25 Αυγούστου 2010

Welcome to the Jungle of the West!

Α! Καλοκαίρι! Αύγουστος! Έχουν γεμίσει τα μπλόκς και τα Free Press με ειδυλλιακά τοπία, γαλάζιες και βαθύ μπλε εικόνες, έχουν γεμίζει με την έντονη παλέτα της καλοκαιρινής φύσης. Τι ευτυχισμένες μέρες για όσους ακόμη παραθερίζουν και πόσο νοσταλγική είναι η διάθεση όσων επέστρεψαν ήδη! Όλα αυτά αφορούν βέβαια ένα κομμάτι του πληθυσμού της πολύπαθης αυτής χώρας, διότι υπάρχουν και οι άλλοι –ανάμεσα τους και εγώ- που γαντζωθήκαν στο μπετό του μπαλκονιού τους, ως άλλες γοργόνες στην πρύμη πλοίου, και σιγοψήθηκαν, σαν τα αυγά στο καυτό λάδι του πυρωμένου τηγανιού, περιμένοντας τα πρωτοβρόχια για να τους λυτρώσουν από την παρατεταμένη ανυνδρία του καλοκαιριού.
Το καλό όμως είναι πως έχουμε και εμείς –οι θεματοφύλακες του αστικού μπετόν- ιστορίες να πούμε, απλά δεν είναι τόσο ειδυλλιακές, όσο των υπολοίπων.

Η ζέστη έγινε ο καλύτερος μου φίλος αυτόν τον Αύγουστο. Με ακολουθούσε παντού, και όπως όλοι οι φίλοι, δεν με άφηνε να ολοκληρώσω τίποτα απ’ όσα ξεκινούσα. Την ξόρκισα με όλα τα τεχνητά μέσα που βρήκα στη διάθεση μου, μα με περίμενε κάθε τόσο έξω από την πόρτα μου. Την ίδια στιγμή ο μισός πλανήτης μαστίζονταν από φωτιές και παρατατεμένο καύσωνα, ενώ ο άλλος μισός από καταρρακτώδεις βροχές και πλημμύρες. Το χάος μέσα μας το κληροδοτήσαμε και γύρω μας. Εμείς οι δυτικοί τελικά θα πρέπει να αισθανόμαστε παντοδύναμοι, μια και καταφέραμε να αλλάξουμε τα χαρακτηριστικά των εποχών και να απορυθμίσουμε τον πλανητικό θερμοστάτη.

Η δουλειά ήταν ο πιο πιστός μου σύντροφος αυτό το καλοκαίρι. Όταν οι πόλεις άρχισαν να αδειάζουν η μία μετά την άλλη, τα πλήκτρα του δικού μου υπολογιστή έπιασαν φωτιά, το μυαλό μου έπρεπε να τρέξει με χίλια και το θεσμοθετημένο οχτάωρο έγινε μακρινό παρελθόν για την καθημερινότητα μου. Στον καιρό του εργασιακού φόβου και της κακοπληρωμένης ανασφάλειας δεν λες ποτέ «όχι» σε όποια δουλειά και αν σου ανατεθεί, ακόμη και αν οι όροι της είναι αντιστρόφως ανάλογοι της αμοιβής της. Άραγε πόσοι έδωσαν τη ζωή τους στη Δύση για να μας εξασφαλίσουν το 8ωρο και τον κατώτατο μισθό και πόσοι άλλοι πλούτισαν και δοξάστηκαν για να τα ροκανίσουν με τη συναίνεση μας; Ποια ομάδα άραγε υπερτερεί αριθμητικά, αν τις βάλουμε δίπλα-δίπλα; Επειδή όλοι ξέρουμε την απάντηση σε αυτό το ερώτημα, καταλαβαίνει άραγε κανείς μας πόσο στρεβλό και παράλογο είναι να εξυπηρετούμε τα «θέλω» των λίγων και να καταδυναστεύουμε αυτά των πολλών;

