικρίσματα. Στο σπίτι μου πολέμησα ενάντια στις ηλίθιες νοοτροπίες που χωρίζουν τα παιδιά σε αγόρια και κορίτσια. Στο σχολείο πολέμησα ενάντια στις κλίκες, στους στενόμυαλους δασκάλους, στα δήθεν της εποχής και της ηλικίας μου, στα «πρέπει» της παρέας και στα «όχι» των μεγάλων. Στο πανεπιστήμιο πολέμησα ενάντια στις μεγάλες και μικρές ιδέες ανθρώπων πολύ πιο δυνατών και έξυπνων από μένα, μα πάνω απ’ όλα πολέμησα ενάντια σε μένα την ίδια. Κάθισα τον εαυτό μου στο σκαμνί, τον έκρινα, τον ανέκρινα και τον χλεύασα πιο πολύ από τους γύρω σε κάθε του στραβοπάτημα. Στη δουλειά πολέμησα ακόμη πιο σκληρά, όμως εκεί η μάχη δεν έχει τελειωμό και είναι νωρίς ακόμη να βγάλω συμπεράσματα.
Επένδυσα σε ανθρώπινες σχέσεις και ιδέες, σε ανθρώπους και θεότητες και το αποτέλεσμα κάθε φορά μου άφηνε ένα σεντούκι γεμάτο αναμνήσεις και μια πικρή γεύση μέσα στο στόμα. Είναι φρικτός ο απολογισμός μου, όμως η δίψα να ξαναριχτώ στη μάχη μου κλέβει τον ύπνο τις νύχτες. Ναι, οι πράξεις μου φοράνε το μανδύα της αποτυχίας, μα οι σκέψεις μου την πανοπλία του πολεμιστή.
Η ζωή μου θυμίζει αρένα, που στις κερκίδες της κάθονται κάθε λογής προσωπικότητες, με την ελπίδα να δουν τα θηρία να με κατασπαράζουν. Όχι, δεν είναι που με μισούν, είναι που τα λόγια μου καμιά φορά είναι σκληρά και διάφανα, θυμίζουν καθρέπτη. Είναι που στα όνειρα μου δεν ακούω το θαυμασμό και τις φιλοφρονήσεις της βασίλισσάς, αλλά το τελευταίο χειροκρότημα του μονομάχου.
Και αν τώρα σιωπώ, είναι γιατί συχνά, μέσα στη φασαρία της μάχης, η νίκη μοιάζει να έχει το ίδιο πρόσωπο με την ήττα. Μα δεν με πειράζει τίποτα πια. Το μόνο που δεν ανέχομαι είναι να μην εκμεταλλεύομαι την κάθε ευκαιρία που μου παρουσιάζεται για να μάθω.
(Welcome σε όλους τους νέους αναγνώστες, δεν σας περίμενα, όμως χαίρομαι που σας βρήκα)  

20 Μαΐου 2010

Βιβλία και αναγνώστες: στην πυρά! (φωνάζουν οι ξενέρωτοι)


Ήμουν στο Λύκειο όταν την ανακάλυψα. Δεν θυμάμαι καν ποια εσωτερική ανάγκη με έσπρωξε να πάρω το βιβλίο της, ίσως να έφταιγε και ο τίτλος του, μια και παραπέμπει σε φράση που μόνον κάποιος εθισμένος θα χρησιμοποιούσε. Μπουχτισμένη από τους πομπώδεις λόγους και τα βαθειά νοήματα των νεοελληνικών, αρχαιοελληνικών και λατινικών κειμένων, έψαχνα αυτό το κάτι, το διαφορετικό, που θα έσπαζε τα καλούπια του εκπαιδευμένου μου μυαλού, που θα πήγαινε κόντρα στα «πρέπει» και το βρήκα.
Το βρήκα στο πρώτο βιβλίο της Νικόλ Ρούσσου. Το Πες στη Μορφίνη ακόμα την ψάχνω είναι ένα πολύ διαφορετικό βιβλίο, από αυτά που έχουμε συνηθίσει. Η γλώσσα του είναι μακριά από τα πρότυπα της αποδεκτής, «ευπαρουσίαστης» γλώσσας της λογοτεχνίας. Είναι η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι λεγόμενοι «περιθωριακοί» της όμορφα πλασμένης ελληνικής κοινωνίας (και τέχνης τελικά) που όλοι σήμερα βιώνουμε πόσο σάπιο ήταν το περιτύλιγμα της.

Μόρτικη διάλεκτο, βωμολοχίες και μια σειρά από πρόσωπα που η αλήθεια τους δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί, ακόμη και από τον πιο δύσκολο αναγνώστη. Είναι η ιστορία ενός παιδιού, που προσπαθεί να επιβιώσει μόνο του στην Αθήνα και έρχεται αντιμέτωπο με ξεπεσμένες κυρίες, προκαταλήψεις, κινδύνους του υποκόσμου και την αλαζονεία των διωκτικών αρχών. Μια ιστορία δοσμένη με πικρό χιούμορ και αρκετή ειλικρίνεια, στην οποία ο αναγνώστης δεν μπορεί να μαντέψει αν αυτός που αφηγείται είναι άντρας ή γυναίκα, παρά μόνον διαβάζοντας το τελευταίο της κεφάλαιο. Μια ιστορία, που στην καρδιά της έχει τελικά την τρυφερή σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του παιδιού αυτού και μιας γάτας, της Μορφίνης. Μιας σχέσης, που τελικά, αποδεικνύεται πιο δυνατή από οποιαδήποτε ανθρώπινη σχέση.

Η Ρούσσου έπαιξε με τους κανόνες της λογοτεχνικής ευπρέπειας και τις προκαταλήψεις, τις προσδοκίες και την ανοχή της ελληνικής κοινωνίας και κέρδισε το στοίχημα. Το βιβλίο της δεν είναι ρομάντζο, μα ούτε και γλυκανάλατη feel-good ιστοριούλα, και οι συνεχείς απορρίψεις που δέχτηκε από εκδοτικούς οίκους, το αποδεικνύουν περίτρανα. Κανείς τους δεν το άγγιζε, κανείς του δεν πίστευε στη δύναμη και την καθαρότητα των χαρακτήρων που σκιαγράφησε η συγγραφέας. Κι’ όμως, το βιβλίο εκδόθηκε, αγαπήθηκε σχεδόν αμέσως, πούλησε πάνω από 7 χιλιάδες βιβλία και έγινε σενάριο για την ομώνυμη ταινία, που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Ταινιών Θεσσαλονίκης.
Πολλά γράφτηκαν για αυτή τη νέα συγγραφέα. Η ίδια από τότε έκανε μια μικρή εμφάνιση με μια ιστορία της σε μια ανθολογία, καβάλησε τη μηχανή της και χάθηκε στο ηλιοβασίλεμα, όπου βρήκε το υλικό για το νέο της βιβλίο, μακριά από τις δάφνες και τα χειροκροτήματα. Κοιτάω τη φωτογραφία της στο εσώφυλλο του βιβλίου και χαμογελάω. Κοντά μαύρα μαλλιά, τεράστια εκφραστικά μάτια και ένα τσιγάρο να σιγοκαίει στα χείλη της. Πόσο αλήθεια μοιάζει στους πρωταγωνιστές της ιστορίας της…Υπάρχει ΚΑΙ αυτή η λογοτεχνία στην Ελλάδα, λοιπόν και έχει πολλούς οπαδούς. Υπάρχουν και ΑΥΤΟΙ οι συγγραφείς, που διαλέγουν να γράψουν, μόνον όταν αισθανθούν πως πραγματικά έχουν κάτι σημαντικό και αληθινό να πουν. Και πιστέψετε με, ο κόσμος ξέρει να ξεχωρίζει το αληθινό από τις φλυαρίες.
Αυτό προς γνώση και συμμόρφωση των φλύαρων αυτού του πλανήτη.

