29 Απριλίου 2010

The Psychotic Bastard Religion


Κάποτε, καθώς περιπλανιόμουνα συνάντησα έναν κύριο. Ναι, κύριο θα τον έλεγες, δίχως δεύτερη σκέψη. Ήταν λιγνός, με μαύρα μαλλιά και κοκάλινα γυαλιά, σαν αυτά που φορούν οι συγγραφείς και οι άνθρωποι του πνεύματος. Αν τον άκουγες να μιλάει κιόλας, θα πειθόσουν από τις πρώτες του κουβέντες πως έχεις να κάνεις με έναν άνθρωπο της κουλτούρας, που αγαπά την ελληνική γλώσσα. Ναι, ο κύριος αυτός ξέρει τα πάντα για την ελληνική γλώσσα και ξέρει ακόμη περισσότερα για την ελληνική και ξένη κουλτούρα. Όταν γράφει, ο λόγος του είναι δομημένος και λογικός, γεμάτος γνώση. Το πιο αξιοθαύμαστο όμως είναι ότι ο λόγος του είναι άψογος, δίχως ούτε ένα τόσο δα λαθάκι. Ξέρει όλα τα ρήματα, όλα τα ουσιαστικά, όλα τα επίθετα και όλες τις κλήσεις τους, σε όλους τους χρόνους. Ξέρει που πάει η κάθε τελεία και το κάθε κόμμα, και σαν όλους τους ανθρώπους του πνεύματος, είναι φειδωλός με τα θαυμαστικά και τα αποσιωπητικά. Ίσως επειδή λίγα πράγματα θαυμάζει αυτός ο κύριος σε αυτή τη ζωή –πέρα από τον εαυτό του- και ακόμη λιγότερα έχει να αποσιωπήσει.
Για την ακρίβεια, δεν αποσιωπεί τίποτα, αντιθέτως μάλιστά, μιλάει πολύ, σκορπάει απλόχερα τη γνώση του και νουθετεί τους γύρω. Όλοι όσοι τον συναναστρέφονται δείχνουν να τον σέβονται και να εκτιμούν τη γνώμη του, μα εγώ, κάθε που τον άκουγα να μιλάει, κάθε που διάβαζα όσα έγραφε, ένιωθα ένα περίεργο συναίσθημα. Ένιωθα μια ανατριχίλα, όχι από συγκίνηση ή δέος, αλλά από τρόμο. Έναν τρόμο αλλόκοτο, που δεν μπορούσα να χαρακτηρίσω και να ονομάσω. Σαν κάτι μέσα μου να μου έλεγε πως αυτός ο κύριος κρύβει πολύ μίσος και πολλά απωθημένα κάτω από τη φαινομενική ευπρέπεια του λόγου του. Ήταν ο τρόπος του, η εξαντλητική του εμμονή στη λεπτομέρεια που μου έφερνε στο μυαλό τις γελοιογραφίες των γραφειοκρατών, που είναι πάντα θεόρατοι, λόγω της εξουσίας τους, και πάντα σκυμμένοι πάνω από σωρούς χαρτιών και βιβλίων, σαν γνήσιοι θεματοφύλακες της λεπτομέρειας και της αποκλειστικότητας στη γνώση.
Το ένστικτό μου με σκουντούσε, μου φώναζε, κάθε που έπεφτα επάνω του και κάπως έτσι άρχισα να ψάχνω. Έπεσα πάνω στο μπλοκ του. Ήταν καλοστημένο και σοβαρό, όπως και ο ίδιος, μα και πάλι δεν πείστηκα απόλυτα για την εικόνα του. Τα μάτια μου έψαχναν κάθε γραμμή, κάθε γωνία και κάθε λεζάντα που τρεμόπαιζε στην οθόνη. Και τελικά το βρήκα. Ένα λίνκ σε ένα μπλοκ που μου έμεινε αξέχαστο. Ένα μπλοκ που όμοιο του δεν έχω ξαναδεί και με τρομάζει η ιδέα και μόνο πως υπάρχουν κι’ άλλα σαν και αυτό εκεί έξω. Ένα μπλοκ γεμάτο βωμολοχίες και κατάπτυστες απόψεις, όλες δοσμένες με έναν γιαλαντζί τσαμπουκά και καλυμμένες καλά πίσω από τη σαθρή μάσκα της σοκαριστικής πλάκας. Φθηνά κόλπα εντυπωσιασμού από έναν μισάνθρωπο blogger που, όπως δηλώνει στο προφίλ του, μισεί τη λέξη blog γιατί του θυμίζει ξερατά (σαν αυτά προφανώς που εναποθέτει ο ίδιος στη σελίδα του). Δυστυχώς, από τα ποστ του καταλαβαίνει κανείς πως δεν μισεί μόνον αυτό, αλλά και ότι κινείται και αναπνέει σε αυτή τη πλάση, ίσως και τον ίδιο του τον εαυτό, αν που και που κατεβαίνει από το πανύψηλο βάθρο που έχει στήσει για την αφεντιά του. Και δικαιολογημένα νίωθει άρχοντας,αφού έχει 350 αναγνώστες στη σελίδα του.
350 αναγνώστες. Άλλοι γελάνε, άλλοι τον συγχαίρουν (!) και άλλοι τον βρίζουν για τα πόστ του, μα ξαναγυρνάνε κάθε τόσο στη σελίδα του, σαν τις σκνίπες που αποβλακώνονται και γυρίζουν άσκοπα γύρω από τη λάμπα. 350 αναγνώστες σε απόλυτη εκτόνωση όλων των ποταπών τους ενστίκτων,  σε ένα ντελίριο φθηνής, αισχρής πλάκας, πασπαλισμένης με μια δόση «σας γράφω στ’ α*****α μου όλους». 350 αναγνώστες, αγαπητοί μου, ανάμεσα τους και ο καθώς πρέπει κύριος της ιστορίας μας, που προφανώς έχει ανάγκη κάπου, με κάποιο τρόπο να εκτονώνει τις καταπιεσμένες πλευρές της -κατά τ’ άλλα λαμπρής- προσωπικότητας του. Δυστυχώς υπάρχουν και αυτοί οι τύποι εδώ μέσα.
The psychotic bastard religion is here and it has MANY followers.

28 Απριλίου 2010

Στον καιρό του αλλόκοτου φόβου

Στον καιρό αυτό του αλλόκοτου φόβου, βαρέθηκα να ακούω κραυγές και γέλια.
Δύο ευχές μόνον για τη νέα εποχή: η πρώτη, να είναι όντως νέα.
Η δεύτερη, να αρχίσει επιτέλους η επιβολή των νόμων.
Μια αλήθεια μόνο: και οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί, φτωχότεροι.

Καληνύχτα νεοέλληνα.

26 Απριλίου 2010

Does he love me? I want to know!


