30 Ιουνίου 2010

Ο Ήλιος καίει για μας τους straight…

Υπάρχει λόγος που δεν μιλάω. Υπάρχει καλός λόγος που σιωπώ. Δεν είναι οι πολιτικό-οικονομικές εξελίξεις που με θλίβουν, δεν είναι οι άνθρωποι που βλέπω στις πορείες να βροντοφωνάζουν μανιασμένοι για κάτι που κάποιοι υπονόμευαν λίγο-λίγο δεκαετίες τώρα μπροστά στα μάτια μας, δεν είναι καν το ζοφερό μέλλον που σκιαγραφούν για τη χώρα μας κάθε τόσο οι ειδήμονες που με κάνει να σιωπώ. Αυτό που με κάνει να σιωπώ είναι η απόλυτη σαστιμάρα που αισθάνομαι κάθε που ανοίγω την τηλεόραση. Σαστίζω, που ενώ βουλιάζουμε, η ψηφοθηρία, η γραφειοκρατία των πολιτικών κομμάτων και ο πόλεμος εντυπώσεων και δηλώσεων συνεχίζεται ακάθεκτος με νέα «καραμέλα» αυτή τη φορά. Όλοι αναγνωρίζουν το μερίδιο ευθύνης τους, μα και όλοι γνωρίζουν τον τρόπο για να μας σώσουν. Το μεγάλο παζάρι της ελπίδας και εμείς ως γνήσιοι καταναλωτές και τζογαδόροι, ψάχνουμε απελπισμένα που θα ποντάρουμε το μοναδικό μας κεφάλαιο, αυτό της εμπιστοσύνης, που πια δεν μας περισσεύει.
Και να σου μέσα στο χαμό και το θωρηκτό-κρουαζερόπλοιο, νά σου και  η εφοπλιστική οικογένεια αγκαλιά με τις μεταμεσονύχτιες βίζιτες της απόλυτης Ξανθιάς στα μουσεία. Κράτος, επιχειρήσεις, πορνεία και ιστορία, πιασμένες χέρι-χέρι σε έναν χορό άσκοπου αισθησιασμού που μας κάνει να χαμογελάμε, ενώ θα έπρεπε να κλαίμε, να σπαράζουμε στο κλάμα. Γίναμε πειραματόζωα της κάθε ξιπασμένης πλούσιας, της κάθε ξεπεσμένης ντίβας, του κάθε βαριεστημένου και μπουχτισμένου καναλάρχη. Ποντάρουν στην απελπισία μας και ως νέοι σωτήρες μας κοιμίζουν με φθηνές συνταγές. «Αυτοί είστε» μας λένε, «δεχτείτε το και διασκεδάστε το». Καλοκαιρινές εκπτώσεις, έτσι τις ονομάζω εγώ, μια και μας τραβάνε πάντα προς τα κάτω, προς τον πάτο της υπομονής και της λογικής μας.
Και οι αποκαλύψεις δεν έχουν τέλος, κάθε μέρα και μια καινούργια. Και να σου τα άρθρα στο τύπο και νά σου οι φωτογραφίες για του λόγου το αληθές. Πόση σιωπή ανεχτήκαμε; Πόση συγκάλυψη και βόλεμα σε αυτή τη χώρα; Και πόσα ακόμη αγνοούμε; Άραγε ποιανού τα συμφέροντα θα θιγούν μετά για να μπορέσουμε επιτέλους να τα μάθουμε;
Καμιά φορά παίρνω τους δρόμους, πιστεύοντας πως αν βρεθώ μέσα στο πλήθος, θα μπορέσω να σφιγομετρήσω επαρκώς το κοινό αίσθημα, θα πάρω απαντήσεις. Στη λαϊκή της γειτονιάς, οι γυναίκες ορμούν με φόρα πάνω στους πάγκους, ψάχνουν αλαφιασμένες από τον κόσμο και τη ζέστη του καλοκαιριού για το προϊόν με την καλύτερη ποιότητα και τη φθηνότερη τιμή. Είμαστε εκπαιδευμένοι στο να βρίσκουμε ποιότητα στη φθήνια. Είμαστε εκπαιδευμένοι να κρύβουμε τη φτώχεια μας, ξετρυπώνοντας τις καλύτερες προσφορές. Αυτό που δεν μάθαμε ακόμη είναι να λέμε την αλήθεια και να δεχόμαστε τις συνέπειες.
«Ποια κρίση και βλακείες, τα μαγαζιά είναι γεμάτα από κόσμο», μου λέει μια φίλη. Ναι, η φτώχεια θέλει καλοπέραση και τα άδεια βλέμματα επιζητούν κάτι αληθινό, κάτι καθημερινό για να ξαποστάσουν πάνω του και να ξορκίσουν τις τηλεοπτικές εικόνες. «Ομορφαίνεις», μου λένε οι φίλοι. Ναι, είναι που το βλέμμα και το μυαλό μου έχουν παγώσει, σαν αυτά που βλέπεις στις φωτογραφίες των περιοδικών, και μένω πια αναλλοίωτη στο χρόνο. Όταν το μυαλό σου πάψει να λειτουργεί, το δέρμα σου λάμπει, αυτή είναι η αλήθεια. Μια αλήθεια που την διδαχθήκαμε από μικρά παιδιά, βλέποντας ασταμάτητα τηλεόραση και διαβάζοντας τα lifestyle περιοδικά του κ. Κωστόπουλου.