17 Μαΐου 2010

Fear and loathing στη χώρα των 12 θεών του Ολύμπου. The sequel

Α! η συνέχεια της ιστορίας μου είναι ακόμη πιο ενδιαφέρουσα. Στο ίδιο μπλοκ, διαβάζω ένα πολύ καλογραμμένο κείμενο, στο οποίο, με μεγάλη καυστικότητα, ο συγγραφέας περιγράφει τις εμπειρίες του, ως ένοικος σε ένα παμπάλαιο και πανάκριβο υπόγειο της συνοικίας του Κολωνακίου, στην Αθήνα. Ο δύσμοιρος δάσκαλος/καθηγητής έρχεται αντιμέτωπος με ξεπεσμένες γηραιές κυρίες της παλιάς αριστοκρατίας, οι οποίες, αν και μιλούν άπταιστα αγγλικά (άρα πιθανώς μορφωμένες), παρόλα αυτά τον αντιμετωπίζουν αρχικά με καχυποψία, νομίζοντας πως είναι Αλβανός. Φυσικά, η στάση τους απέναντι του αλλάζει, μόλις πληροφορούνται την Ευρωπαϊκή του ταυτότητα. Μίσος, καχυποψία και φόβος, η εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας, δοσμένη μέσα από το σαρκαστικό βλέμμα του «ξένου» συμπολίτη.
Στην αρχή γέλασα. Το βρήκα διασκεδαστικό, αν και κάπως πικρό. Γέλασα γιατί το αναγνωρίζω αυτό το βλέμμα, αυτή την οπτική του ανθρώπου που είναι εκτός της κουλτούρας που σχολιάζει και έτσι μπορεί να βλέπει καθαρά και αντικειμενικά την ασχήμια της. Το αναγνωρίζω ακριβώς επειδή κάποτε το έζησα και εγώ. Βλέπετε. το χρονικό διάστημα που συνέβαιναν όλα αυτά στο Κολωνάκι, εγώ ζούσα σε μια επαρχιακή πόλη της Αγγλίας. Τα διάφορα σπίτια που νοικιάζαμε ήταν υπερτιμημένα, γεμάτα υγρασία, σάπια πατώματα και βρώμικες μοκέτες. Τα ζωύφια κάνανε βόλτα στο σαλόνι μας, μα το ενοίκιο αυξάνονταν κάθε χρόνο. Σε αντίθεση με τους ντόπιους, εμείς οι ξένοι έπρεπε να παρουσιάσουμε δεκάδες έγγραφα και εγγυητές για να μπορέσουμε να νοικιάσουμε ένα δωμάτιο. Οι τράπεζες τότε αρνούνταν να μας εκδώσουν μια βίζα, την οποία και είχαμε ανάγκη, σε περίπτωση που ξεμέναμε από χρήματα. Δεν δικαιούμασταν κανένα από τα φοιτητικά επιδόματα ή τις φοιτητικές επιχορηγήσεις του κράτους, και ας ήμασταν στην ΕΕ τότε. Θυμάμαι σαν χθες τα λόγια του αδερφού μου, όταν για πρώτη φορά τον επισκέφτηκα στο Λονδίνο. Με έπιασε από το μπράτσο σφιχτά και με κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια. «Περπάτα» με πρόσταξε «αν εδώ πέσεις στο δρόμο, οι άνθρωποι μπορεί να σε πατήσουν για να συνεχίσουν το δρόμο τους. Εδώ η απάθεια είναι αρετή» μου είπε και με τράβηξε μαζί του.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τους 6 μήνες που πέρασα στο τοπικό παράρτημα του ραδιοφώνου του BBC στην πόλη που ζούσα. Κάθε μέρα, οι συνάδερφοι μου τραγουδούσαν τη μελωδία από τον Ζορμπά και με ρωτούσαν για τα ψαροκάικα, τα ψάρια, τη θάλασσα και το σπάσιμο των πιάτων πάνω στο τσακίρ κέφι. Ώπα! Πέρα από νησιά και ρετσίνα, η Ελλάδα δεν υπήρχε στο διανοητικό χάρτη του μυαλού τους. Υπάρχουν κι’ άλλα, πιο επώδυνα, όπως η άρνηση κάποιων συμφοιτητών μου να με χαιρετίσουν, όταν έμαθαν πως εργάζομαι περιστασιακά στην κουζίνα της εστίας. Όλα τους παιδιά των ιδιωτικών σχολείων, μορφωμένα, ευυπόληπτα. Θυμάμαι ακόμα τη φράση του τότε συντρόφου μου, όταν αποφάσισα να πάω σε μια πορεία εναντίον του Πινοσέτ στο Λονδίνο. «Είσαι φιλοξενούμενη στη χώρα μου» μου είπε αυστηρά «δεν πρέπει να δημιουργείς φασαρίες».
Η ξενοφοβία αγαπητέ κύριε δάσκαλε-καθηγητή της αγγλικής δεν είναι χαρακτηριστικών συγκεκριμένων λαών, αλλά ανθρώπων. Είναι θέμα μυαλού και νοοτροπίας και όχι εθνικιστικών φρονημάτων και προπαγάνδας. Στα χρόνια μου στην Αγγλία γνώρισα μερικά από τα πιο λαμπρά και φιλελεύθερα μυαλά, αλλά άκουσα παράλληλα και πολλές πικρές κουβέντες. Άκουσα τους συμφοιτητές μου να λένε πως η εισροή μεταναστών (Πακιστανοί, Ινδοί, Αφρικανοί κτλ) έχει αποδυναμώσει τη χώρα τους, μια και βάση νόμου, οι μειονότητες είχαν προτεραιότητα στις θέσεις εργασίας.
Δεν ξέρω πόσο διαφορετικές είναι τελικά οι οπτικές μας. Δεν ξέρω τι μαθαίνει κανείς (αν μαθαίνει τίποτα) ζώντας σε μια ξένη χώρα. Εγώ πάντως πήρα ένα σημαντικό μάθημα ζωής. Έμαθα να σέβομαι τον ξένο, όπου και να τον συναντήσω. Έμαθα να σέβομαι το μόχθο του και την ελπίδα του για ένα καλύτερο αύριο, διότι, τελικά, όλοι είμαστε εν δυνάμει ξένοι σε αυτή την πλάση.

16 Μαΐου 2010

Fear and loathing στη χώρα των 12 Θεών του Ολύμπου.