Αυτό το κείμενο το χρωστούσα καιρό τώρα. Το χρωστούσα στον εαυτό μου και το χρωστούσα και σε σένα, αν και δεν θα το διαβάσεις ποτέ, δεν έχεις πια χρόνο για τέτοια.
Η πρώτη φορά που σκέφτηκα να το γράψω ήταν μετά από μια συνομιλία που είχα με έναν άντρα κατά πολύ μικρότερο μου. Μου είχε πει δυο κουβέντες όλες κι’ όλες, μα μου έμειναν και οι δύο στο μυαλό και για μέρες στριφογύριζαν μέσα μου σαν πιασάρικα στιχάκια ποπ τραγουδιού.
 Η πρώτη του κουβέντα ήταν πως δεν θα άφηνε ποτέ μια γυναίκα να του κάνει κουμάντο. Με αυτό φυσικά εννοούσε πως δεν θα έβαζε καμιά γυναίκα πάνω απ’ το εγώ του. Η δεύτερη –αντιφατική ως προς την πρώτη- ήταν πως όσοι έχουν ερωτευτεί σε αυτή τη ζωή είναι πολύ τυχεροί. Δεν μου κάνει εντύπωση η αντίφαση, στο μυαλό ενός εφήβου τα πάντα είναι μπερδεμένα, γι’ αυτό άλλωστε συχνά, αν και νιώθουν άτρωτοι και δυνατοί, το καράβι του «εγώ» τους βρίσκεται κάθε τρεις και λίγο τσακισμένο στα βράχια. Αυτό που με προβλημάτισε πιο πολύ ήταν ο αδιόρατος φόβος που διέκρινα στα λόγια του, ένας φόβος που καταφέρνει επιτυχώς να πνίξει μια άκρως φυσιολογική ανάγκη μας, αυτή του έρωτα.
Δυστυχώς, τα λόγια του επιβεβαιώνονται στην πράξη, σαν δυσοίωνη προφητεία από την οποία δεν υπάρχει σωτηρία. Κάθε που σεργιανάω στα μπαράκια της πόλης μου, οι κουβέντες του πετάγονται στο μυαλό μου. Παρέες γυναικών από τη μία, παρέες αντρών από την άλλη και στη μέση η ειρηνευτική δύναμη, τα ζευγαράκια. Κοιτιούνται όλοι τους ανέκφραστοι, επιφυλακτικοί. Κανείς δεν κάνει το πρώτο βήμα, κανείς δεν πιάνει την κουβέντα στον άλλον και ας πετάνε σπίθες τα μάτια τους, καθώς κοιτιούνται. Και αν κάποιος (ο Θεός να μας φυλάει!) τολμήσει το αδιανόητο και πλησιάσει μια κοπέλα, αυτή από την αμηχανία της του γυρνά την πλάτη. Δύσκολες εποχές για έρωτες. Πάνε οι εποχές που κερνούσαμε σφινάκια και πιάναμε την κουβέντα μεταξύ μας, το μπαρ γινόταν μια μεγάλη παρέα και ανταλλάσαμε φιλιά στο τέλος της νύχτας με άτομα που μπορεί να μην ξαναβλέπαμε ποτέ. Σήμερα, οι απόμαχοι εκείνης της εποχής καταφεύγουν στα προξενεία (ο φίλος του φίλου μου ξέρει μια κοπέλα που έχει μια φίλη ελεύθερη κτλ) και όπου δεν φωλιάζει το συμφέρον, βρίσκει πρόσφορο έδαφος ο φόβος.
Φόβος λοιπόν, φόβος μην και κάποιος μπει στη ζωή μας, απαιτήσει το χρόνο και την προσοχή μας, διεκδικήσει την ηρεμία του μυαλού μας και μας κάνει να αισθανθούμε πως πλέον δεν ορίζουμε τη μοίρα μας όπως πρώτα. Φόβος μην και κάποια στιγμή χάσουμε αυτό που μάθαμε να αγαπούμε ή αγαπήσαμε με την πρώτη ματιά. Δεν μπορώ να πω πως συμπάσχω μαζί σας, δεν φοβήθηκα ποτέ τον έρωτα. Για μένα πάντα ήταν το ιδανικό, το πιο υψηλό και σημαντικό συναίσθημα στη ζωή. Ψέματα, δεν ήταν πάντα, ήταν όταν δεν τον είχα γνωρίσει ακόμη.
Από μικρή διάβαζα ποιήματα, στιχάκια και χίλιες δύο ιστορίες που εξυμνούσαν το φτερωτό θεό και γέμιζαν τα μάτια μου καρδούλες. Τόσο μεγάλη ήταν η εμμονή μου που ο πατέρας μου αναγκάστηκε μια μέρα να μου χαρίσει ένα ιατρικό σύγγραμμα (ψυχιατρικό για την ακρίβεια), από εκείνα τα παμπάλαια, που το χαρτί θυμίζει γυαλόχαρτο και οι σελίδες είναι ενωμένες ακόμη μεταξύ τους, όπου ο επιστήμονας εξηγούσε με κάθε λεπτομέρεια το πώς και το γιατί οι ερωτευμένοι μπορούν άνετα να θεωρηθούν ως ασθενείς με ψυχικές διαταραχές. Σοκαρίστηκα να πω την αλήθεια μου, μα δεν πτοήθηκα. Βλέπεις τη ζωή δεν την μαθαίνεις μέσα από τα βιβλία, πρέπει να φας τα «χαστούκια» της για να συνέλθεις. Και εγώ έφαγα πολλά χαστούκια, τόσα μάλιστα που κάποιες από τις ιστορίες μου αποτελούν ακόμη κλασικό παράδειγμα προς αποφυγήν για όσους τις γνωρίζουν. Σε αυτή την περίπτωση όμως, το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο και ας διαφωνείτε όσο θέλετε μαζί μου.
«Πώς να τον αλλάξω;» με ρωτάνε συχνά φίλες. «Τι λες να κάνω σε αυτή την περίπτωση;». «Σιγά μην τον πάρω εγώ τηλέφωνο, να με πάρει αυτός». «Κάτσε, κάτσε, θα δεις τι έχει να πάθει, περίμενε, θα τον κάνω εγώ να σέρνεται». Μερικές μόνο από τις φράσεις που έχω ακούσει κατά καιρούς από φίλες. Οι γυναίκες λοιπόν είναι άλλη φάρα. Καταπολεμούν το φόβο τους για τους άντρες που ερωτεύονται καταστρώνοντας σχέδια, λες και πάνε στον πόλεμο. Κάπως έτσι πρέπει να βγήκε και η φράση «ο πόλεμος των δύο φύλων». Όποιος καταστρώνει σχέδια όμως, μάλλον δεν έχει καταλάβει πως ο έρωτας έχει ως τελικό προορισμό τη συνύπαρξη και τη συντροφικότητα και όχι την κατάκτηση και την υποδούλωση. Καλά τα σχέδια κορίτσια, αλλά δεν πάμε να πάρουμε πίσω την Πόλη και δυστυχώς, δεν υπάρχει μόνον ένας τύπος άντρα εκεί έξω, για να πιάνουν οι πατέντες συμπεριφοράς που ξεπατικώνουμε από το Cosmopolitan. Αν είναι ο έρωτας για να ανθίσει να χρειάζεται σχέδιο δράσης, τότε μάλλον διεκδικούμε λάθος άντρα. Και με το «λάθος» δεν εννοώ λάθος γενικώς, εννοώ λάθος για εμάς!
Σαν serial monogamer λοιπόν, έχω να συνεισφέρω τα εξής στο θέμα και ας μην τα ακούσει κανένας. The best laid plans of mice and men often go awry είπε ο Robert Burns και κάτι ήξερε παραπάνω. Μην βασίζεστε λοιπόν σε σχέδια και στρατηγικές. Ο έρωτας είναι όπως ένα λουλούδι μέσα σε μια γλάστρα. Το βλέπεις στη βιτρίνα, σου τραβάει την προσοχή, μαγνητίζει το βλέμμα σου και αν η τσέπη σου το σηκώνει και το θέλει και η τύχη σου, το αγοράζεις και το παίρνεις σπίτι σου. Από τη στιγμή που το αγοράζεις, πρέπει να συνειδητοποιήσεις πως μόλις έκανες μια επένδυση και όπως όλες οι επενδύσεις, εμπεριέχεται εντός της η έννοια του ρίσκου. Μπορεί να μην έχεις ιδέα από κηπουρική και να το κοιτάς σαν χαμένη, μα ξέρεις ήδη ενστικτωδώς πως χρειάζεται νερό και ήλιο για να μην μαραθεί. Αυτό σημαίνει πως χρειάζεται την προσοχή σου και τη φροντίδα σου σε καθημερινή βάση. Όσο λοιπόν του αφιερώνεις το χρόνο σου, τόσο αυτό θα μεγαλώνει. Όσο το προσέχεις και το παρατηρείς, όσο προσπαθείς να καταλάβεις τι ακριβώς χρειάζεται, τόσο πιο εύκολα και γρήγορα θα προλαμβάνεις το κακό. Αν τελικά κάνεις τα πάντα σωστά και το λουλούδι μαραθεί, τότε απλά δέξου το και ξαναβγές μια βόλτα στην αγορά. Τώρα ξέρεις ήδη πολύ περισσότερα από κηπουρική και ίσως με τον καιρό να μάθεις και να αναγνωρίζεις με την πρώτη ματιά τα δυνατά από τα αδύναμα λουλούδια.
Και για να επανέλθω στο θέμα μου και συγκεκριμένα στο τίτλο αυτού του ποστ, το ερώτημα παραμένει: does he love me? How will I know? Η απάντηση που μπορώ να δώσω είναι μία και νομίζω πως είναι χρήσιμη και για τα δύο φύλα: το άτομο που -αν και με μεγάλη δυσκολία- σκύβει το κεφάλι και ζητά συγνώμη, αποδέχεται την τρέλα και την ευαισθησία που κουβαλάς στο κεφάλι σου ως δεδομένο και στέκεται δίπλα σου –ακόμη και με τα μούτρα ως το πάτωμα- σε κάθε νέα σου προσπάθεια, είναι αυτό που αξίζει να έχεις δίπλα σου.


25 Απριλίου 2010

Μια βόλτα στον μαγικό κόσμο του βιβλίου…

Έφτασα κουρασμένη και καταϊδρωμένη στη Θεσσαλονίκη, η οποία χθες αποφάσισε για πρώτη φορά να μου δείξει το κακό της πρόσωπο. Η ατμόσφαιρά της ήταν αποπνικτική, λες και οι βαριές ανάσες των κατοίκων της έβγαιναν συμπαγείς από τα πνευμόνια τους και έφτιαχναν ένα γκρίζο σύννεφο, που έστεκε ακίνητο πάνω από την πόλη. Μπορεί πάλι να μην έφταιγαν αυτοί και να ήταν όλα στη δική μου φαντασία, πάντως ο καιρός είχε κάτι από την αλλοφροσύνη της εποχής που διανύουμε. Δεν έκανε ούτε κρύο, μα ούτε και ζέστη. Ο ήλιος ξεμυτούσε όποτε ήθελε και καμιά φορά δεν προλάβαινε να κρυφτεί πίσω από τα σύννεφα για να αφήσει τη θέση του στη βροχή. Χαρακτηρίστε με όπως νομίζετε, αλλά εγώ πάντα αυτή τη συνύπαρξη ήλιου και βροχής τη θεωρούσα σημάδι παράνοιας.
Βγήκα από το σταθμό και μέχρι να μπω στο πρώτο αστικό λεωφορείο που βρήκα μπροστά μου, είχα βγάλει και είχα ξαναβάλει τη ζακέτα και τα γυαλιά ηλίου που φορούσα τουλάχιστον πέντε φορές. Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι αφάνταστα για κάτι που κανένας δεν μπορεί να ορίσει ή να διορθώσει. Είχα κοινώς αρχίσει να γίνομαι το ίδιο παρανοϊκή με τον καιρό. Η παράνοια μου έγινε μεγαλύτερη, καθώς το λεωφορείο πήρε το δρόμο για την Έκθεση της Θεσσαλονίκης, τον τελικό μου προορισμό.