13 Ιουνίου 2010

Καλοκαιρινή Βιβλίο-πρόταση με φαντασία

Η Μάγκι Στίφβατερ είναι Αμερικανίδα συγγραφέας βιβλίων φαντασίας. Ανακάλυψα το 3o της βιβλίο πριν μεταφραστεί στα ελληνικά και θυμάμαι ότι αφού το διάβασα (μέσα σε 2 μόνο μέρες) σκέφτηκα ότι η λογοτεχνία του φανταστικού για εφήβους βρήκε τη νέα Stephenie Meyer της.
Πολύ κοντά στα πρότυπα του πολυδιαβασμένου Twilight, αλλά και τόσο διαφορετικό. Όπως και το Twilight, έτσι και αυτό, στην καρδιά της υπόθεσης του έχει τον αδιέξοδο έρωτα 2 εφήβων, εκ των οποίων ο ένας δεν είναι απλός θνητός. Όπως και στο Twilight, και σε αυτή την ιστορία έχουμε να κάνουμε με προβληματικές οικογένειες, κινδύνους και ανυπέρβλητα εμπόδια που θα πρέπει οι πρωταγωνιστές να ξεπεράσουν για να παραμείνουν μαζί. Όπως και στο Twilight, έτσι και εδώ η γραφή είναι σε πρώτο πρόσωπο, όμως την αφήγηση δεν την μονοπωλεί μόνον ένας χαρακτήρας. Η αφήγηση γίνεται με μικρά κεφάλαια στα οποία εναλλάσσονται οι φωνές των δύο ηρώων, δίνοντας έτσι στον αναγνώστη την ευκαιρία να τους γνωρίσει καλύτερα, δίχως την αναγκαστική θεοποίηση του ενός από τον άλλον, που τόσο επίμονα λάνσαρε η Meyer στα βιβλία της. Επιπρόσθετα, αντίθετα με το Twilight, οι ήρωες αυτής της ιστορίας δεν δεσμεύονται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της συγγραφέα, και η σχέση που αναπτύσσουν είναι πολύ πιο αληθοφανής και συνεπώς πιο κοντά σε αυτές που αναπτύσσουν μεταξύ τους οι σύγχρονοι έφηβοι.
Τέλος, οι δύο έφηβοι αυτής της ιστορίας, σε αντίθεση με αυτούς του Twilight, βιώνουν όλες τις συνέπειες των καταστάσεων που έχουν στιγματίσει την έως τώρα ζωή τους. Η ανυπαρξία της οικογενειακής θαλπωρής ή η γονική απόρριψη ή και βία δεν είναι έννοιες αφηρημένες , που υπάρχουν απλώς εκεί για να εξυπηρετούν την πλοκή. Αντιθέτως, είναι προβλήματα που κυριολεκτικά στοιχειώνουν την προσωπικότητα των δύο αυτών παιδιών, όπως και κάθε εφήβου.
Πριν βιαστείτε λοιπόν να προσπεράσετε αυτό το βιβλίο, ως μια ακόμη αντιγραφή του Twilight, και αν σας αρέσει η λογοτεχνία του φανταστικού για εφήβους, καλά θα ήταν να του δώσετε μια ευκαιρία.
Για την ιστορία και μόνο αναφέρω ότι το Ρίγος έχει μεταφραστεί σε 26 γλώσσες και έχει παραμείνει για είκοσι μία εβδομάδες στα ευπώλητα των New York Times.
Επιπρόσθετα έχει κερδίσει τα παρακάτω βραβεία:
ALA 2010 Best Books for Young Adults
ALA/YALSA 2010 Quick Pick for Reluctant Readers
Publishers Weekly Best Books of 2009
Amazon’s Top Ten Books of 2009 for Teens
Border’s Original Voices Pick
Junior Library Guild Selection

