30 Ιουνίου 2011

Ήρθε η ώρα….


«Έχουμε πόλεμο» διαλαλούσαν κάποιοι στην αρχή της εποχής του Μνημονίου και σήμερα βγήκαν αληθινοί. Θα μπορούσαμε να μαζευτούμε όλοι μαζί, με τα θεωρητικά βιβλία μας παραμάσχαλα και τα ψαγμένα μας αποφθέγματα και να διαφωνούμε για ώρες: είναι η μούντζα, το γιούρτωμα, το γιουχάισμα ή το σπάσιμο των μαρμάρων και ο πετροπόλεμος σημάδι ώριμων, δημοκρατικών, κοινωνικά συνειδητοποιημένων πολιτών ή όχι; Είναι οι «αγανακτισμένοι» μια μορφή ψυχολογικής εκτόνωσης ή είναι ένα σημάδι πως ο κόσμος ξεπερνά τις διαφορές του και συσπειρώνεται κάτω από μια κοινή δυσαρέσκεια για την παρούσα πολιτική και οικονομική κατάσταση. Είναι η βία και τα επεισόδια μορφή αποδεκτού αγώνα; Μήπως η απεργίες είναι η σωστή μορφή ή μήπως η δύναμη μας είναι στη ψήφο μας τελικά και όχι στην παρουσία μας στις πλατείες; Να χαμογελάσουμε κρυφά –όπως έκανε ο πρόεδρος της Βουλής ανακοινώνοντας τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας για το Μεσοπρόθεσμο- ή να τα κάνουμε όλα λίμπα και μετά να βάλουμε και μια μεγάλη φωτιά να ησυχάσουμε; Όντως, ήρθε η ώρα που όλοι φοβόμασταν, η ώρα που θα πρέπει να διαλέξουμε στρατόπεδο, να σκεφτούμε σοβαρά τις επιλογές μας, να διαβάσουμε «πίσω από τις γραμμές» και να αποκωδικοποιήσουμε τα κρυφά χαμόγελα και τις δηλώσεις ευφορίας και ανακούφισης των συνομιλητών μας.
Τα εδάφια του Μεσοπρόθεσμου ξεπερνάνε κάθε ευφάνταστο σενάριο τρόμου, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για εκτιμήσεις και αναλύσεις, είναι σαφή και θα πρέπει να είσαι μεγάλος μαέστρος της προπαγάνδας και της αληθοφανής επιχειρηματολογίας για να πείσεις και τον πιο αδαή πως αυτή ήταν –αν όχι η μόνη- τουλάχιστον η καλύτερη λύση.
Βλέποντας σήμερα το σκηνικό, όπου εντός του Κοινοβουλίου 155 εκλεγμένοι εκπρόσωποι μας –αψηφώντας τη γενική ανησυχία και δυσαρέσκεια- ψήφισαν την καταδίκη ενός μεγάλου κομματιού του ελληνικού λαού (γιατί, μην γελιέστε, κάποιοι δεν θα πάθουν τίποτα) και το ξεπούλημα όλης της χώρας, ενώ εκτός του Κοινοβουλίου, η οργή ξεχείλιζε και ο κόσμος πνίγονταν στα αέρια και τα χημικά, αισθάνομαι πως τίποτα δεν έχει αλλάξει, τουλάχιστον όχι προς το καλύτερο. Το σκηνικό με γυρνά στην αρχή, σε ένα επώδυνο deja-vu όπου οι κοινοβουλευτικοί μας εκπρόσωποι συνομιλούν και αφουγκράζονται μόνον τους ομότιμους τους, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας, ενώ τα ΜΑΤ βαράνε και οι 10, 20, 200 αν θέλετε ανταπαντούν με πέτρες, καδρόνια και ότι άλλο έφεραν μαζί τους ή του χορηγήθηκε ποικιλοτρόπως. Κάπου ανάμεσα στέκει και μια άλλη μερίδα ανθρώπων, αυτοί που πάντα φώναζαν και οδύρονταν πως βαδίζουμε προς το γκρεμό αλλά και αυτοί που –ίσως και κάπως αργά πια- συνειδητοποίησαν πως α) σ’ αυτό τον κόσμο δεν υπάρχει μόνον το ‘’εγώ’’ τους και β) τα προνόμια και το βόλεμα σε αυτή τη χώρα δεν είναι εσαεί. Αυτή η μερίδα είναι και η πιο θλιβερή απ’ όλες, όχι μόνο γιατί έφαγε ξύλο και δακρυγόνα με τη σέσουλα, αλλά γιατί θα φάει και στην πορεία την ευθεία βολή στην καρδιά από το όπλο του κ. Πρωθυπουργού, ξέρετε, αυτό που είχε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το ξεπούλημα του μέλλοντος μας. Ανήκω και εγώ σε αυτή τη μερίδα, είμαι ήδη στημένη στον τοίχο, περιμένω το εκτελεστικό απόσπασμα.