Οι ρόδες του λεωφορείου χοροπηδούσαν άτσαλα πάνω στο οδόστρωμα, το οποίο έμοιαζε να αγκομαχά κάτω από το βάρος της κίνησης που επικρατούσε στους δρόμους. Στα αριστερά μου έβλεπα χιλιάδες πρόσωπα στα πεζοδρόμια να πηγαινοέρχονται, κάνοντας τη καθιερωμένη Σαββατιάτικη βόλτα τους στην αγορά της πόλης. Στα δεξιά μου…μια ατελείωτη σειρά από μεγάλα κομμάτια τσίγκου, ένα τεράστιο εργοτάξιο που κόβει εδώ και μήνες την κυριότερη αρτηρία της πόλης στα δυο. Αισθάνθηκα εγκλωβισμένη.
Ευτυχώς το ξεπέρασα, μόλις μπήκα στις εγκαταστάσεις της Έκθεσης. Ανυπομονούσα να δω τους τίτλους των βιβλίων, να αγγίξω το απαλό, γυαλιστερό χαρτί των εξώφυλλων, να διαβάσω τις σημειώσεις στα οπισθόφυλλα τους. Έπεσα με τα μούτρα στο πρώτο stand που βρήκα μπροστά μου. Μεταφράσεις, μεταφράσεις και ακόμη περισσότερες μεταφράσεις. «Πολλές μεταφράσεις βρε παιδιά», σιγομουρμούρισα αλλά ο υπάλληλος που στέκονταν μπροστά μου με άκουσε και σήκωσε απλά τους ώμους του, σε μια προσπάθεια να απολογηθεί. Παρά τη δυσαρέσκεια μου (τι στο καλό, αν μη τι άλλο η Ελλάδα είναι ΓΕΜΑΤΗ συγγραφείς) ο συγκεκριμένος εκδοτικός οίκος με εντυπωσίασε. Ήταν ο μοναδικός που έδινε σε όποιον επισκέπτονταν το stand του μια σακούλα γεμάτη ενημερωτικό υλικό για τις εκδόσεις του. Δεν ξέρω πολλά από εκδοτικούς οίκους, αλλά αν κρίνω από την ποιότητα και την ποσότητα του ενημερωτικού υλικού που μου έδωσαν, μάλλον τελικά οι μεταφράσεις αποδίδουν καρπούς.
Πολλούς ελληνικούς τίτλους βρήκα στο stand του οίκου που φιλοξενεί τα βιβλία της best seller writer Λένας Μαντά. Στα εξώφυλλά των βιβλίων της διάβαζα τα νούμερα με ανοιχτό το στόμα: 88η χιλιάδα, 22η χιλιάδα κτλ. Δεν ήξερα ότι υπάρχουν τέτοια νούμερα στην Ελληνική λογοτεχνία. Μπήκα στο πειρασμό να αγοράσω ένα, μόνο και μόνο για να δω από πρώτο χέρι τι είναι αυτό που προτιμά το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, αλλά αντιστάθηκα. Θα σας πω τι πιστεύω. Από τα εξώφυλλα και μόνο των βιβλίων της είναι ξεκάθαρο πως οι ιστορίες της απευθύνονται κυρίως σε γυναίκες. Από τις υποθέσεις που υπάρχουν στα οπισθόφυλλα διαφαίνεται πως τα θέματα που αναπτύσσει εντός τους αφορούν (πιστεύω) τους πάντες. Αγάπες, αποφάσεις ζωής, η μοίρα και μια δόση μυστηρίου. Είναι προφανές πως οι άνθρωποι του εν λόγω οίκου έχουν πιάσει το νόημα. Η μεγάλη αγοραστική δύναμη στο χώρο του βιβλίου είναι οι γυναίκες. Δεν θεωρώ τυχαίο το γεγονός ότι γύρω από τα βιβλία της κας Μαντά υπήρχαν άλλοι 20 τίτλοι βιβλίων γραμμένοι από γυναίκες συγγραφείς –στο ίδιο σχεδόν μοτίβο με την Μαντά- αρκετές από τις οποίες μάλιστα παρευρισκόταν και στο stand του οίκου στην έκθεση.
Χαμογέλασα και προχώρησα παρακάτω.

Έπεσα πάνω σε έναν εκδοτικό οίκο που μάλλον έχει στραμμένο το βλέμμα του στο εξωτερικό πιο πολύ απ’ τους υπόλοιπούς. Στο stand του φιγούραραν «πρώτη μούρη» τα ξαδέρφια του Twilight, όλα μεταφράσεις, φυσικά. Δεν λέω τίποτα παραπάνω. Μερικά πράγματα είναι απλά αυτονόητα. Λέω απλά πως αν κάπου μέσα στο σωρό υπήρξαν και κάποιοι τίτλοι Ελλήνων συγγραφέων του φανταστικού, δεν ήταν σίγουρα στη «βιτρίνα», ώστε να τραβήξουν τα βλέμματα.


Το μεγαλύτερο και πιο άρτια οργανωμένο stand ήταν ίσως αυτό των εκδόσεων Λιβάνη. Μου έκανε καλή εντύπωση το γεγονός ότι, αν και κάπως προς το βάθος του, υπήρχαν αρκετοί τίτλοι Ελλήνων και ξένων συγγραφέων μυστηρίου, φαντασίας (με την ευρύτερη έννοια) και τρόμου. Η μεγαλύτερη απογοήτευση ήταν ίσως το stand των εκδόσεων Καστανιώτη. Ήταν ένα κυκλικό stand, από τα πιο μικρά και φτωχά σε ολόκληρη την έκθεση. Ο ταλαίπωρος υπάλληλος όμως που το επάνδρωνε με έκανε να αισθανθώ μια ανεξήγητη συμπάθεια προς το πρόσωπο του, ίσως επειδή τον λυπήθηκα που ήταν αναγκασμένος να στέκεται εκεί μέσα, με το ένα του μάτι κλειστό και μελανιασμένο. Μπήκα στο πειρασμό να τον ρωτήσω τι του συνέβη, αλλά ευτυχώς συγκρατήθηκα.

Απ’ όσα έμαθα στη συνέχεια, η συγκεκριμένη έκθεση απευθύνεται κυρίως σε βιβλιοπώλες και όχι τόσο σε αναγνώστες. Ίσως αυτό αποτελεί μια καλή εξήγηση ως προς το γιατί η έκθεση είχε τόσο λίγο κόσμο εκείνη τη μέρα και η πλειονότητα των επισκεπτών κοιτούσε τους τίτλους βιαστικά και συγκεντρώνονταν στην πορεία στα διάφορα καφέ της έκθεσης. Δεν ξέρω κατά πόσο είναι ενδεικτικά τα όσα αναφέρω παραπάνω για να μας δώσουν μια εικόνα της σημερινής κατάστασης στα εκδοτικά δρώμενα της χώρας μας, αλλά σίγουρα είναι χρήσιμα για να καταλάβουμε το πως και το γιατί κάποιοι τίτλοι βιβλίων (αντί κάποιων άλλων) καταλήγουν τελικά στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων της γειτονιάς μας.

18 Απριλίου 2010

Το πάθος του ανήκειν δεν το έζησα ποτέ


‘Everyday is like Sunday, everyday is silent and grey’. Θυμάμαι ακόμη την κοπέλα στη τάξη μου που είχε την παραπάνω φράση χαραγμένη στο θρανίο της. Ήταν ένα ξανθό, μικροκαμωμένο πλάσμα, όμορφο σαν αγγελούδι και όπως όλα τα αγγελούδια, ήταν πάντα το «μήλο της Έριδος» για κάθε μορφής δαίμονα. Θυμάμαι πως, καθώς άγγιζα με το δάκτυλο μου τα χαραγμένα γράμματα στο θρανίο της, αναρωτιόμουν πως είναι δυνατό ένα τέτοιο πλάσμα, τόσο περιζήτητο, να αισθάνεται τόσο θλιμμένο. Δεν την κατάλαβα πότε, η ομορφιά της με τρόμαζε και πάντα την απέφευγα. Οι μέρες της ήταν γεμάτες φιλοφρονήσεις και προσκλήσεις, τα βράδια της γεμάτα ποτά και ξέφρενους χορούς κι’ όμως, κάτι την έκανε να θλίβεται. Κανείς δεν περίμενε να την δει να συνεχίζει παραπέρα, όλοι περίμεναν πως θα βρει κάποιον να παντρευτεί μόλις τελειώσει το σχολείο. Όταν πέρασε -με την πρώτη- τρίτη σε σειρά κατάταξης στη σχολή παιδαγωγικών στη Θεσσαλονίκη, όλοι έμειναν άφωνοι. Εγώ απλά χαμογέλασα. Επιτέλους κατάλαβα το λόγο της θλίψης της.
Είμαστε όλοι ηθοποιοί στο σανίδι του μικρόκοσμου μας. Η συμμαθήτρια μου έπαιζε ένα ρόλο που δεν διάλεξε, της δόθηκε απλά επειδή ο σκηνοθέτης την έπλασε όπως την ονειρεύονταν. Κανένας μας δεν μπόρεσε να δει πέρα από την όμορφη μάσκα του προσώπου της, κανείς δεν μπόρεσε να την σπάσει. Όταν την ξαναείδα, μετά τις πανελλαδικές εξετάσεις, της χαμογέλασα πονηρά και της ψιθύρισα «Συγχαρητήρια». Με κοίταξε λίγο ανήσυχη, μα χαρούμενη. «Ναι, άντε να δούμε πως θα πάει», μου είπε χαμηλόφωνα. Δεν κατάλαβα τότε τι μπορεί να ήταν αυτό που την φόβιζε, μα σύντομα έμαθα. Κάποια χρόνια μετά την συνάντησα στη Θεσσαλονίκη. Έδειχνε κουρασμένη και μπουχτισμένη. «Είναι από τα ξενύχτια», μου είπε σχεδόν συνωμοτικά η κοινή μας φίλη, «χρωστάει ένα κάρο μαθήματα στη σχολή», συμπλήρωσε και το ύφος της γέμισε με μια κρυφή ικανοποίηση που με τρόμαξε. Λυπήθηκα διπλά. Λυπήθηκα για την παλιά μου συμμαθήτρια, που δεν κατάφερε να ξεφύγει από το ρόλο που της έδωσαν κάποιοι με το στανιό, όταν ήταν ακόμη στην πρώτη της εφηβεία. Λυπήθηκα όμως και με τη φίλη μου, καθώς το κρυφό χαμόγελο ικανοποίησης για την αποτυχία των γύρω που είδα εκείνη τη μέρα στο πρόσωπο της, ήταν η αρχή του τέλους της πολυετούς φιλίας μας.
Αυτό ήταν και το πρώτο καλό μάθημα που έλαβα για τους ανθρώπους που είχα επιλέξει να έχω γύρω μου. Θα μπορούσα να πω κι’ αλλά, αλλά μισώ τα ημερολόγια. Μισώ το ξεγύμνωμα της ψυχής δημοσίως. Προτιμώ την ανασκαφή, το παιχνίδι του κρυφτού, και ας είμαι εγώ πάντα το άτομο με την πιο άθλια κρυψώνα, αυτή που πάντα βγαίνει πρώτη απ’ το παιχνίδι.
Έπαψα όμως να κρύβομαι και πολύ, γιατί με τα χρόνια ανακάλυψα ότι τελικά δεν έχει καμία σημασία ποια μάσκα διαλέγεις να φορέσεις σε αυτή την παράσταση, ο κόσμος πάντα θα προσκολλά διάφορα νοήματα στην ερμηνεία σου, ανάλογα με τα δικά του «θέλω» ή «πιστεύω».
«Είσαι απόμακρη και κοιτάς τους πάντες αφ’ υψηλού», μου είπε κάποτε ένας συνάδελφος, μόνο και μόνο επειδή δεν ήμουν ποτέ το πρότυπο της γυναίκας-γατούλας που χαριεντίζεται ασκόπως που θα επιθυμούσε να δει.
«Είσαι τόσο συμπαθητικό κορίτσι, θα πρέπει κάτι να κάνεις σύντομα για να διαιωνιστεί το είδος», μου είπε γελώντας μια φίλη, που είναι ήδη έγκυος στο δεύτερο παιδί της. Αν την έχω ακούσει αυτή την ατάκα, και όμως, κάθε φορά με αφήνει άφωνη. Τρέχω σε αρραβώνες, γάμους και βαφτίσια φίλων εδώ και χρόνια. Εγώ τους βλέπω ως ολοκληρωμένες και ξεχωριστές οντότητες, αλλά αυτοί επιμένουν να βλέπουν τον εαυτό τους ως το «άλλο μισό» κάποιου ή «το όλο» του παιδιού τους. Υποθέτουν πως λαχταράω να νιώσω το ίδιο. Εγώ λέω απλά: assumption is the mother of all fuck-ups.
Χθες δέχτηκα το απρόσμενο τηλεφώνημα μιας φίλης που είχα –εσκεμμένα- να της μιλήσω πάνω από ένα χρόνο. Ζει με το σύζυγο της και τα δυο παιδιά της στο πιο απομακρυσμένο σημείο της χώρας. Πάντα την θεωρούσα λαμπρό μυαλό, μα διάλεξε την μητρότητα, αντί του ταλέντου της. Λυπήθηκα τότε πολύ, αλλά δεν της το έδειξα ποτέ. Είχα πει θα σεβαστώ την επιλογή της και το έκανα, μέχρι τη στιγμή που οι δικές μου επιλογές άρχισαν να την ενοχλούν, ακριβώς επειδή πήγαιναν κόντρα στις δικές της. Δεν αναγνώρισα αρχικά τη φωνή της. Τα πρώτα λόγια που άκουσα ήταν ειρωνικά και χλευαστικά, καλυμμένα όμως πίσω από τον απενοχοποιητικό μανδύα της «πλάκας». Το τηλεφώνημα κράτησε 40 λεπτά. Δεν μπορούσε να σταματήσει να μιλάει, λες και ήταν για μήνες υποχρεωμένη να σιωπά και τα λόγια είχαν σωρευτεί στο λαιμό της και την έκαιγαν. Παράτησα ότι έκανα και προσπαθούσα –σαν ηλίθια- να την κάνω να γελάσει. Έκλεισα το τηλέφωνο και έμεινα να κοιτάω το κενό.
Τελικά, δεν κρύβομαι καθόλου καλά. Τελικά υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω –άνθρωποι που έχω ξεγράψει από τη μνήμη μου- που ξέρουν πως ότι και να γίνει, ότι και να πω, όσο και να χαθώ, είμαι το πρώτο άτομο που θα τους ακούσει υπομονετικά, θα τους καθησυχάσει και θα προσπαθήσει να τους κάνει να γελάσουν.