Και πάνω που περιπλανιόμουν νωχελικά σήμερα στα διάφορα μπλοκς, διαβάζοντας χιλιάδες κριτικές –πότε εμπεριστατωμένες και πότε απλά καυστικές- για το χάλι μας ως χώρα και ως λαός, έπεσα πάνω στο μπλοκ ενός Άγγλου δασκάλου (ή καθηγητή, δεν κατάλαβα), ο οποίος έζησε αρκετά χρόνια στην Ελλάδα, ως δάσκαλος δασκάλων (υποθέτω ως καθηγητής αγγλικών σε επίδοξους καθηγητές αγγλικών ή απλούς καθηγητές που προσπαθούσαν να μάθουν αγγλικά).
Ως επίδοξη μεταφράστρια που λέω πως είμαι, βρήκα κάποιες από τις καταχωρήσεις άκρως ενδιαφέρουσες. Ειδικά εκείνη όπου ο καθηγητής/δάσκαλος (;) καυτηρίαζε την ημιμάθεια που μας χαρακτηρίζει, σε ότι αφορά την ίδια μας τη γλώσσα, αλλά και τις μεγαλοστομίες μας, ότι, δηλαδή, η γλώσσα μας είναι η πιο παλαιά, η πιο πλούσια σε λεξιλόγιο και νοήματα, καθώς και την «ηλίθια πεποίθηση» μερικών πως η ελληνική είναι η μητέρα όλων των γλωσσών.
Ξεροκατάπια. Απόφοιτη Κλασικού Λυκείου, θυμάμαι σαν χθες τον πατέρα μου να μου απαγγέλει όλο στόμφο ολόκληρα κομμάτια λατινικών και αρχαιοελληνικών κειμένων απ’ έξω και έπειτα να με κοιτά με βλοσυρό ύφος και να μου λέει: «Εσείς οι νέοι δεν γνωρίζεται καν τη γλώσσα σας, θα έπρεπε να ντρέπεστε». Εκείνο τον καιρό θυμάμαι πως του έβγαζα τη γλώσσα μου αποδοκιμαστικά, έβαζα τα ακουστικά μου και χανόμουν στα αγγλικά στιχάκια των δεκάδων ξένων συγκροτημάτων που τόσο αγαπούσα. Σήμερα όμως, όπως σωστά είχε προβλέψει ο πατέρας μου, απλά ντρέπομαι. Ντρέπομαι που το πνεύμα μου έμεινε έτσι φτωχό, δίχως τα νοήματα και τις εικόνες που θα μου είχε χαρίσει η ίδια μου η γλώσσα, αν της είχα δώσει μια ευκαιρία να με γοητεύσει. Ντρέπομαι γιατί δεν μπορώ να την υπερασπισθώ απέναντι στον καθένα, που ίσως θελήσει να την υποτιμήσει. Ντρέπομαι γιατί ποτέ δεν την αγάπησα αρκετά. Πιο πολύ όμως ντρέπομαι που κάτι μέσα μου σπάει σε χίλια κομμάτια, κάθε που διαβάζω κάτι εναντίον της, όταν εγώ η ίδια υπήρξα η πρώτη που την υποτίμησα.  
Οι γλώσσες δεν είναι μόνον συντακτικοί κανόνες και κλήσεις ρημάτων και ουσιαστικών. Η γλώσσα κάθε λάου δημιουργήθηκε για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του, είναι στενά συνδεδεμένη με την ιστορία και την κοινωνία του, τα ήθη και τα έθιμα του. Η γλώσσα, μέσα από τις χιλιάδες λέξεις της, μας μαθαίνει την ιστορία μας, μας δείχνει το κοινωνικό προφίλ μας, είναι ίσως ο καθρέπτης του μυαλού και της ψυχής μας. Όταν ήμουν ακόμη μαθήτρια, μισούσα την ιστορία, την έβλεπα ως προπαγάνδα για να διαιωνίζεται το μίσος και ο πόλεμος μεταξύ των λαών. Τώρα πια ξέρω πως η ιστορία έχει και πρέπει να έχει μία θέση στη ζωή όλων μας, γιατί πέρα από ημερομηνίες και ονόματα (έτσι την διδάσκουν στα ελληνικά σχολεία), κρύβει και λάθη, λάθη τραγικά και καταστροφικά, που η μελέτη τους ίσως μας βοηθήσει να τα αποφύγουμε στο μέλλον. Η τραγωδία μου, όμως, είναι πως όλα αυτά τα ανακάλυψα πολύ αργά, και το χειρότερο απ’ όλα, είναι ότι τα ανακάλυψα μελετώντας άλλες γλώσσες και όχι την δικιά μου.
(η συνέχεια σε λίγο)……

14 Μαΐου 2010

Η κρίση της ταυτότητας μας

Οι άνθρωποι είμαστε οι επιλογές μας είχε πει κάποτε ο Φρέντυ Γερμανός. Η λέξη επιλογή, αν και ουσιαστικό, περικλείει μέσα της πολλά ρήματα, όπως το ρήμα βιώνω, σκέπτομαι, αποφασίζω, διαλέγω και ενεργώ. Η λέξη επιλογή προϋποθέτει και κάτι ακόμα, που προσωπικά θεωρώ άκρως σημαντικό. Προϋποθέτει την ύπαρξη εναλλακτικών, την ύπαρξη πολλαπλών ευκαιριών ή λύσεων. Χωρίς αυτά, δεν υπάρχει ουσιαστικά επιλογή.
Κατά καιρούς ακούω πολλούς να λένε: «όλα είναι εφικτά, αν προσπαθήσεις», «όλα γίνονται, αν το θελήσεις», «δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει μόνο δεν θέλω» ή το καλύτερο απ’ όλα «η σκληρή δουλειά έχει πάντα θετικό αποτέλεσμα και αντίκρισμα». Όλες οι παραπάνω εκφράσεις έχουν μεγάλη βάση στην αλήθεια και σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να τις απορρίψουμε ως άστοχες και εξωπραγματικές. Για την ακρίβεια, οι παραπάνω εκφράσεις είναι τόσο δημοφιλείς, που επάνω τους βασίστηκε η ιδεολογία ενός ολόκληρου λαού. Η διαχρονική μαγεία του «αμερικανικού ονείρου» βασίζεται ακριβώς σε τέτοιες πεποιθήσεις και μέσω των αμέτρητων πολιτιστικών προϊόντων της Αμερικής, το όνειρο αυτό έχει αποκτήσει φανατικούς οπαδούς σε όλο τον κόσμο. Αν το καλοσκεφτούμε, η ύπαρξη του «αμερικανικού ονείρου» είναι ίσως η μοναδική κατασκευασμένη ιδέα που κατάφερε να ξεπεράσει τα εμπόδια του χρόνου, του τόπου, της εθνικής και γλωσσικής ταυτότητας τόσων λαών ανά τον κόσμο και να τους αγγίξει, να τους πείσει για την αξιοπιστία της.
Για όσους γνωρίζουν πολιτιστική ιστορία, η γέννηση της ιδέας αυτής δεν είναι τυχαία. Έχει τις ρίζες της στην προτεσταντική ηθική της εγκράτειας και της σκληρής εργασίας και η διάδοση της εξυπηρετεί το σύστημα που την κατασκεύασε. Το σύστημα αυτό λέγετε καπιταλισμός και πολλοί έχουν σπεύσει κατά καιρούς να αναλύσουν την οικονομική και πολιτική του διάσταση. Δίχως εργασία και δίχως ιδιωτική περιουσία, ο καπιταλισμός δεν μπορεί να επιβιώσει. Στόχος του συστήματος αυτού είναι το κέρδος, ένα κέρδος που δεν βασίζεται μόνον στην εκμετάλλευση του πλεονάσματος της εργασίας, αλλά και στην κατανάλωση.
Η μακροβιότητα αυτού του συστήματος βασίζεται κυρίως στην ικανότητα του να κατασκευάζει και να προωθεί ιδέες και ανάγκες , δίχως καν να γίνεται αντιληπτό. Η ψευδαίσθηση της ελευθερίας είναι ίσως η πιο πετυχημένη από αυτές. Είμαστε ελεύθεροι να επιλέξουμε το κόμμα που μας εκφράζει, το πρόγραμμα ή την μουσική που μας αρέσει, τα ρούχα που μας ταιριάζουν, το σπίτι και το αυτοκίνητο που μας αντιπροσωπεύει. Επιλογές λοιπόν, πάνω σε αυτές χτίζουμε την ταυτότητα μας, την προβάλουμε στους γύρω, κατασκευάζοντας έτσι την κοινωνική εικόνα μας. Επιλογές, που ποτέ δεν εξετάσαμε εάν, όπως λέει και ο Hebert Marcuse, είναι ουσιαστικά η ίδια ιδέα, η ίδια νοοτροπία, μεταμφιεσμένη σε κάτι άλλο. Αν λοιπόν υποθέσουμε πως έχουμε την επιλογή να διαλέξουμε ανάμεσα σε τρεις χιλιάδες διαφορετικά προϊόντα, που όμως όλα έχουν ως σκοπό τους την προώθηση της κατανάλωσης και συνεπώς του συστήματος στο οποίο αυτή βασίζεται, ξαφνικά οι επιλογές μας δεν μοιάζουν και τόσο πολλές.
Όσο για τους οπαδούς της ιδεολογίας των «επιλογών», είμαι υποχρεωμένη να τους υπενθυμίσω πως υπάρχουν και πράγματα σε αυτή τη ζωή που δεν μπορούμε να τα επιλέξουμε. Το γεγονός ότι γεννηθήκαμε γυναίκες ή άντρες ας πούμε, δεν το επιλέγουμε. Το γεγονός ότι γεννηθήκαμε στην Ελλάδα ή στην Αφρική, δεν μπορούμε να το ορίσουμε. Το χρώμα του δέρματος μας ας πούμε, δεν το διαλέγουμε εμείς. Όλα τα παραπάνω είναι προεπιλεγμένα για εμάς την ώρα που γεννιόμαστε και καλούμαστε απλά να τα βιώσουμε και να τα κατανοήσουμε καθώς θα μεγαλώνουμε. Το θέμα είναι πως η σημασία της εθνικής, σεξουαλικής και φυλετικής μας ταυτότητας βασίζεται σε επιλογές που έκαναν άλλοι πριν καν εμείς γεννηθούμε. Βασίζεται στις ιδέες, τα πρέπει, τα σωστά και τα λάθος που διάλεξαν άλλοι για εμάς, πριν από εμάς. Κοινώς, κανείς δεν είναι ελεύθερος να αποφασίσει τη σημαίνει για τον ίδιο να είναι γυναίκα ή να είναι άντρας, να είναι Έλληνας ή Ισπανός, να είναι λευκός ή έγχρωμος. Οι επιλογές μας συνεπώς ξεκινούν εκεί που τελειώνει το ήδη προκαθορισμένο σύστημα ιδεών και αντιλήψεων μέσα στο οποίο γεννηθήκαμε. Μέχρι και το DNA μας είναι προκαθορισμένο, σύμφωνα με τους επιστήμονες. Η ευφυΐα μας, λένε κάποιοι, εξαρτάται κατά έναν μεγάλο βαθμό από αυτή των ανθρώπων που μας έφεραν στον κόσμο.
Οι Έλληνες –λαός στερημένος και καταβεβλημένος από τη φτώχεια και την ανέχεια τόσων ετών- βιάστηκαν να αγκαλιάσουν την ιδέα του «αμερικανικού ονείρου». Η λαχτάρα της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας (ή αλλιώς κοινωνικής καταξίωσης) ήταν πάντα δημοφιλής στη χώρα μας, μόνο που σήμερα, για να την κατακτήσουν, καταφεύγουν στην κατανάλωση, αντί στα πατροπαράδοτα προξενιά. Ο δανεισμός έγινε το μέσο επίτευξης του ονείρου, που όμως τελικά, κατέληξε για πολλούς εφιάλτης. Το μόνο κομμάτι του «ονείρου» που δεν μπόρεσαν να μας πουλήσουν επιτυχώς ήταν αυτό της σκληρής εργασίας που οδηγεί στην επίτευξη. Εκεί, η αλήθεια είναι ότι ζοριστήκαμε λίγο. Απόγονοι του πολυμήχανου Οδυσσέα είμαστε, οπότε τον βρήκαμε τον τρόπο. Χρηματιστήρια, ομόλογα, ακίνητα, κινητά, κομπίνες, ρουσφέτια, φοροδιαφυγή, όλα έκαναν τη δουλειά τους μια χαρά και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Όσοι δεν ήταν αρκετά «έξυπνοι» να βρουν τον τρόπο, ας ζήσουν στη μελαγχολία της μιζέριας τους. Οι υπόλοιποι θα νιώθουν καταξιωμένοι, θα φωνάζουν πως όλα είναι εφικτά, και πως τα πάντα είναι επιλογή μας.
Έχετε, λοιπόν, επιλογή, κύριοι και κυρίες. Έχετε την επιλογή να προσαρμοστείτε ή να χαθείτε από προσώπου γης. Τι επιλέγετε;