Η συνέχεια του, με τίτλο Linger κυκλοφορεί στην Αμερική στις 22 Ιουλίου.

10 Ιουνίου 2010

Μαθήματα τηλεόρασης: The Edward R. Murrow's speech


 Επίκαιρος. Ουσιώδης. Ξεκάθαρος, μας υπενθυμίζει κάτι που τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια έχουν ξεχάσει: ότι υπάρχουν ηθικές υποχρεώσεις σε αυτούς που επιλέγουν, καθορίζουν και παράγουν τηλεοπτικά προγράμματα. Το πιο ισχυρό μέσο στον πλανήτη, η τηλεόραση, βιώνει τη χειρότερη ίσως παρακμή του.
Τα παρακάτω λόγια ίσως να μας θυμίσουν όσα έχουμε ξεχάσει να απαιτούμε από την ελληνική τηλεόραση του σήμερα.

 



Αφιερωμένο στους παραγωγούς ειδήσεων, μεσημεριανάδικων, και κάθε είδους reality της ελληνικής τηλεόρασης.

4 Ιουνίου 2010

Της (προσωπικής μας) συμφιλίωσης

Όταν φυσά απαλό αεράκι και το παράθυρο είναι ανοιχτό, πάντα μαγνητίζομαι από τις κουρτίνες του δωματίου μου. Μοιάζουν με επιδέξιους χορευτές, πότε πηδάνε με χάρη στον αέρα και πότε τεντώνονται, συστρέφονται και κουλουριάζονται, σαν σώματα φτιαγμένα από λάστιχο. Η πολυκατοικία έξω από το παράθυρο μου παραμένει σιωπηλή, λες και οι ένοικοι της να την έχουν εγκαταλείψει να ψήνετε μόνη στον καλοκαιρινό ήλιο και αυτοί να έχουν μετοικίσει σε άλλα μέρη, πιο δροσερά.
Θυμάμαι την απογοήτευση μου όταν χτίστηκε αυτό το τσιμεντένιο τέρας τόσο κοντά μου. Θυμάμαι που παρακολουθούσα τις εργασίες από το μπαλκόνι και η ψυχή μου μάτωνε, βλέποντας το πρόσωπο της γειτονιάς μου να αλλάζει και τη θέα του βουνού να χάνετε πίσω από τα σίδερα και το μπετόν. Την είχα μισήσει από την πρώτη κιόλας μέρα ζωής της, πριν καλά-καλά μετακομίσει κόσμος εντός της.
Η παρουσία της σήμαινε απλά το τέλος μιας εποχής, της εποχής των παιδικών μου χρόνων, όταν σκαρφάλωνα στη μάντρα του σπιτιού, που κάποτε έστεκε στη θέση της, και έκλεβα τζάνερα από τα δέντρα της αυλής που κρύβονταν από πίσω. Μόλις άρχισαν να μετακομίζουν και οι πρώτοι ένοικοι εντός της, συνειδητοποίησα πως έχασα ακόμη ένα πολύτιμο αγαθό, αυτό της ησυχίας.