17 Απριλίου 2010

I’m no heroine...

you think I wouldn't have him
unless I could have him by the balls?
you think I just dish it out
you don't think I take it at all?
you think I am stronger
you think I walk taller than the rest?
you think I’m usually wearing the pants
just 'cause I rarely wear a dress?

well...

when you look at me
you see my purpose,
see my pride
you think I just saddle up my anger
and ride and ride and ride?
you think I stand so firm
you think I sit so high on my trusty steed?
let me tell you
I’m usually face down on the ground
when there's a stampede

I’m no heroine
at least, not last time I checked
I’m too easy to roll over
I’m too easy to wreck
I just write about
what I should have done
I just sing
what I wish I could say
and hope somewhere
some woman hears my music
and it helps her through her day

'cause some guy designed
these shoes I use to walk around
some big man's business turns a profit
every time I lay my money down
some guy designed the room I’m standing in
another built it with his own tools
who says I like right angles?
these are not my laws
these are not my rules

I’m no heroine
I still answer to the other half of the race
I don't fool myself
like I fool you
I don't have the power
we just don't run this place

Lyrics by: Ani DiFranco

13 Απριλίου 2010

This could have been anyone's story.....


Η Βάλια προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια της, μα τα ένιωθε πρησμένα και υγρά. Έκανε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι που ήταν ξαπλωμένη, μα το κορμί της δεν υπάκουε τις εντολές που του έδινε. Τα πόδια της έκαιγαν, λες και κάποιος έχυνε πάνω τους καυτό νερό. Αναρωτήθηκε σιωπηλά αν θα έπρεπε να ανησυχήσει, μα η μνήμη της την βοήθησε, προβάλλοντας με απίστευτη ταχύτητα δεκάδες εικόνες από το προηγούμενο βράδυ. Δεν της πήρε πολύ ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει τι της συνέβαινε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που την είχε πάρει ο ύπνος με το κορμί της να πονά και τα δάκρυα να πλημμυρίζουν ακόμη τα μάτια της. Η ιστορία επαναλαμβάνονταν σχεδόν κάθε βράδυ από τη μέρα που παντρεύτηκε.

Τη θυμόταν ακόμη εκείνη τη μέρα με κάθε λεπτομέρεια. Η ζέστη ήταν αφόρητη, Αύγουστος μήνας, μα αυτή άστραφτε φορώντας το ολόλευκο, στράπλες νυφικό της και τα ολόφρεσκα, ροζ τριαντάφυλλα στα μαύρα της μαλλιά. Το αψεγάδιαστο πρόσωπο της έκανε τον κόσμο που την περίμενε ανυπόμονος στα σκαλιά της εκκλησίας να σιωπήσει για μερικά δευτερόλεπτα, κοιτάζοντας την όλο θαυμασμό. Θυμόταν ακόμη το ανήσυχο βλέμμα του πατέρα της και του αδερφού της, καθώς την βοηθούσαν να βγει από το στολισμένο με λουλούδια αυτοκίνητο και ν’ ανέβει τα σκαλιά. Η σιωπή και τα γεμάτα αμηχανία χαμόγελα τους, κάθε που τα φλας των φωτογραφικών μηχανών άστραφταν, την έκανε να θέλει να βάλει τα κλάματα, να τους ζητήσει συγνώμη. Κανείς τους δεν ήθελε αυτό το γάμο, μα όλοι υποχώρησαν στις πιέσεις της, όταν ανακάλυψε πως είχε μείνει έγκυος.

Τα νέα του μωρού τους είχαν αφήσει όλους άφωνους, ακόμη και την ίδια. Όλοι τους περίμεναν να αφήσει πίσω τη σχέση της με το Δημήτρη και να εγγραφεί στη σχολή που χρόνια τώρα έλεγε πως θέλει να παρακολουθήσει. Το ίδιο ακριβώς πίστευε και η ίδια πως θα έκανε, μα ο ερχομός του παιδιού άλλαξε τα πάντα μέσα της. Οι ισορροπίες χάθηκαν και το συναίσθημα κάλυψε τη λογική, τα όνειρα και τις φιλοδοξίες της. Όσο και να το αναμάσησε μέσα στο μυαλό της, δεν μπορούσε να πάρει την απόφαση να δολοφονήσει το παιδί της. Οι γονείς της την είχαν μεγαλώσει αλλιώς, της είχαν μάθει από μικρή να σέβεται τη ζωή σε κάθε της μορφή. Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι που της έμαθαν όλα αυτά, ήταν αυτοί, που όταν τους ανακοίνωσε την απόφαση της να κρατήσει το παιδί, την κοιτούσαν αμίλητοι, τα πρόσωπα τους γεμάτα ανησυχία και απογοήτευση.

Η δική της έκφραση θα ήταν γεμάτη τρόμο, αν είχε τη δύναμη εκείνη τη στιγμή να μοιραστεί μαζί τους τις σκέψεις της. Μόλις τα πρώτα προβλήματα μεταξύ της ίδιας και του Δημήτρη έκαναν την εμφάνιση τους, η Βάλια προσπάθησε με κάθε τρόπο να κρατήσει την προσωπική της ζωή κρυφή από τους γονείς της. Τα ψέματα που ήταν αναγκασμένη να τους λέει την πονούσαν και την κούραζαν, μα δεν μπορούσε να σκεφτεί άλλο τρόπο να τους προστατεύσει από τις επιλογές της. Στο μπερδεμένο της μυαλό, έβλεπε τον εαυτό της σαν έναν μεγάλο και δυνατό κυματοθραύστη. Οι γονείς της ήταν η στεριά της και τα λόγια και οι πράξεις του άντρα που αγάπησε ήταν τα κύματα που έσκαγαν με φόρα πάνω της, μα, ευτυχώς, δεν έφταναν ποτέ στη στεριά για να την καταστρέψουν.
Κανείς τους δεν το γνώριζε, μα ο Δημήτρης την είχε χαστουκίσει με περίσσια δύναμη, όταν του είχε ανακοινώσει την εγκυμοσύνη της. Δεν ήταν το χαστούκι που την πόνεσε τόσο, όσο τα βαριά του λόγια για την ίδια και την οικογένεια της. Πάντα σχολίαζε με τον χειρότερο τρόπο τους οικείους της, λες και του χρωστούσαν κάποια χάρη για κάποιο ευεργέτημα που τους έχει κάνει, το οποίο αρνούνταν οι ίδιοι να αναγνωρίσουν. Τα θυμωμένα μάτια του, οι φλέβες του λαιμού του, που διαγράφονταν πεντακάθαρα λόγω της οργής που διαστρέβλωνε τη φωνή του, το βαρύ του χέρι πάνω στο πρόσωπο της, όλα αυτά δεν την τρόμαζαν πια. Αυτό που την έκανε να κουλουριάζεται στο πάτωμα και να κλαίει σιωπηλά με τα μάτια κλειστά ήταν τα λόγια του. Αυτά τα λόγια που, σαν γίνουν προτάσεις, μοιάζουν με φονικά όπλα.