10 Μαΐου 2010

Job description: It’s all my fault!


Μαζεύτηκαν λέει σήμερα οι πολιτικοί άντρες (και γυναίκες) της χώρας για να συζητήσουν για τη διαφθορά. Απορώ, με το λίγο μυαλό που διαθέτω, τι συζήτηση θα είναι αυτή. Δεν ξέρω για εσάς, πάντως εγώ, όταν έχω ένα πρόβλημα μπροστά μου -το οποίο για να το χαρακτηρίζω ως πρόβλημα, πάει να πει πως το έχω εντοπίσει και το έχω εξετάσει- δεν θέλω να το συζητήσω, θέλω απλά να το λύσω. Οι πολιτικοί άντρες και γυναίκες της χώρας μας το συζητάνε όμως, προφανώς επειδή δεν έχουν αντιληφθεί ακόμη πως οι ίδιοι είναι το πρόβλημα. Κοινώς, βάλαμε τους διεφθαρμένους να συζητήσουν μεταξύ τους για το πώς θα λύσουν τη διαφθορά.
Οι δε δημοσιογράφοι –οι οποίοι απεργούν σήμερα- θα συνεχίσουν να μας ενημερώνουν, παρά την απεργία τους, για τα συμπεράσματα και τις αποφάσεις των διεφθαρμένων πολιτικών, που μας έφεραν σε αυτό το χάλι.
Κάπου εδώ σκέφτομαι σοβαρά το ενδεχόμενο να αρχίσω τα ναρκωτικά, ώστε να έχω μια δικαιολογία όταν θα με ρωτήσετε γιατί δεν έσπασα την τηλεόραση και δεν βγήκα στο δρόμο τσιρίζοντας με αυτά που ακούω.
Δεν μπορώ να κρυφτώ πίσω από το δάχτυλο μου πια. Η αλήθεια είναι πως εγώ φταίω για όλα. Θα σας εξηγήσω τι εννοώ.
Τα ακούσατε και εσείς πιστεύω τα μεγαλόπνοα σχέδια των πολιτικών για συμμάζεμα του δημοσίου, σωστά. Ακούσατε για πάγωμα των προσλήψεων στο δημόσιο, περικοπές σε μισθούς, συγχωνεύσεις οργανισμών και κατάργηση άλλων. Ακούσατε και για τον «Καλλικράτη»; Ναι, και εγώ τα άκουσα, μα μάλλον δεν κατάλαβα καλά. Εγώ η αδαής πίστευα πως αυτά όλα γίνονται επειδή προσπαθούμε να συμμαζέψουμε, τόσο διοικητικά, όσο και οικονομικά το υδροκέφαλο δημόσιο της χώρας. Σωστά;
Λάθος! Καλός μου φίλος μίλησε κατ’ ιδίαν πρόσφατα με εκλεγμένο άρχοντα, ο οποίος τον διαβεβαίωσε πως θα προσληφθεί ως μηχανικός στις τεχνικές υπηρεσίες δημόσιου οργανισμού, ακριβώς μόλις γίνουν οι αλλαγές που επιβάλλει το εν λόγω σχέδιο. Η ιδέα είναι πως αν και οι δήμοι θα συγχωνευτούν, παρόλα αυτά, λόγω-και καλά- αυξημένων αναγκών, οι υπηρεσίες τους όχι μόνον δεν θα συγχωνευτούν, αλλά θα διευρυνθούν, ώστε να χωρέσουν εντός τους και νέοι δημόσιοι υπάλληλοι. Και πως θα γίνουν οι προσλήψεις αυτές, θα με ρωτήσετε. Έλα μου ντε; Εδώ σας θέλω! Εγώ το μόνο που ξέρω με σιγουριά είναι ότι δυο φίλες μου, οι οποίες μπήκαν με συμβάσεις σε δημόσιες υπηρεσίες λίγο πριν την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, είναι τώρα εν αναμονή της μονιμοποίησης τους. Οι αρμόδιοι-λέει- ψάχνουν απλά για την ώρα τον τρόπο –λέει- για να τις μονιμοποιήσουν. Εγώ λέω πως θα τον βρουν. Εσείς τι λέτε;
Στο θέμα μας όμως. Εγώ φταίω για όλα. Φταίω, γιατί αντί να τρέξω να τα καταγγείλω όλα αυτά (ναι, μπορείτε να γελάσατε δυνατά σε αυτό το σημείο) εγώ χάρηκα που επιτέλους τα εν λόγω άτομα (και φίλοι μου) θα βρουν μια μόνιμη θέση εργασίας, μακριά από τον εργασιακό μεσαίωνα του ιδιωτικού τομέα. Γιατί εμείς, του ιδιωτικού τομέα, ζούμε στο μεσαίωνα εδώ και χρόνια, αν δεν το έχετε πάρει χαμπάρι. Καλά που τα βάλανε με τα εργασιακά δικαιώματα των δημοσίων υπαλλήλων και η λέξη «επανάσταση» ξαναβρήκε τη χαμένη της αίγλη στο ελληνικό λεξιλόγιο.
Φταίω λοιπόν κύριες και κύριοι, εγώ φταίω για όλα όσα γίνονται σήμερα. Όχι, δεν φταίνε οι πολιτικοί –εκλεγμένοι και μη- που κάνουν ήδη τα ρουσφέτια τους ενόψει των νέων αλλαγών. Που μοιράζουν –πιθανώς- φρούδες ελπίδες σε χιλιάδες νέους, που έχουν κουραστεί και έχουν τρομοκρατηθεί με όσα ακούνε και ψάχνουν από κάπου να πιαστούν. Η διαφθορά καλά κρατεί και όσο μας απελπίζουν και μας φοβίζουν, θα δεχόμαστε όλο και πιο εύκολα την σημερινή εικόνα που βλέπουμε στα κανάλια: τους διεφθαρμένους να ψάχνουν τρόπους να μας βγάλουν από το πρόβλημα της διαφθοράς!