Για χρόνια έστεκε βουβή η γειτονιά μου, μια και τα παιδιά που κάποτε έπαιζαν στους δρόμους της, τώρα πια ήταν μεγάλα, με δική τους δουλειά ή και δική τους οικογένεια. Απολάμβανα τόσο αυτή την ησυχία θυμάμαι, ήταν το καμάρι μου και όταν με επισκέπτονταν εδώ άτομα που έχουν ζήσει όλη τους τη ζωή στο κέντρο της πόλης, σχολίαζαν εκστασιασμένοι την ησυχία της και εγώ φούσκωνα από υπερηφάνεια για την τύχη μου.
Ναι, τότε ένιωθα τυχερή, μα τελικά όλα είναι σχετικά σε αυτή τη ζωή. Όλα είναι σχετικά, γιατί όταν ήρθε το καλοκαίρι της απόλυτης μοναξιάς, τότε μόνον κατάλαβα πόσο τυχερή είμαι που η γειτονιά μου δεν είναι πια ήσυχη. Όταν το σπίτι άδειασε από φωνές και ανθρώπους, τότε μόνον κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι να αφήνεις το παράθυρο σου ανοιχτό το βράδυ και να ακούς τους ψίθυρους, τις κουβέντες και τα γέλια των γειτόνων σου, που απολαμβάνουν τη νυχτερινή δροσιά, καθισμένοι στα μπαλκόνια τους. Τότε μόνον κατάλαβα πόσο καθησυχαστικό είναι να ξέρεις πως, καθώς η σιωπή της νύχτας απλώνεται πάνω από την πόλη, απέναντι σου υπάρχουν δεκάδες ζευγάρια μάτια που σε προστατεύουν με το βλέμμα τους και πιστεύουν πως και εσύ θα κάνεις το ίδιο γι’ αυτά, αν ποτέ χρειαστεί.

Ίσως τελικά η ησυχία να είναι υπερτιμημένη. Ίσως τελικά μαζί με την ωρίμανση, να έρχεται και η συμφιλίωση. Δεν θυμάμαι ούτε μία φορά που να βγήκα από το σπίτι μου και να μην εισέπραξα μία «καλημέρα» ή ένα ζεστό νεύμα. Δεν θυμάμαι ούτε μία φορά που να μην πέρασα πεζή έξω από την πιλοτή του τσιμεντένιου τέρατος και να μην χαμογέλασα, ακούγοντας τις τσιρίδες και τα γέλια των μικρών παιδιών, που τώρα πια παίζουν εντός της. Αυτό το δυνατό, παρατεταμένο τους γέλιο, το γεμάτο ζωή και ενθουσιασμό, είναι το σημείο αναφοράς μου, όταν θέλω να θυμηθώ για μια στιγμή την ανεμελιά των παιδικών μου χρόνων. Και αν θέλω να δω καμιά φορά το βουνό, ανεβαίνω στην ταράτσα μου. Μόνο μερικά παραπάνω σκαλιά με χωρίζουν τώρα πια από τα «θέλω» μου, θα τα σκαρφαλώσω δίχως γκρίνια και αγκομαχητά αγανάκτησης. Ναι, η γειτονιά μου άλλαξε πρόσωπο. Το ίδιο και εγώ.