Η Βάλια δεν γνώριζε πως οι λέξεις είχαν τέτοια καταστροφική δύναμη, μέχρι που γνώρισε τον Δημήτρη. Τον γλυκομίλητο, ευυπόληπτο και πάντα χαμογελαστό Δημήτρη. Ούτε και η ίδια δεν είχε φανταστεί τι έκρυβε κάτω από τη μάσκα του γλυκού του χαμόγελου. Κάποτε τα δυο του χέρια ήταν η αρχή και το τέλος της σκέψης της. Τα μάτια του, ο τρόπος που την κοίταζε, όλο θαυμασμό και ανάγκη, ήταν το καταφύγιο της απ’ όλους και όλα. Αυτά τα ίδια μάτια ήταν τώρα ο κρυφός της εφιάλτης. Αυτά τα ίδια χέρια κατέληγαν συχνά, όταν έχανε τελείως τον έλεγχο της αρρωστημένης του οργής, να σφίγγουν το λαιμό της, να της κλέβουν τον αέρα. Μα ήταν τα λόγια του που άφηναν τις χειρότερες μελανιές μέσα της. Οι βρισιές, οι απειλές, οι κατηγόριες, τα πικρόχολα σχόλια, που πάντα έβρισκαν με απίστευτη ακρίβεια το στόχο τους. Αυτά ήταν που την έκαναν κάθε βράδυ να κλαίει κουλουριασμένη στο πάτωμα και όχι η κλωτσιές που δεχόταν, καθώς προσπαθούσε να συρθεί πάνω του και να βρει καταφύγιο κάτω απ’ το τραπέζι της κουζίνας.

Οι πληγές που δεν φαίνονται είναι οι χειρότερες, μα το να μένουν έτσι, αόρατες στους γύρω, βόλευε τους πάντες. Ακόμη και την ίδια την Βάλια. Μετά το βεβιασμένο γάμο της, ο φόβος της μήπως και αμαυρωθεί η εικόνα του αγαπημένου ζευγαριού που ήθελε να προβάλει προς τα έξω ο άντρας της, επισκίαζε αυτόν που αισθανόταν για τον ίδιο τον Δημήτρη. Όταν λοιπόν η βαριά πόρτα του διαμερίσματος που μοιραζόταν έκλεινε, κανείς δεν γνώριζε το μαρτύριό της. Έτσι τουλάχιστον πίστευε η ίδια, αν και κάποιος πρέπει να είχε ακούσει τόσο καιρό τις φωνές της, τα κλάματα, τους ήχους που άφηνε το κορμί της, καθώς έπεφτε πάνω στα έπιπλα και το ξύλινο πάτωμα, από τις σπρωξιές και τις κλωτσιές που δεχόταν. Ποιος όμως θα μπορούσε να την σώσει; Το τρίπατο οίκημα στο οποίο έμενε, φιλοξενούσε μόνον τους συγγενείς του άντρα της και κανείς τους δεν τολμούσε να επέμβει σε όσα άκουγε. Οι ίδιοι ισχυριζόταν πως ο άντρας της τους είχε απαγορεύσει οποιαδήποτε παρέμβαση στα οικογενειακά του. Αυτή όμως γνώριζε πως δεν ήταν οι δικές του ρητές εντολές που κρατούσαν την οικογένεια του έξω από τα «του οίκου» του. Η αλήθεια ήταν πως οι δικοί του ενδόμυχα επικροτούσαν τις φωνές και τους ξυλοδαρμούς, ως τρόπο επίλυσης των διαφορών μεταξύ των ζευγαριών. Πως αλλιώς θα μπορούσε να εξηγήσει τη σιωπή τους;
Η Βάλια προσπάθησε, για ακόμη μια φορά, να ανοίξει τα μάτια της. Ένα δυνατό φως εισέβαλε μέσα τους και την έκανε να μορφάσει γεμάτη δυσαρέσκεια. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα της, δίνοντας χρόνο στην όραση της να προσαρμοστεί. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσει πως δεν κοιτούσε κατάματα τον ήλιο, αλλά κάποια στρογγυλή και εκτυφλωτικά λαμπερή λάμπα, που κρέμονταν μερικά εκατοστά πάνω απ’ το κεφάλι της. Δυο σκοτεινές φιγούρες έσκυψαν από πάνω της, μετριάζοντας έτσι το φως που έλουζε το πρόσωπο της και την τύφλωνε. Ανοιγόκλεισε ξανά τα βλέφαρα της για να μπορέσει να διακρίνει τα πρόσωπα τους. Τα στόματα τους ήταν καλυμμένα με λευκές ιατρικές μάσκες. Τα μαλλιά τους ήταν προσεκτικά τακτοποιημένα μέσα στα πράσινα ιατρικά σκουφιά που κάλυπταν το κεφάλι τους. Η Βάλια μπορούσε να δει μόνο τα μάτια τους, μα και αυτά δεν μπορούσε να τα διακρίνει ξεκάθαρα.

«Που βρίσκομαι;», ψέλλισε και η φωνή της δεν έβγαλε ήχο.
«Κώστα, θα την αναλάβεις εσύ; Έχω κανονίσει χειρουργείο σε 2 ώρες και τα μάτια μου κλείνουν ήδη από τη νύστα», είπε ο ένας από τους δύο, γυρίζοντας της την πλάτη και περπατώντας αργά προς το μεταλλικό πάγκο που βρισκόταν στην άκρη του δωματίου.
«Και αυτό εγώ; Γαμώ την τύχη μου απόψε!», του απάντησε ο άλλος και της γύρισε και αυτός την πλάτη του γεμάτος εκνευρισμό.

Η Βάλια ανασήκωσε ελαφρώς το κεφάλι της και κοίταξε γύρω της. Το βλέμμα της περιπλανήθηκε στο χώρο. Δεν είχε καμιά αμφιβολία πλέον για το πού βρισκόταν, μα δεν μπορούσε να θυμηθεί με τίποτα πως βρέθηκε εκεί, ξαπλωμένη στο εξεταστικό κρεβάτι ενός νοσοκομείου. Έκανε να ανακαθίσει και ένιωσε το κεφάλι της να γέρνει προς τα εμπρός, βαρύ σαν πέτρα. Έσφιξε τα δόντια της και τράβηξε όλους τους μυς του σβέρκου της για να το επαναφέρει. Το κατάφερε, μα η απότομη κίνηση την έκανε να ζαλιστεί στιγμιαία. Τα πάντα μαύρισαν και πάλι και έπειτα η ματιά της γέμισε χιλιάδες χρωματιστούς κύκλους. Έκλεισε τα μάτια της και ανάπνευσε βαθειά, περιμένοντας υπομονετικά να συνέλθει.

Στο μυαλό της πετάχτηκε η εικόνα του γιορτινού τραπεζιού της πεθεράς της. Όλοι οι συγγενείς του άντρα της ήταν εκεί όταν τους ανακοίνωσε πως τον επόμενο Σεπτέμβριο ξεκινά μαθήματα στη σχολή που πάντα ήθελε να παρακολουθήσει. Το βλέμμα του Δημήτρη άστραψε. Τα στόματα των συγγενών του έμειναν ερμητικά κλειστά. Ούτε ένας δεν της ευχήθηκε καλή αρχή, μόνον με την άκρη του ματιού τους κοιτούσαν το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο του Δημήτρη. Όταν η πόρτα του διαμερίσματος έκλεισε πίσω τους, το μόνο που θυμάται είναι να της αρπάζει την 9μηνών κόρη τους απ’ τα χέρια και να την πετά στον καναπέ. Το κλάμα της πλημμύρισε ξανά τ’ αυτιά της και η Βάλια πετάχτηκε σαν ελατήριο από το εξεταστικό κρεβάτι.
«Πρέπει να φύγω! Η Ανθούλα μου….Πρέπει να φύγω!», φώναξε σαστισμένη. Ο άντρας που ήταν μαζί της στο δωμάτιο δεν φάνηκε να την ακούει. Έμεινε με την πλάτη του γυρισμένη να ψαχουλεύει το κουτί με τα εξεταστικά γάντια.
Η Βάλια εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία, έκανε ένα σάλτο και βρέθηκε στο πάτωμα. Ήταν ξιπόλητη. Έσκυψε για να βρει τα παπούτσια της και κοίταξε τα πόδια της. Ήταν γεμάτα μελανά σημάδια και πληγές που έτρεχαν φρέσκο αίμα. Σκούπισε βιαστικά όσο αίμα μπορούσε με την νοσοκομειακή ρόμπα που φορούσε και άρχισε να περπατά με γρήγορο βήμα προς την έξοδο.
Όταν άνοιξε την πόρτα ένας μακρύς, ολόλευκος διάδρομος απλώθηκε μπροστά της. Τα φωτιστικά φθορίου που τον διέτρεχαν έκαναν τους τοίχους και το πάτωμα να λαμπιρίζουν, όπως όταν ο ήλιος χτυπά πάνω στο χιόνι. Έβαλε το χέρι της προστατευτικά πάνω από τα μάτια της και περίμενε. Όταν τα μάτια της έπαψαν να τσούζουν, κοίταξε στο βάθος του διαδρόμου και χαμογέλασε ανακουφισμένη. Ήταν όλοι εκεί και την περίμεναν, οι γονείς της, ο Δημήτρης, η μητέρα του και η μικρή Ανθούλα, η οποία έδειχνε ανήσυχη στην αγκαλιά του πατέρα της.
Η Βάλια άρχισε να περπατά βιαστικά προς το μέρος τους. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στο γερασμένο πρόσωπο του πατέρα της. Ένα δάκρυ είχε στάξει από την άκρη του ματιού του και κυλούσε αργά πάνω στο σκαμμένο απ’ το θαλασσινό αέρα μάγουλό του. Δεύτερο ακολούθησε και έπειτα ένα τρίτο. Τα δάκρυα συγκεντρώνονταν τώρα με μεγαλύτερη ταχύτητα στην άκρη του σαγονιού του, έσταζαν, έφτιαχναν διάφανες λιμνούλες στο πάτωμα. Η Βάλια σταμάτησε και έμεινε να τον κοιτάει. Το μυαλό της πήγε πίσω στο χρόνο, τότε που μικρό κορίτσι, περίμενε στην άκρη του δρόμου την επιστροφή του από την δουλειά. Θυμήθηκε το παλιό κόκκινο αμάξι του, καθώς έστριβε μέσα στο χωματόδρομο που οδηγούσε στην αυλόπορτα του σπιτιού τους στο χωριό. Θυμήθηκε το χαρούμενο γέλιο της, καθώς έτρεχε κατά πάνω του να τον αγκαλιάσει. Θυμήθηκε το πρόσωπο του, που ήταν γεμάτο κρυφή χαρά, και τα μάτια του, που ήταν πάντα υγρά.
«Θα σε σκοτώσω! Γιατί την Βάλια μου βρε! Την Βάλια μου!». Η φωνή της μητέρας της έκανε την αναπνοή της να σταματήσει. Κάθε λέξη και μια κραυγή οργής, μια κραυγή θρήνου και απελπισίας. Έσπαγαν οι συλλαβές, γέμιζαν με πόνο και λυγμούς. Τα μάτια της Βάλιας ήταν τώρα ορθάνοιχτα, γεμάτα τρόμο. Η μητέρα της άπλωσε τα χέρια της να αρπάξει τον Δημήτρη, που πισωπάτησε χλωμός, μα ανέκφραστος. Η πεθερά της τον τράβηξε από το μπράτσο και μπήκε ανάμεσα τους. Η κορούλα της, η Ανθούλα της, είχε σχεδόν πολτοποιηθεί ανάμεσα στα τρία σώματα και τσίριζε απεγνωσμένα.
Η Βάλια άρχισε τώρα να τρέχει, μήπως και προλάβει να την σώσει απ’ την οργή και την απροσεξία των μεγαλύτερων, που ήταν εκεί για να την προσέχουν. Πάσχιζε να την φτάσει, μα τα πόδια της κινούνταν απελπιστικά αργά, λες και έτρεχε μέσα σε νερό. Η αναπνοή της έβγαινε τώρα ακανόνιστη, καθώς τα πόδια της κινούνταν όλο και πιο αργά. Η αγωνία της κορυφωνόταν με κάθε νέα της προσπάθεια. Περίμενε πως οι κτύποι της καρδιάς της θα την είχαν ήδη ξεκουφάνει, μα δεν άκουγε τίποτα. Μια ανατριχιαστική ησυχία γέμιζε τ’ αυτιά της. Σήκωσε το χέρι της και σκούπισε βιαστικά το μάγουλό της, που ώρα τώρα το ένιωθε υγρό. Η παλάμη της γέμισε αίματα. Την κοίταξε τρομοκρατημένη και τα πόδια της κόλλησαν στο πάτωμα. Το κόκκινο, πηχτό υγρό έσταζε αργά από τα δάχτυλα της στο λευκό πάτωμα, μα δεν άφηνε λεκέδες. Η Βάλια ακολούθησε με το βλέμμα της την καθοδική του πορεία. Το πάτωμα είχε μετατραπεί σε μια άσπρη, αδιαφανή λίμνη. Το λευκό υγρό κάλυπτε τώρα τα γόνατα της. Σήκωσε τα μάτια της προς το βάθος του διαδρόμου. Ο πατέρας της γύρισε το κεφάλι του αργά προς το μέρος της, μα πριν προλάβει να δει για μια τελευταία φορά τα υγρά, κόκκινα από το κλάμα μάτια του, το πάτωμα την κατάπιε. Το τελευταίο πράγμα που άκουσε ήταν το σπαραχτικό κλάμα της κόρης της.
Η Βάλια έφυγε από τη ζωή στα 23 της. Οι ιατροδικαστές αποδίδουν το θάνατό της σε παθολογικά αίτια. Οι γονείς της μιλούν για δολοφονία. Κανένα δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί ακόμη για το ποιος από τους δυο έχει δίκιο.