8 Μαΐου 2010

The essence of inhumanity

Βαρέθηκα να βλέπω την προηγούμενη ανάρτηση, έπρεπε να σκεφτώ μία καινούργια και μάλιστα γρήγορα. Όχι, δεν «έπρεπε» με την έννοια του πρέπει, που τόσο πολύ ορίζει τη ζωή μας και καθοδηγεί την σκέψη μας, αλλά έπρεπε απλά επειδή δεν θέλω να συμμετάσχω πλέον στην τρέλα των ημερών. Όσοι σπεύσουν να με κατηγορήσουν για αυτή μου την απάθεια, θέλω να τους υπενθυμίσω απλά ότι η ησυχία, η απόλυτη σιωπή βοηθάει τη σκέψη και για να σκεφτούμε τα όσα ακούμε και διαβάζουμε, καλά είναι που και που να βγάζουμε το σκασμό.
Αυτοί που κάνουν τη μεγαλύτερη κατανάλωση της ελπίδας είναι οι απαισιόδοξοι, είπε πολύ εύστοχα μια κυρία του πνεύματος, όταν την ρώτησαν αν ελπίζει και σε τι. Έτσι και εγώ, έχω μεγάλη ανάγκη από ελπίδα αυτό τον καιρό και την καταναλώνω όπου και να την βρίσκω. Και υπάρχει ελπίδα, απλά πρέπει να την ξεθάψουμε, να την αφουγκραστούμε, να την ανακαλύψουμε. Έχει πέσει πολύ σαβούρα επάνω της και την έχει κρύψει από τα μάτια μας. Η δικιά μου σαβούρα έχει ονοματεπώνυμο, έχει σάρκα και οστά και πάνω απ’ όλα άποψη. Δεν είναι ένα πρόσωπο, είναι πολλά μαζί. Είναι όλα τα άτομα που κατά καιρούς τους απλώνω το χέρι μου, τους καλώ να δουν τον κόσμο μέσα από τα μάτια μου και αντί αυτού, καταλήγω να ακούω τεράστιους μονολόγους, με τους οποίους μου εξηγούν με κάθε λεπτομέρεια τους λόγους για τους οποίους προτιμούν το αυτοσχέδιο σκοτάδι τους. Ποτέ άλλοτε τα λόγια δεν είχαν τόση σιωπή μέσα τους. Πρέπει να είναι σημάδι των καιρών, δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς.
Μπορεί πάλι να φταίει το γεγονός πως αυτά που βλέπω μέσα από τα μάτια μου είναι ακαταλαβίστικα στους πιο πολλούς, ποιος ξέρει;

Δανείζομαι τα λόγια του George Bernard Shaw, γιατί με εκφράζουν: The worst sin towards our fellow creatures is not to hate them, but to be indifferent to them; that's the essence of inhumanity.
Goodnight and good luck. 

6 Μαΐου 2010

Σας βαρέθηκα! Σας σιχάθηκα…σας έχω ανάγκη!


Κρατιέμαι. Με νύχια και με δόντια κρατιέμαι, για να μην γράψω και εγώ ακόμη μία γνώμη για όσα βλέπω. Κρατιέμαι, γιατί πήξαμε στις γνώμες, τα δάκρυα, τη θλίψη και τις αναλύσεις. Όλα αυτά μέχρι χθες, γιατί σήμερα τα μπλοκς είναι γεμάτα αλληλοκατηγορίες. Ήρθε λοιπόν η ώρα να δώσουμε ονόματα, να πούμε ποιοι φταίνε για τον αναίτιο θάνατο 4 ψυχών. Γιατί 4 ήταν, για όσους δεν το πήραν χαμπάρι.