Τον τελευταίο καιρό όμως, τώρα που οι εκδρομείς επέστρεψαν και η θερμοκρασία έπεσε αισθητά, ο τρόμος και η απέχθεια είναι οι πιο πιστοί μου συνοδοιπόροι. Λίγες μέρες πριν, μερικούς μόνο δρόμους μακριά από το σπίτι μου, μια 90χρονή κυρία βγήκε –όπως κάθε πρωί- στην αυλή της μονοκατοικίας της για να ποτίσει τις λιγοστές της γλάστρες. Ένας άντρας –γιατί άνθρωπο δεν τον λες, όσο και αν προσπαθήσεις- την ακινητοποίησε, τη λήστεψε και την χτύπησε τόσο άσχημα, ώστε να την στείλει κατ’ ευθείαν στην εντατική. Μερικές εβδομάδες πριν από αυτό το περιστατικό, κάποιος μπήκε δυο φορές στην αυλή του δικού μου σπιτιού και πήρε ότι μπορούσε να κουβαλήσει. Τίποτα από αυτά δεν θα έπρεπε να μου κάνει εντύπωση, όχι τόσο εξαιτίας των γεμάτων με τέτοιες ειδήσεις τηλεοπτικών δελτίων που ακούω κάθε μέρα, όσο εξαιτίας των δεκάδων επαιτών που βλέπω στους δρόμους της πόλης, αλλά πλέον και της γειτονιάς μου.
Ο κοινωνικός ιστός της Ελλάδας έχει πια αλλάξει δραματικά και μόνον όσοι τη ζήσαμε πολύ πριν το ΔΝΤ ή το αλόγιστο άνοιγμα των συνόρων μπορούμε πραγματικά να καταλάβουμε πόσο. Θυμάμαι πως ως έφηβη, μετά από τα ξενύχτια στα διάφορα νυχτερινά κέντρα της πόλης, γύριζα τα ξημερώματα σπίτι μου με τα πόδια. Άραγε, τώρα που μεγάλωσα, είμαι το ίδιο θαρραλέα; Θαρραλέα δεν είμαι σίγουρα, μα δεν πολυσυμπαθώ και τον εκφοβισμό και την καταστροφολογία, γι’ αυτό και δεν θα υποκύψω σε αυτόν, ακόμη και αν με φλερτάρει.
Μπορεί να έχασα για βράδια ολόκληρα τον ύπνο μου, μα το πρόβλημα έχει αιτίες και ενόχους, και μια και οι ένοχοι δεν λογοδοτούν ποτέ, πέφτει στις πλάτες μας –για ακόμη μια φορά- η υποχρέωση να το αντιμετωπίσουμε όσο καλύτερα μπορούμε. Ψηλές, μεταλλικές πόρτες και κάγκελα σε κάθε παράθυρο, τα σπίτια μας μοιάζουν πια με οχυρά και κάθε που κάποιος μας χτυπά του κουδούνι, κρυφοκοιτάμε σιωπηλά τη μορφή του μέσα από τις τραβηγμένες κουρτίνες πριν ανοίξουμε. Κάποιες φορές μάλιστα δεν ανοίγουμε και καθόλου, προσποιούμαστε απλά πως λείπουμε, ενώ το δάκτυλο μας σχηματίζει ήδη το νούμερο της Ασφάλειας στο καντράν του τηλεφώνου. Όσοι δεν εμπιστευόμαστε δε την Αστυνομία, αναλαμβάνουμε αυτόβουλα το ρόλο της, με αεροβόλα, καραμπίνες και συχνές περιπολίες γύρω από το σπίτι μας. Ζούμε σε ένα μετά-Αποκαλυπτικό κόσμο και δεν το ξέρουμε, δεν το αντιλαμβανόμαστε απλά επειδή τα σπίτια μας δεν έχουν γίνει ακόμη ερείπια και τα δέντρα στάχτη. Μα αυτές είναι Χολιγουντιανές εικόνες καταστροφής, βασισμένες απλά στο συλλογικό υποσυνείδητο της Δύσης, η οποία επιμένει να αυταπατάται πως εάν δεν πέσει και το τελευταίο υλικό σύμβολο της κυριαρχία της, ο νόμος της ζούγκλας δεν θα επικρατήσει. Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική, ζούμε ήδη στη ζούγκλα του νέου δυτικού κόσμου, όπου οι τοίχοι του σπιτιού μας είναι η μόνη μας ασφάλεια και συνάμα η αυτοσχέδια φυλακή μας, όπου η οποιαδήποτε κοινωνικοποίηση εγκυμονεί κινδύνους και οι συνάνθρωποι μας είναι ανταγωνιστές στο στίβο της επιβίωσης- ο θάνατος σου, η ζωή μου!
Δεν χρειαζόμαστε την επιστημονική φαντασία, η αλήθεια μας είναι πιο ζοφερή και τρομαχτική. Δεν χρειαζόμαστε διαστημικά κουστούμια και όπλα με ακτίνες λέιζερ, η πανοπλία της καχυποψίας, του φόβου και των σφιγμένων μυών, κάθε που κάποιος άγνωστος μας πλησιάζει, είναι αρκετή αμφίεση στη Δύση.
Χθες βράδυ, ανάμεσα στους εφιάλτες, βρήκα τη λύση. Σήμερα έβγαλα ένα μεγάλο καλάθι σταφύλια στην αυλή και το άφησα σε εμφανές σημείο, ώστε όποιος πεινάει, δεν έχει παρά να απλώσει το χέρι του μέσα από τα κάγκελα και να πάρει όσα θέλει. Σε αυτό το μετά-Αποκαλυπτικό κόσμο του ανταγωνσιμού για επιβίωση, εγώ απαντώ με ένα καλάθι σταφύλια. Προτιμώ να μοιράζομαι, παρά να ανταγωνίζομαι.