9 Απριλίου 2010

Σκάσε και κολύμπα! (στον ωκεανό του ψέματος και της απιστίας)


Πριν  κάποιους μήνες διάβασα το χειρόγραφο μιας νουβέλας που μου εμπιστεύτηκε  μια ιντερνετική φίλη. Η ιστορία αφορούσε σε μια άψογη, αμόλυντη και πανέμορφη κοπέλα, η οποία, ακολουθώντας τις προτροπές-πιέσεις των γονιών της, αρραβωνιάστηκε με έναν οικονομικά ευκατάστατο νεαρό, τον οποίο και παντρεύτηκε τελικά με το ζόρι, παρά το γεγονός ότι στο ενδιάμεσο γνώρισε τον έρωτα της ζωής της. Η τέχνη μιμείται τη ζωή λοιπόν, μια και η νουβέλα ήταν καθαρά αυτοβιογραφική, παρά τις όποιες απέλπιδες προσπάθειες της συγγραφέως να το αποσιωπήσει. Αν και η συχνότητα με την οποία το θέμα της απιστίας παρουσιάζετε ως πηγή έμπνευσης για τις (νέες και μη) γυναίκες συγγραφείς με προβληματίζει (πήξαμε στα ερωτικά τρίγωνα βρε αδερφέ!), παρόλα αυτά, έχω την αίσθηση πως ένα άλλο, πολύ πιο σημαντικό και μεγάλο, μειονέκτημα χαρακτηρίζει αυτού του είδους τα λογοτεχνικά κείμενα.
Ξεκαθαρίζω τη θέση μου. Δεν έχω τίποτα εναντίον της απιστίας, μα ούτε και εναντίον των αυτοβιογραφικών κειμένων. Η αλήθεια είναι πως όλοι δανειζόμαστε στοιχεία, αισθήματα, καταστάσεις και περιστατικά από τη ζωή μας για να διανθίσουμε τη γραφή μας. Το πρόβλημα ξεκινά από τι στιγμή που μια σχετικά άπειρη συγγραφέας αποφασίζει να γράψει την αυτοβιογραφία της. Ο αναγνώστης καταλήγει να διαβάζει διακόσιες και σελίδες γεμάτες μονόπλευρους χαρακτήρες, ακατανόητες συμπεριφορές και σκέψεις, πόνο, ντροπή, δάκρυα, ιδρώτα, ενοχές και ατελείωτους όρκους αγάπης, δίχως ίχνος αυτοκριτικής! Το πρόβλημα λοιπόν που παρουσιάζεται, όταν επιχειρούμε (δίχως να έχουμε το θάρρος ή την αναγκαία πείρα) να βάλουμε στο χαρτί τις προσωπικές μας ιστορίες αγάπης και απιστίας, έχει όνομα. Και το όνομα αυτού: έλλειψη αντικειμενικότητας.
Δεν θα βρείτε πολλά βιβλία η χειρόγραφα με θέμα την απιστία, στα οποία η ηρωίδα σιχτιρίζει τον εαυτό της για τις επιλογές της, ειδικά εάν προέρχονται από νέες και άπειρες ακόμη συγγραφείς. Όχι, όλα είναι αγγελικά πλασμένα στον ωκεανό του ψέματος και της απιστίας! Όχι, η απιστία μας δεν είναι ποτέ δικό μας λάθος, δεν είναι ποτέ δική μας επιλογή, δεν είναι ποτέ το αποτέλεσμα των δικών μας κινήσεων! Δεν υπάρχει καιρός για αυτοκριτική, διότι, όπως διαπιστώνω από τη μικρή έρευνα που έχω κάνει, η απιστία πουλάει, και πουλάει πολύ. Πουλάει πολύ, γιατί είναι μία ακόμη από τις καθημερινές μας συνήθειες.
Θέλω λοιπόν και εγώ να γίνω εμπορική, θέλω να πουλήσω! Σας παραθέτω το μετα-εφηβικό μου κείμενο για την απιστία, με την ελπίδα να αποκτήσω περισσότερους αναγνώστες!  Ορίστε η παράνοια ενός άγουρου μυαλού, στη προσπάθεια του να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, μετά από πολύ ποτό και διάφορες ακατονόμαστες πράξεις.

Αφιερωμένο στην Αργυρώ, που έχει τα αρ*****α να λέει την αλήθεια.