Τα κόμματα μαζεύτηκαν στη Βουλή, με ύφος σκυθρωπό στην αρχή και σε απευθείας μετάδοση, ακούσαμε μια από τα ίδια. Ο Πρωθυπουργός θλίβεται βαθύτατα και οι υπόλοιποι κατηγορούν ο ένας τον άλλον. Καμιά αλλαγή ως εδώ. Μια απ’ τα ίδια. Βλέποντας αυτό χθες, καθώς και τις αμέτρητες γνώμες «πολιτών» στα μπλοκ, νιώθω ότι είμαστε ξανά στα ίδια, τίποτα δεν αλλάζει. Γράφω «πολιτών», γιατί πολλές από αυτές τις γνώμες μοιάζουν επικίνδυνα με δελτία τύπου συνδικαλιστικών οργάνων και συγκεκριμένων κομμάτων. Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται λένε, κάτι θα ξέρουν παραπάνω. Οι πολιτικοί λοιπόν έβγαλαν κραυγές θλίψης και έπειτα στράφηκαν σε αυτό που ξέρουν να κάνουν καλύτερα: την υπεράσπιση των κεκτημένων τους και τη ψηφοθηρία. Οι πολίτες από την άλλη, σοκαρίστικαν, έκλαψαν, φοβήθηκαν, και μετά τα έβαλαν με κάποιους (ή και όλους) δημοσιογράφους και πολιτικούς. Τα έβαλαν με το σύστημα.
Και να σου σήμερα, κυκλοφορεί σε όλα τα μπλοκς η ανακοίνωση εργαζόμενου στη Τράπεζα Μαρφίν (ανυπόγραφή;; Δεν είδα πουθενά όνομα) για το δικτατορικό, εκφοβιστικό καθεστώς εργασίας που επιβάλει στους υπαλλήλους τους ο κ. Βγενόπουλος. Μάλιστα. Ω! τι αποκάλυψη! Ο κ. Βγενόπουλος λοιπόν, είναι κομμάτι του συστήματος. Σώπα! Πέφτω από τα σύννεφα! Και ότι πίστευα ότι ένας τόσο πλούσιος και ισχυρός άντρας είναι μακριά από τη διαπλοκή και τα συμφέροντα…πόσο χαίρομαι που έχω εσάς να με ενημερώνεται!!!! Είναι προφανές πως όσοι γράφουν όλα αυτά, με περίσσια χαρά, λες και ανακάλυψαν την Αμερική, μάλλον δεν έχουν δουλέψει ούτε μια ώρα στη ζωή τους.
Έχω δουλέψει σε αρκετές εταιρείες του ιδιωτικού τομέα για να ξέρω πως όσα αναφέρονται σε αυτό το (ανυπόγραφο;;) δελτίο τύπου είναι αλήθεια. Και οι δικοί μου εργοδότες δεν έβαζαν την ασφάλεια μου πάνω απ’ όλα, ούτε και με άφηναν να απεργήσω. Έχω δουλέψει σε επίσημες αργίες του κράτους και δεν έχω πάρει μία. Έχω δουλέψει Σάββατο επί σειρά ετών και δεν έχω πάρει μία. Έχω δουλέψει και Κυριακή. Και λοιπόν; Λέτε να είμαι εγώ η αιτία που η χώρα παραπαίει οικονομικά; Ίσως και να είμαι, δεν το αποκλείω. Δεν έχω βλέπετε «τα μέσα» κάποιων, δεν ζήτησα ρουσφέτια ποτέ και έπρεπε κάπως να επιβιώσω. Για να το καταφέρω λοιπόν, πετσόκοψα την εργασιακή μου (και όχι μόνο) αξιοπρέπεια και δεν φαντάστηκα ποτέ πως οι συνέπειες των πράξεων μου θα σας έβγαζαν στους δρόμους να διαλύεται αυτοκίνητα και να καίτε ανθρώπους. Ζητώ συγνώμη.
Αναρωτιέμαι. Αναρωτιέμαι απλά και ανθρώπινα ποιον και τι εξυπηρετεί αυτή η καταστροφική οργή. Αναρωτιέμαι αν αυτές οι 4 ψυχές των εργαζόμενων συνανθρώπων μου, που έπρεπε να θυσιαστούν, μου εξασφάλισαν τα εργασιακά μου δικαιώματα. Αναρωτιέμαι πότε θα μάθω την αλήθεια σε αυτή τη χώρα. Αναρωτιέμαι ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να αποκτήσω πρόσβαση σε όλα αυτά που είναι αναφαίρετο δικαίωμα μου να γνωρίζω. Αναρωτιέμαι πότε θα αρχίσουν να εφαρμόζονται οι νόμοι σε ένα κράτος που θέλει να λέγετε δημοκρατικό. Αναρωτιέμαι που ήταν όλοι αυτοί οι πολίτες, όταν με εκβίαζαν οι εργοδότες μου και γιατί βγήκαν να με υπερασπιστούν τώρα, όταν έφτασα στο πάτο και τους πήρα μαζί μου.
Κύριοι πολιτικοί, μην μιλάτε για σεβασμό του Συντάγματος, με κουράζεται. Είστε οι πρώτοι που μας δείξατε πώς να το υποτιμούμε. Κύριοι συνδικαλιστές, μην φωνάζετε, να χαρείτε, δεν ήσασταν ποτέ εκεί όταν με πετσόκοβαν τόσα χρόνια. Απανταχού μπλοκερς, ακόμη και εσείς που είστε ήδη κομμάτια μεγάλων ενημερωτικών οργανισμών, μην μας ζαλίζετε, η αδυναμία σαν να μας πείτε κάτι που να θυμίζει έστω και στο ελάχιστο σφαιρική προσέγγιση στα θέματα που μας καίνε με κάνει να αμφιβάλλω και για τον αέρα που αναπνέω. Αγαπητοί πολίτες αυτής της χώρας, γιατί τσιρίζετε;; Δεν τα ξέρατε; Σε άλλη χώρα ζείτε; Δεν έχετε ούτε ένα γνωστό σας που να βολεύτηκε σε αυτή τη χώρα; Εγώ έχω πολλούς, τα ήξερα –αν όχι όλα τουλάχιστον τα περισσότερα.
Τι πρέπει να κάνω τώρα; Να κάψω τη Βουλή; Να παλουκώσω όσους ξέρω ότι έφαγαν δημόσιο χρήμα ή βολεύτηκαν στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα με τη βοήθεια κομμάτων; Να σκοτώσω τους γείτονες μου και να κάνω πλιάτσικο στα σπίτια τους; Τι; Τι να κάνω; Να εκτονωθώ; Τι; Πείτε μου; 
 

4 Μαΐου 2010

The long lost meaning of life..

Να ‘σαι καλά βρε Τζοάννα! Απίστευτα γλυκό και αισιόδοξο το βίντεο, μου έφτιαξες τη μέρα. Ελπίζω να το δουν και άλλοι! Καλημέρα! 

3 Μαΐου 2010

Η εγχείρηση πέτυχε. Ο ασθενής απεβίωσε.


Την έλεγε συχνά ο πατέρας μου αυτή τη φράση. Την έλεγε συχνά, γιατί ήταν μια φράση που χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους οι φοιτητές της ιατρικής, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να δείξουν τη διαφορά (για να μην πω χάσμα) που υπάρχει μεταξύ του τεχνικού μέρους της επιστήμης και τη σημασία της ανθρώπινης ζωής. Μια εγχείρηση λοιπόν μπορεί να είναι επιτυχημένη –από άποψη τεχνικής- αλλά να μην έχει καμία θετική έκβαση για τον ασθενή. Κάπως έτσι βλέπω και εγώ τα οικονομικά και πολιτικά μυαλά που μας κυβερνούνε, σαν γιατρούς που κατέχουν την τεχνική για να μας σώσουν, αλλά σπαταλάνε το χρόνο τους προσπαθώντας να πείσουν τους εαυτούς τους ουσιαστικά εάν η τεχνική που χρησιμοποίησαν ήταν η ενδεδειγμένη ή όχι.

Το αστείο είναι πως εκφράζονται και σαν γιατροί. «Η Ελλάδα έχει μπει στην εντατική», «Ξέρουμε ότι είναι δύσκολη η πορεία, αλλά δεν υπάρχει άλλη θεραπεία», «με βάση τα δεδομένα της κατάστασης σας, αυτό που σας προτείνουμε είναι ο μοναδικός τρόπος για να ξεπεράσετε το πρόβλημα», «κάντε κουράγιο, είμαστε εδώ για να το παλεύσουμε μαζί» και άλλα τέτοια ωραία. Και φυσικά, κανένας γιατρός δεν θα σου πει «Πάρ’ το απόφαση, είσαι στα τελευταία σου». Κανένας γιατρός δεν θέλει να είναι αυτός που θα σου πει όλες τις λεπτομέρειες της κατάστασης σου. Κανένας δεν θα πάρει επάνω του την απελπισία που πιθανώς θα σε γεμίσει μια εμπεριστατωμένη και ειλικρινής διάγνωση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι γιατροί απλά σου λένε «Πάρτε και μια δεύτερη γνώμη» και σε παραπέμπουν στον επόμενο για να βγάλει εκείνος το φίδι από την τρύπα.

Νιώθω και εγώ σαν αυτούς τους δύστυχους ασθενείς. Ακούω γνώμες παντού, το μυαλό μου έχει βραχυκυκλωθεί από την πολύ πληροφόρηση. «Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες, θα μείνω εδώ, δεν έχω που να κρυφτώ», τραγουδάνε οι Active Member. Το βάζω λοιπόν τέρμα στα ηχεία και ξεκινάω. Προσπαθώ να κάνω αυτό που δεν έκαναν ποτέ οι πολιτικοί. Προσπαθώ να αφουγκραστώ τον κόσμο γύρω μου.

Ο Κώστας είναι εργάτης χημικής βιομηχανίας εδώ και 13 χρόνια, δουλειά κουραστική και επικίνδυνη. Μισεί τη δουλειά του. Με την ανακοίνωση των νέων μέτρων άρχισε και εντός της βιομηχανίας που εργάζεται η φημολογία και τα υπονοούμενα για απολύσεις. Ο Κώστας συνεχίζει να ξυπνά κάθε πρωί (στις 5) και να σιχτιρίζει την τύχη του, μα τώρα πια, είναι αναγκασμένος να ευχαριστεί παράλληλα και το Θεό που έχει ακόμη κάτι για να σχιτιρίζει, δηλαδή τη δουλειά του.