«Μια χούφτα χώμα το σώμα μου. Γλιστράω μέσα από τα χέρια σου, χύνομαι με φόρα προς όλες τις κατευθύνσεις, λερώνω με την σκόνη μου χέρια και στόματα. Χώμα το σώμα μου, πότε λάμπει στο φως του ήλιου και πότε χάνεται στο σκοτάδι της νύχτας, μέσα στο πλήθος των ανεπαίσθητων αγγιγμάτων. Τρέμω και αναπνέω στο σκοτάδι της νύχτας, σβήνω και σπινθηρίζω καθώς αγγίζω τη γη, καθώς η νύχτα σταματά και γεννά νέα μουρμουρητά μέσα μου. Νέα μηνύματα, πιο πολύχρωμα, πιο βαθιά και πιο φρέσκα με βγάζουν από την ασφάλεια της λήθης μου. Ροδίζει, κοκκινίζει, ανάβει φωτιές το χώμα, το σώμα. Φιλώ τη γη, την αγκαλιάζω, κλαίω στη γλυκά της οσμής και της αφής της. Και εσύ...μαζεύεις μανιασμένος το χώμα, το κρατάς καλά σφαλισμένο στις χούφτες σου και μουρμουρίζεις σιγανά όρκους αγάπης και αφοσίωσης. Και τρέμεις τον άνεμο που θα φυσήξει, μη και το σκορπίσει.
Μα σκορπίζω λίγο-λίγο την σκόνη μου με κάθε απαλό αεράκι που φυσά πάνω στα χέρια σου. Λερώνω ότι αγγίζω και γεμίζω πολύχρωμα μηνύματα τους τοίχους του μυαλού μου. Ξεγλιστράω μέσα από τα δάχτυλα σου γιατί κάποιος μου είπε πως έτσι είναι η ζωή. Κάποιος μου είπε ότι το σώμα είναι χώμα, είναι νερό και αέρας, ανάβει φωτιές και φουρτουνιάζει θάλασσες κάθε που πας να το δαμάσεις. Κάθε που καταφέρνεις να το κλείσεις σε μια χούφτα και να το αγαπήσεις. Έτσι μου είπε κάποιος και ο φόβος μέσα μου άνοιξε διάπλατα το στόμα του και κατάπιε τα λόγια, σαν να ήταν μαγικά χάπια. Σαν ανέλπιστη θεραπεία του μυαλού είναι τα λόγια. Σαν την μοναδική θεραπεία του μυαλού που νοσεί. Και ο πόνος της προδοσίας έγινε ηδονή, έγινε το μικρό, μα και τεράστιο μυστικό μου. Και όλα τα σώματα έγιναν χώμα μπροστά στα μάτια μου, έγιναν σκόνη στον άνεμο της αλλαγής και λέρωσαν τα στόματα και τα χέρια όλης της ανθρωπότητας.
Το ξέρω...θα πω πάλι ψέματα, με το δικό μου μοναδικό τρόπο. Τρέχει η νύχτα, γελά υπνωτισμένη, ξαποσταίνει στα ζεστά φώτα της πόλης, των αυτοκινήτων. Ξαποσταίνει πάνω στα δύο σου χέρια, καθώς αγγίζουν ξένα κορμιά, σώματα ζεστά και υγρά από την έξαψη του φεγγαριού. Και εγώ κρυώνω σε κάθε νέο άγγιγμα, στις εικόνες, στη θύμηση των χεριών σου. Και η νύχτα γελά υστερικά μέσα στα αυτιά μου και ύστερα πέφτει νυσταγμένη στον ώμο μου. Με χλευάζει μέσα από τον βαθύ της ύπνο-στο όνειρο της φυσά καπνό μέσα στα μάτια μου, σχεδόν ερωτικά, σχεδόν ειρωνικά. Είμαι η καλύτερη ερωμένη της. Την κρατώ στα δύο μου χέρια μέχρι να την σβήσει ο πρώτος ήλιος. Και αυτή, γέρνει στον ώμο μου, με δαγκώνει απαλά για να γευτεί λίγο από το αίμα μου. Αιμορραγώ, αργοπεθαίνω στην γλύκα του φιλιού της. Σβήνω και εγώ κάθε πρωί και ξανανάβω-σβήνω και ανάβω τσιγάρα, φτύνω ελπίδες και όνειρα κάθε πρωί. Ξύνω με την άκρη των νυχιών μου λίγο-λίγο το δέρμα μου και σφίγγω τις πληγές, στραγγίζω το αίμα. Μα δεν βγαίνει από μέσα μου το δηλητήριο-ρέει ποτάμια μέσα μου το αθάνατο υγρό, σιγοτρώει την ψυχή μου. Τρεμοπαίζει η ματιά μου στο πρώτο φως της μέρας....Θεέ μου, πόσα λάθη να μετρήσω και απόψε; Πόσες θάλασσες να κλάψω για να εξατμιστεί το ‘τώρα’ και το ‘χθες’; Τι να δώσω για να πάρω έστω και κάτι πίσω;
Και όμως...γελά υστερικά πάνω στον ώμο μου γερμένη η νύχτα. Γελά με τη ματιά μου που γεμίζει αργά πανικό στο πρώτο φως της μέρας. Και ορκίζομαι, ορκίζομαι πως και τώρα, αυτή τη στιγμή, μπορώ να πάρω πίσω τα λόγια, τις εικόνες. Μπορώ ακόμη να δώσω, να χαρίσω αν θέλεις την ψυχή μου. Μπορώ να βρω τρόπους να σκοτώσω και να αναστήσω τα πάντα.»

Υ.Γ. Η νουβέλα της φίλης ψάχνει εκδοτικό οίκο. Σύντομα ίσως να την απολαύσουμε στα ράφια των βιβλιοπωλείων!

7 Απριλίου 2010

A requiem.........

Η ζωή μου... Κομμάτια στο βάθος του δρόμου. Αναπνέω με δυσκολία και όλα τα φώτα της νύχτας με τυφλώνουν καθώς ακροβατώ στην άκρη της λάμψης τους. Τρέχει το ταξί προς χιλιοειδωμένες κατευθύνσεις. Τίποτα δεν σβήνει τις εικόνες του επερχόμενου κακού από τα μάτια μου μπροστά. Μια παρέλαση όλων των αισθημάτων και αισθήσεων η νύχτα. Η ψυχή μου παίζει κρυφτό με τα χρώματα και τα σχήματα του κουρασμένου μου μυαλού, του δρόμου, των σκοτεινών πινακίδων. Κάθε στροφή με βγάζει από τον λήθαργο του πανικού, για να ξαναπέσω μέσα του μόλις πιάσουμε την ευθεία. Κι όλα στην ζωή μου ξεδιπλώνονται σε μια ευθεία. Διαβάζω μηχανικά τις σειρές από τα γράμματα που κοσμούν τις πινακίδες. Προσπαθώ απεγνωσμένα να κρατηθώ πάνω σε άγνωστες, σχεδόν αδιάφορες εκφράσεις για να απαλύνω τον φόβο μου, τις εικόνες στο μυαλό μου.
Φτάνω στα ίδια σημεία που με κράτησαν και με νανούρισαν τόσο καιρό. Το υγρό τοπίο παίρνει χρώμα. Παίρνει μια γλυκιά χροιά από γέλια και αγκαλιές και φιλιά. Λόγια, ελπίδες και ανάγκες ειπωμένες σε όλες τις γλώσσες και ξαναειπωμένες σε άλλες, πιο ξένες. Μια τεράστια γιορτή η ζωή μου, με τραβά από όσα ήξερα. Τώρα πια ξέρω, δεν υπάρχει αρκετά ζεστό λιμάνι να αράξει η καρδιά του ανθρώπου. Όλα τα λιμάνια έχουν την ίδια ζεστασιά, αν αγαπάς την ζωή και τα πρόσωπα γύρω σου.
Άνοιξε η καρδιά μου σαν λουλούδι στα λόγια σου. Σαν πιστός οπαδός ακολούθησα τα βήματα σου, προσπάθησα να σε αγγίξω σε κάθε ευκαιρία και εσύ καθησύχαζες συνεχώς την ανησυχία μου λέγοντας μου πως ζούμε σε ένα όνειρο μέχρι να έρθει η ζωή που αφήσαμε πίσω να μας ξυπνήσει. Και γελούσες, και έκλαιγες για το τέλος που έφτανε, και εγώ σε κοιτούσα σαν χαμένη και προσευχόμουν κρυφά τα βράδια όταν με κοιτούσες στα μάτια, να μην μπορέσω ποτέ να ξεχάσω. Με έτρωγε ο φόβος μήπως και ξεχάσω όσα έμαθα δίπλα σου. Και δεν θα μάθεις ποτέ πόσα μου έμαθες, πόσο φώτισες τη ζωή μου και όλος ο κόσμος δεν χωρά πια την χαρά και το γέλιο μου. Δεν μπόρεσα να σου δείξω αρκετά πόσο όμορφα ένιωθα στο πρωινό μου ξύπνημα ξέροντας πως θα σε βρω εκεί, θα σε δω σαν την πρώτη μου εικόνα. Και τα βράδια γέμιζαν γέλια και κουβέντες πιο αληθινές και από αυτές που έλεγα στον εαυτό μου όταν έκανα σιωπηλά σκέψεις. Και κάθε που σε κοιτούσα ένιωθα την ανάγκη να χαμογελάσω, αν και συχνά δεν είχα λόγους να κάνω κάτι τέτοιο. Και εσύ μου έλεγες: "Παίξε το παιχνίδι, γιατί όλα αυτά τώρα είναι ένα όνειρο, ένα όνειρο που θα τελειώσει όταν ξυπνήσεις πάλι πίσω στην παλιά σου ζωή..."
Και ξύπνησα... Θυμάμαι καλά το όνειρο, όσες μέρες και αν έχουν περάσει, θυμάμαι το βουβό μου κλάμα, τα δάκρυα που δεν μπόρεσα ούτε στιγμή να κρατήσω μέσα στα μάτια μου, θυμάμαι όλα τα αντίο που χρειάστηκε να πω και τα κομμάτια των αναμνήσεων που έπρεπε να αποχωριστώ κάθε που θα έλεγα τη λέξη αντίο. Μα είπα και έζησα τόσα λίγα και το όνειρο έγινε εφιάλτης κάθε πρωί που ξυπνώ στα σεντόνια της νέας μου ζωής. Και έχω αντιστρέψει τους όρους στο μυαλό μου. Λέω πως αυτό εδώ τώρα πια είναι το όνειρο και όχι το προηγούμενο. Όλα όσα έζησα πριν είναι η ζωή μου, αυτά που θα κουβαλώ πάντα μέσα μου, γιατί τα κέρδισα και τα αξίζω -και τα καλά και τα άσχημα- αυτά είναι η ζωή μου και το τώρα είναι ένα κακό όνειρο, ένας εφιάλτης.
Τα τραγούδια μας με τραβούν από το χέρι και με πάνε πάλι πίσω σε όσα έζησα δίπλα σου, και έτσι πότε γελώ χορτασμένη και πότε κλαίω φοβισμένη για όσα δεν θα ξαναζήσω ποτέ πια στην ζωή μου, όλα αυτά τα πρόσωπα, όλες αυτές οι λέξεις και οι αγκαλιές -το φως του μυαλού μου-. Και αυτό το όνειρο που εσύ μου έλεγες πως είναι ζωή, γίνετε η ζωή των γύρω, μα εγώ δεν έχω δύναμη να το ζήσω μαζί τους, και ας με θεωρούν κομμάτι της. Δεν μπορεί να είναι αυτή η ζωή μου, σκέφτομαι, με το ζόρι γελώ και κλαίω, με το ζόρι μιλώ, με το ζόρι σκέφτομαι. Δεν υπάρχει μια ρανίδα αίμα μέσα μου να τρέξει στις φλέβες μου και να ξεδιψάσω. Δεν έχω ούτε λίγη συμπάθεια για ότι προσπαθεί για μένα την ίδια, δίνω όλο και πιο λίγα, όλο και πιο λίγα... Και αν μπορούσα θα σου έλεγα τώρα πόσο μου λείπει ο τρόπος σου, το παθιασμένο για την ζωή τέμπο σου, η τόσο καλά μεθοδευμένη σου απλότητα και ικανότητα να αγγίζεις την διάθεση μου και να με κάνεις να νιώθω πιο δυνατή, πιο ζωντανή, πιο άτρομη. Και κάποιο πρωί, χωμένη στην ζωή που άφησα πίσω κατάλαβα πως ακόμη δεν κατάφερα να σου πω αντίο. Ακόμα περιμένω το πρωί για να σε δω. Ακόμη ξυπνώ νομίζοντας πως θα είσαι η πρώτη μου εικόνα, το πρώτο μου καλημέρα. Ακόμη προσπαθώ να βρω το κουράγιο να σου πω αντίο. Και έτσι περνά ο καιρός και όλα μοιάζουν με κακό όνειρο -και τα παλιά και τα καινούργια.
Με χτυπά ο ήλιος του καλοκαιριού. Σαν ολόχρυσο πιάτο στέκει πάνω από το κεφάλι μου και φωτίζει την ματιά μου. Μέσα στην επίγεια χαρά πασχίζω να ανασάνω και κάθε μου ανάσα γράφει το χαμόγελο σου και το βουβό σου κλάμα, την ανάγκη σου να σταθείς κοντά μου και την θέληση σου να φύγεις. Κάθε μου χαμόγελο, στο χαρίζω. Είναι ο καρπός των μαθημάτων και της αγάπης σου.

1 Απριλίου 2010

Δημοσιογραφία πολλών ταχυτήτων….Η άλλη πλευρά του νομίσματος.



«Είμαι σαν την Τζούλια! Και η δικιά μου δουλειά κρέμεται στα περίπτερα κάθε μέρα, αλλά δεν πρόκειται ποτέ να αποκτήσω την αμοιβή της, όσο και να δουλέψω». Αυτό μου είπε γελώντας πρόσφατα μια καλή φίλη , που τα τελευταία 7 χρόνια δουλεύει ως δημοσιογράφος σε επαρχιακή εφημερίδα. Η ατάκα της με έκανε να σκεφτώ ξανά πόσες πολλές όψεις τελικά έχει η κάθε ιστορία. Μας χωρίζουν μόνο μερικά χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα, κι’ όμως, οι δημοσιογράφοι της επαρχίας δεν θα γευτούν ποτέ τα κρυφά οφέλη του επαγγέλματος που διάλεξαν να υπηρετήσουν. Οι πιο πολλοί απ’ αυτούς δεν θα χτίσουν ποτέ τα πολυτελή σπίτια που συχνά πυκνά βλέπουμε να έχουν οι διάφοροι τηλεοπτικοί αστέρες της πρωτεύουσας. Για την ακρίβεια, οι πιο πολλοί από αυτούς θα ζήσουν με τα χίλια ζόρια και θα είναι χρεωμένοι σε τράπεζες μέχρι τα βαθειά γεράματά τους. Οι πιο έξυπνοι και ευέλικτοι θα τα παρατήσουν με την πρώτη ευκαιρία. Οι ιδεολόγοι θα παραμείνουν, θα το παλέψουν, θα κάνουν τους συμβιβασμούς τους και θα επιβιώσουν, ίσως μάλιστα να καταξιωθούν κάποτε.
Το ξέρω ότι δεν λέω κάτι καινούργιο. Δουλειές «πολλών ταχυτήτων» υπάρχουν παντού, σε κάθε σχεδόν εργασιακό τομέα στην Ελλάδα, μα πρόσφατα έπεσα πάλι μπροστά σε μια επιστολή που είχα γράψει κάποια χρόνια πριν σε έναν εκδότη, ως απάντηση σε μία έντονη συζήτηση που είχαμε κατ’ ιδίαν, όταν τον προσέγγισα με την ελπίδα να εργαστώ στο περιοδικό του. Η επιστολή που ακολουθεί πιστεύω ότι συνοψίζει αρκετά εύστοχα τα «κακώς κείμενα» του επαγγέλματος και τα εμπόδια που πρέπει να υπερπηδήσει κάποιος, που θέλει να καθιερωθεί στο χώρο αυτό. Τα πιο πολλά από αυτά τα εμπόδια τα βάζουν οι ίδιοι οι εκδότες-ιδιοκτήτες σταθμών στους νέους και επίδοξους δημοσιογράφους. Τα υπόλοιπα τα βάζουν οι ίδιοι οι συνάδελφοι τους. Η καλή διάθεση βέβαια για ένα καλό αποτέλεσμα υπάρχει εκατέρωθεν, αλλά ως γνωστών, the road to hell is paved with good intentions
Αντί για απάντηση, η επιστολή μου έτυχε ολοσέλιδης δημοσίευσης στο επόμενο τεύχος του εν λόγω περιοδικού. Υποθέτω πως ο εκδότης μάλλον συμφωνεί μαζί μου σε όσα του έγραψα για το χώρο που διάλεξε να υπηρετήσει ή απλά έψαχνε αυτό το κάτι για να συμπληρώσει την ύλη του περιοδικού του.
«Αγαπητέ κύριε X,
Πάντα πίστευα πως εκφράζομαι καλύτερα όταν γράφω, παρά όταν μιλάω γι' αυτό και σας στέλνω αυτό το μαίλ. Κατάλαβα δύο πράγματα μετά τη συνάντηση μας. Το πρώτο είναι πως αγαπάτε πολύ αυτό που κάνετε και δεν μπορώ παρά να σας θαυμάζω γι' αυτό. Το δεύτερο είναι πως είστε πολυάσχολος άνθρωπός γι' αυτό και δεν θα φάω άσκοπα το χρόνο σας με πολλά λόγια. Θα γράψω απλώς τόσα όσα πρέπει για να γίνω κατανοητή.
Ξεφύλλισα άπειρες φορές το τεύχος που μου δώσατε. Σταμάτησα σε κάθε θέμα του με προσοχή. Θυμήθηκα τα λόγια σας.
«Η δημοσιογραφία είναι λοιπόν 95 % ιδρώτας και 5% έμπνευση». Έμπνευση δεν συνάντησα ακόμη. Θα σας πω όμως τι γνωρίζω για τον ιδρώτα. Στην πρώτη μου δουλειά σε έναν από τους δημόσιους ραδιοφωνικούς σταθμούς παρακαλούσα τους δημοσιογράφους να μου αναθέσουν έστω και ένα θέμα. Μετά από μήνες το κατάφερα. Έτρεχα σε όποιο ρεπορτάζ μου επιτρεπόταν βάζοντας λεφτά από την τσέπη μου για τη μεταφορά μου. Με το καιρό άρχισα να πηγαίνω από μόνη μου σε κάποια ρεπορτάζ, χωρίς να ζητώ έγκριση. Η επιβράβευση μου ήταν ότι κάποια στιγμή η διευθύντρια του σταθμού αποφάσισε να μου πληρώσει το ταξί για ένα ρεπορτάζ.

Στην επόμενη δουλειά μου κάλυπτα όλα τα θέματα της τοπικής επικαιρότητας σχεδόν μόνη μου. Όπως και πριν, για να πάω στα ρεπορτάζ έβαζα λεφτά από την τσέπη μου. Ξεκίνησα την περίοδο των τοπικών εκλογών. Βγήκα για ρεπορτάζ στις 9 το πρωί και γύρισα σπίτι μου στις 2 το βράδυ. Τα απογεύματα κάλυπτα όσα ρεπορτάζ μπορούσα, καθώς και τα νομαρχιακά και δημοτικά συμβούλια χωρίς ποτέ να μου το ζητήσει η επιχείρηση. Δούλευα 6 μέρες την εβδομάδα, τουλάχιστον 7 ώρες την ημέρα για λιγότερο από 200 ευρώ το μήνα. Στην επόμενη δουλειά μου έκανα τα ίδια για λιγότερο από 300 ευρώ το μήνα. Θα μπορούσα να πω και άλλα πράγματα μα θα σας κουράσω και δεν επιθυμώ κάτι τέτοιο.

Η δημοσιογραφία λοιπόν είναι 100% ιδρώτας, καθόλου έμπνευση, καθόλου δόξα και - όπως τουλάχιστον προκύπτει και από τα παραπάνω - καθόλου χρήματα. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις βασίζονται στο κέρδος και χρειάζονται υπαλλήλους και οι δημοσιογράφοι είναι ακριβώς αυτό: υπάλληλοι. Ίσως κάποιος, κάποτε λοιπόν, καλά θα ήταν να κάνει ένα αποκαλυπτικό ρεπορτάζ για τους τοπικούς δημοσιογράφους (αντί για τους δικηγόρους).

Επιστρέφω στο θέμα μας λοιπόν. Τι θα μπορούσε να προτείνει κάποια σαν και εμένα (με 4 τουλάχιστον χρόνια απουσίας από το χώρο) σε έναν εκδότη περιοδικού; Ένας καθηγητής μου στο πανεπιστήμιο μ' είχε συμβουλεύσει να γράφω πάντα για τα θέματα που γνωρίζω. Δυστυχώς, τα μόνα θέματα που γνωρίζω για την ώρα είναι τα παρακάτω:

  • Ανεργία. Φτάνουν 20 λεπτά αναμονής στην ουρά για το επίδομα για να γευτεί κανείς τι πάει να πει απελπισία. Την βλέπεις χαραγμένη στα πρόσωπα των γύρω σου. Πολλοί από αυτούς είναι πτυχιούχοι - σαν και εμένα - σίγουρα όμως δεν περίμεναν κάτι τέτοιο όταν χαμογελούσαν διάπλατα τη μέρα της αποφοίτησης τους.
  • Η γενιά των 700 ευρώ. Ποια 700 ευρώ; Τα 700 είναι πολλά, δεν τα βρίσκεις εύκολα. Να λες και ευχαριστώ.
  • Ορδές πτυχιούχων δίχως επαγγελματικά δικαιώματα. Σχολές με εκατοντάδες φοιτητές, οι οποίοι αποφοιτούν για να μπουν στις λίστες του ΟΑΕΔ. Αν το λέει η ψυχούλα τους θα δεχτούν οποιαδήποτε δουλειά. Ένα πρωί, δέκα χρόνια μετά, θα ξυπνήσουν και - αν είναι τυχεροί - θα αναρωτηθούν γιατί παρέμειναν σε μια δουλειά που μισούν για τόσο πολύ καιρό.
  • Κόστος. Τα πάντα έχουν κόστος σήμερα. Κυρίως ψυχολογικό. Δυστυχώς, για να καλύψουμε αυτό το κόστος δεν υπάρχει δάνειο.

Όπως αντιλαμβάνεστε δεν είμαι σε θέση να σας προτείνω κάποιο θέμα για το τεύχος σας. Δεν είμαι αρκετά καλή δημοσιογράφος, μα αγαπώ την αλήθεια και έχω μεγάλη ανάγκη την έμπνευση. Λυπάμαι πολύ αν σας κούρασα. Δεν γνωρίζω αν κερδίσατε μια συνεργάτιδα, μα κερδίσατε σίγουρα μια αναγνώστρια.

Με εκτίμηση»