Η Μαριλένα δουλεύει στο Δήμο με σύμβαση εδώ και 14 χρόνια. Όπου να’ ναι μονιμοποιείται. Στα χρόνια της εκεί μέσα έχει δει πολλά. Σπατάλες, γκόμενες πολιτικών προσώπων σε υψηλές θέσεις, πολιτικά παιχνίδια, ξεκατινιάσματα, πισώπλατες μαχαιριές και άλλα. Το στομάχι της έχει δεθεί κόμπο στην ιδέα ότι θα πρέπει να συνυπάρχει με όλους αυτούς μέχρι να βγει στη σύνταξη. Κάθε βράδυ με παίρνει τηλέφωνο για να μου πει πως θέλει να παραιτηθεί. Κάθε βράδυ της λέω πως οι εποχές είναι δύσκολες, να κάτσει στα αυγά της. Κάθε βράδυ με πιστεύει. Μέχρι να ξημερώσει όμως έχει αλλάξει πάλι γνώμη και με ξαναπαίρνει τηλέφωνο.

Η Ρένα είναι καθηγήτρια Αγγλικών. Δουλεύει σε φροντιστήρια που την προσλαμβάνουν το Σεπτέμβριο και την απολύουν κάθε Μάιο. Κάθε φορά τρέχει πανικόβλητη στο ΙΚΑ να δει αν οι εργοδότες της κόλλησαν όλα τα ένσημα, μια και τα λεφτά του ταμείο ανεργίας είναι το μόνο της εισόδημα τους καλοκαιρινούς μήνες. Η Ρένα έχει κουραστεί και θέλει να αφήσει την τωρινή δουλειά της, θέλει να βρει κάτι καινούργιο, πιο κοντά στο σπίτι της, μια και το μισό μισθό της τον δίνει σε βενζίνες. Μένει μόνη, πληρώνει ενοίκιο, τα έξοδα τρέχουν και με 500 ευρώ το μήνα δεν τα βγάζει πέρα. Κι όμως, όταν ακούει τους μαθητές της να λένε πως ονειρεύονται να μπουν στην αστυνομία ή στο στρατό όταν μεγαλώσουν, εξοργίζεται. Δεν την κατηγορώ. Μπορώ να καταλάβω απόλυτα γιατί τα νέα μέτρα την ικανοποίησαν. Η σιγουριά και η άνεση του δημοσίου έγινε όνειρο θερινής νυκτός και κάποιοι θα αναγκαστούν να ξεβολευτούν και να τα φέρουν δύσκολα πέρα. Η Ρένα τα φέρνει δύσκολα πέρα εδώ και μια δεκαετία. Καιρός να μπούνε κι’ άλλοι στη θέση της.

Η κυρά-Όλγα είναι κοντά στα 70. Μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια και τις στερήσεις. Έκανε μια ζωή οικονομία, μεγάλωσε 2 παιδιά, τα σπούδασε και όταν ο άντρας της βγήκε στη σύνταξη, αποφάσισε και αυτή επιτέλους να ζήσει την άνετη ζωή. Τα νέα μέτρα όμως της χάλασαν τα σχέδια, η σύνταξη του άντρα της έμεινε σχεδόν μισή. «Δεν με νοιάζει εμένα», μου είπε, «εγώ ξέρω να ζω και με λίγα, τα παιδιά μου λυπάμαι, δεν θα έχουν δουλειά και εγώ δεν θα έχω τα χρήματα να τα βοηθήσω». Μου είπε και κάτι άλλο, το οποίο με ώθησε να γράψω όλα τα παραπάνω. «Όλοι αυτοί μιλάνε για τη σωτηρία της χώρας μας», μου είπε οργισμένη και συμπλήρωσε, «ναι, η χώρα θα σωθεί, αλλά οι κάτοικοι της θα έχουν ψοφήσει μέχρι τότε». Η εγχείρηση πέτυχε λοιπόν, αν και ο ασθενής απεβίωσε.

Δεν ανήκω στους βολεμένους. Τα μέτρα δεν με αγγίζουν, είμαι παιδί του ιδιωτικού τομέα. Ένα πράγμα μόνον με τρομάζει. Οι «εκπτώσεις». Ναι, κύριοι, οι «εκπτώσεις». Με τρομάζει η ιδέα πως οι άνεργοι θα φτάσουν το 1 εκατομμύριο μέχρι τα τέλη του καλοκαιριού. Αυτό σημαίνει πως ο επόμενος εργοδότης μου θα μου πει: «Θα δουλεύεις 12 ώρες, θα πληρώνεσαι για 8. Αύξηση μην ονειρεύεσαι. Θα έχεις 5 πόστα και θα πληρώνεσαι για ένα και αν δεν σ’ αρέσει, στο καλό, ουρά περιμένουν απ’ έξω». Αυτό σημαίνει «εκπτώσεις» στη γνώση, «εκπτώσεις» στην προσωπική μας ζωή και στον ελεύθερο χρόνο μας και πάνω απ’ όλα, «εκπτώσεις» στην αξιοπρέπεια μας. Ναι, αυτό πραγματικά με τρομάζει.

2 Μαΐου 2010

I had a dream….

Ονειρεύτηκα χθες βράδυ. Στεκόμουν στη μέση του δωματίου μου και με έζωσαν εκατοντάδες ποντίκια. Έμοιαζαν με χιλιάδες άλλα ποντίκια, μα θυμάμαι καλά πως το τρίχωμα τους ήταν κάπως φουντωτό και πλούσιο, τα μάτια τους στρογγυλά, μα καθόλου απειλητικά. Στάθηκαν γύρω μου και με κοιτούσαν, δίχως να κινούνται, σιωπηλά, σαν να με επεξεργάζονταν. Έσκυψα προς το πάτωμα, για να τα κοιτάξω καλύτερα. Τα έβλεπα να τεντώνουν τους ανύπαρκτούς λαιμούς τους για να συναντήσουν το βλέμμα μου και τα λυπήθηκα. Σταύρωσα τα πόδια μου και κάθισα στο πάτωμα. Με μίας, η απόσταση μεταξύ μας μειώθηκε. Τώρα τα βλέμματα μας ήταν σχεδόν στο ίδιο ύψος.
Όσο τα κοιτούσα αμίλητη, η όψη τους άλλαζε. Μπροστά μου δεν είχα πια ποντίκια, μα ένα τσούρμο χαριτωμένα γατάκια. Άπλωσα το χέρι μου προς το μέρος τους για να τα χαϊδέψω, μα απομακρύνθηκαν όλα μαζί ταυτόχρονα. Τεντώθηκα προς τα μπροστά για να τα φτάσω. Έγειραν προς τα πίσω για να με αποφύγουν. Ακούμπησα στα τέσσερα, με τους αγκώνες μου στο πάτωμα και τις παλάμες μου ανοιχτές μπροστά μου, και άρχισα να σέρνομαι αργά προς το μέρος τους. Το κεφάλι μου τώρα ήταν ακριβώς στο ύψος των ματιών τους. Τα στρίμωξα στη γωνία του δωματίου μου. Κάποια από αυτά έσκουξαν απειλητικά, μα παίρνω όρκο πως το μόνο που άκουσα ήταν ένα χαρούμενο γουργούρισμα. Άπλωσα ξανά το χέρι μου προς το μέρος τους. Ένα από αυτά, το πιο θαρραλέο, πήδηξε στην παλάμη μου και κουλουριάστηκε αναπαυτικά πάνω στα δάχτυλα μου.
Άρχισα να το χαϊδεύω εκστασιασμένη, είχα επιτέλους βρει το κατοικίδιο μου. Το ακουμπούσα με τα δάχτυλα του άλλου μου χεριού και αυτό –παίρνω όρκο- νιαούριζε ικανοποιημένο. Οι σύντροφοί του ξεθάρρεψαν, άρχισαν να παίζουν μεταξύ τους, να απλώνονται μέσα στο δωμάτιο, να σκαρφαλώνουν στη πλάτη μου και να κάθονται αμίλητοι πάνω στους ώμους μου.

Βρήκα μια λευκή κορδέλα στο κομοδίνο μου, τεντώθηκα ξανά και την πήρα στο χέρι μου. Άρχισα να την τυλίγω γύρω από το λαιμό του. Ήθελα να το στολίσω, να του φτιάξω έναν όμορφο φιόγκο για να διαφέρει από τα άλλα, μα με κάθε κίνηση των δακτύλων μου η κορδέλα έσφιγγε όλο και πιο πολύ γύρω από το λαιμό του. Ο φιόγκος έγινε κόμπος και το ζώο άρχισε να σπαρταρά στα χέρια μου για λίγο οξυγόνο. Το κεφάλι του έγειρε στο πλάι. Πανικός. Πάσχιζα με τα νύχια μου να χαλαρώσω τον κόμπο και το μόνο που κατάφερνα είναι να τον σφίγγω παραπάνω. Τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν, όπως το σώμα του. Η πλάτη μου έσταζε κρύο, παγωμένο ιδρώτα, που έγδερνε το δέρμα μου. Το λευκό, κάτασπρο φως του πανικού με γέμισε. Η ανάσες μου λιγόστεψαν, όμοια με τις δικές του.

Πετάχτηκα απ’ το κρεβάτι ουρλιάζοντας. Η ώρα ήταν 5. Δεν ξανακοιμήθηκα. Άνοιξα τον ονειροκρίτη και βρήκα τα παρακάτω: «Αν ονειρευτείτε ποντίκια, σημαίνει οικογενειακά προβλήματα και ασταθείς φίλους. Αν δείτε πως σκοτώνατε ποντίκια, σημαίνει πως θα νικήσετε τους εχθρούς σας. Αν δείτε πως σας ξεφεύγανε, είναι σημάδι αμφίβολων αγώνων. Για τη νέα γυναίκα που θα ονειρευτεί ποντίκια, προβλέπονται άγνωστοι εχθροί που θα προσπαθήσουν να την υποτιμήσουν».

Αναρωτιέμαι: πόσο βλάκας μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί να γίνει ένα με τα ποντίκια; Πόσο ηλίθιος και τυφλός μπορεί να είναι, ώστε να τα βλέπει ως ψιψίνες; Πόσο απόλυτα αποτυχημένος, όταν αντί να χαρεί που κατάφερε να εξολοθρέψει ένα από αυτά, αυτός ξεψυχά μαζί του; Πόσο; Τι λέτε εσείς για όλα αυτά, κύριε Sigmund Freud;

1 Μαΐου 2010

Η λάμψη της μοναδικότητας


Τον γνώρισα στην Αγγλία, αν και πίστευα πως ήξερα ήδη αρκετά γι’ αυτόν μέσα από τα λόγια και τις διηγήσεις τρίτων προσώπων. Πρέπει να ήταν 19 τότε και εγώ 21. Αυτός ήταν ήδη παντρεμένος και εγώ σκορπούσα το χρόνο μου και την ενέργεια μου σε άντρες, που την έβρισκαν αφάνταστα να με ταλαιπωρούν («Αν σε είχε γνωρίσει ο Πολάνσκι θα σε είχε κάνει πρωταγωνίστρια σε όλες τις ταινίες του» μου είχε πει μια φορά η γυναίκα του πολύ εύστοχα).
Θυμάμαι σαν χθες την πρώτη φορά που τον είδα. Η εικόνα μου έχει μείνει αξέχαστη, απλά επειδή δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Είχε μακριά ανακατωμένα μαλλιά και πυκνά μούσια. Μου θύμισε κάτι αριστερούς φιλόσοφους, τις φωτογραφίες των οποίων περνούσα βιαστικά, καθώς ξεφύλλιζα τα αμέτρητα αναγνώσματα που είχα τότε για τη σχολή. Τον θυμάμαι να κάθετε αναπαυτικά στην καρέκλα του γραφείου –σε ποιο δωμάτιο ήμασταν τότε, ούτε που θυμάμαι πια- και να μιλάει. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος έχει άστρο, είχα σκεφτεί. Το μυαλό του έτρεχε με την ταχύτητα του φωτός, έμοιαζε να πετάγεται από το ένα θέμα στο άλλο, να ξαναγυρνάει στην αρχή και να βρίσκει τρόπους να συνδέσει τα πάντα μεταξύ τους. Ήταν καυστικός, μα και απολαυστικός συνάμα, ένα παιδί που δεν μπορούσες απόλυτα να παρακολουθήσεις τους συνειρμούς του, μα το ένιωθες πως είχε κάτι να πει.
Ήξερα πως ήθελε να γίνει συγγραφέας και πως μισούσε απίστευτα τη σχολή στην οποία είχε περάσει, μια σχολή που –τότε τουλάχιστον- την προσέγγιζαν (βαθμολογικά) μόνον οι αριστούχοι. Ήταν 19 ετών και είχε ήδη στο συρτάρι του δυο χειρόγραφα. Εγώ, το μόνο που είχα στο συρτάρι μου τότε ήταν τα τσιγάρα μου, τα γράμματα των φίλων μου από Ελλάδα και σκόρπιες σελίδες, γεμάτες στιχάκια και αυτοβιογραφικές μίρλες. Αυτός διάβαζε τόνους φιλοσοφίας, ερωτικής λογοτεχνίας και διηγήματα τρόμου. Εγώ το πιο σοβαρό ανάγνωσμα που είχα έως τότε ήταν Η Φάρμα των Ζώων.
Δεν μου κάνει λοιπόν εντύπωση που εγώ παρέμεινα στη Φάρμα, ενώ αυτός άνοιξε τα φτερά του, αποτίναξε ότι τον βάραινε από πάνω του και έδειξε στο κόσμο τη δύναμη του μυαλού του.
Ο Πέτρος έχει γράψει πάνω από 10 βιβλία ως τώρα, ανάμεσα τους και ένα κινηματογραφικό σενάριο ταινίας, η οποία κέρδισε το 3ο βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Είχα την τύχη και την τιμή να διαβάσω τα 2 πρώτα του βιβλία, ένα εκ των οποίων πλέον έχει εξαντληθεί. Μου τα είχε χαρίσει ο ίδιος. Στο προτελευταίο του βιβλίο, το οποίο μπορεί κανείς να βρει στα αγγλικά εδώ: http://augustecorteau.blogspot.com/  νομίζω πως τον βλέπω καθαρά μέσα από τις γραμμές. Ο ίδιος δηλώνει στις αμέτρητες συνεντεύξεις που έχει δώσει ως τώρα πως είναι σκοτεινός, απόμακρος, αντικοινωνικός. Εγώ πιστεύω πως λάμπει και πάντα έλαμπε. Έχει τη λάμψη του ανθρώπου που κατάφερε να κάνει στη ζωή αυτό που αγαπούσε και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία.

666, the number of the beast!!!

Ok, επειδή πολύς ντόρος έγινε με το προηγούμενο ποστ και έθιξα ανθρώπους και υπολήψεις, και μια και υπάρχει ελευθερία λόγου και ο καθένας μπορεί να κάνει ότι θέλει και να λέει ότι θέλει στην τελική και –κυρίως- επειδή έχω αρχίσει να ακούγομαι σαν την Λουκά –ξέρετε, άτομα του Διαβόλου! Φτού! Έξω από εδώ κτλ- λέω και εγώ λοιπόν να ασκήσω το δικαίωμά μου στην εκτόνωση, όπως κάνουμε όλοι μας.
Θα εκτονωθώ λοιπόν και σε όποιον αρέσει.
Η σημερινή μου εκτόνωση είναι αφιερωμένη εξαιρετικά στο μισάνθρωπο blogger του διπλανού portal!
Πάρε να’ χεις, αχρείε! (Οι παλιότεροι ίσως να το θυμάστε το άσμα, οι καινούργιοι, listen and learn!)

'I know, you know, everybody knows
The way it comes, the way it's gonna go
You think it's sad,
And that's too bad,
Cause I'm having
A ball hating
Every little thing about you
!'