Κάπου εδώ οι πρώην και νυν οπαδοί των κομμάτων θα μπορούσαν να σας κάνουν μια ωραία αναδρομή στο παρελθόν, να σας παραθέσουν καλά μελετημένα μοντέλα, παραδείγματα και ιστορικά γεγονότα ή ακόμα οικονομικές αναλύσεις για να σας πείσουν για το οτιδήποτε: είτε το γιατί δεν υπήρχε άλλη λύση, είτε το γιατί αυτή ήταν η χειρότερη λύση, αλλά η πιο συμφέρουσα για κάποιους. Η επιχειρηματολογία ανθεί σε αυτή τη χώρα, ειδικά τέτοιες ώρες, αυτό που μας λείπει σίγουρα είναι η κοινή λογική.
Αναρωτιέμαι: ποίοι είστε εσείς; Ποιοι είστε που μπαίνετε στη διαδικασία να επιχειρηματολογήσετε υπέρ ενός κειμένου που σκοπό έχει τη λεηλασία και την αφαίμαξη; Με ποια κίνητρα και ποια ανταλλάγματα το κάνετε και είστε τόσο σίγουροι, τόσο δυνατοί και εξασφαλισμένοι πως αν αρχίσουμε να βουλιάζουμε δεν θα θιγούν και τα δικά σας συμφέροντα; Με ποια προοπτική, με ποιο όραμα υπερθεματίζετε υπέρ μιας τόσο καταστροφικής λύσης;
Τα λόγια περισσεύουν τέτοιες ώρες. Κάποιοι, ήδη, μιλούν για κοινωνική αντίσταση, για αντίδραση στην εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου. Και εγώ ερωτώ: ποια αντίσταση και πως; Με ποιους τρόπους θα αποφύγει ο πολίτης τους άμεσους και έμμεσους φόρους, τις έκτακτες και μη εισφορές από το μισθό του, το μαρασμό της αγοράς και την περεταίρω μείωση των συντάξεων; Πως θα αντισταθεί, όταν σε λίγο καιρό θα πρέπει να πληρώνει ιδιώτες για να κάνει ένα μπάνιο, να διασχίσει ένα δρόμο, να πάει το παιδί σου σε έναν –πρώην- δημοτικό παιδικό σταθμό; Ποίο το μέλλον των κοινωνικών υπηρεσιών τώρα πια, ενός τόσο σημαντικού και ήδη τόσο υποτιμημένου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας;
Είμαστε η χώρα των πειραμάτων τελικά. Από το πατερναλιστικό, υπερδιογκωμένο, υδροκέφαλο κράτος πλέον περνάμε στην εποχή του ανύπαρκτου κράτους και του σκληρού, αδίστακτου καπιταλισμού, όπου όλα θα γίνονται για τα έσοδα, ώστε να αποπληρώνουμε δόσεις. Ω! Τι λαμπρό μέλλον!
Δεν έχω απαντήσεις σήμερα, μόνο μια απέραντη θλίψη, έναν κρυφό φόβο, καθώς χιλιάδες εφιαλτικά σενάρια περνάνε από το μυαλό μου. Κάπου είχα γράψει πως είμαστε η αδικημένη γενιά του ’80 και μου είχαν απαντήσει πως πρέπει μόνοι μας να σώσουμε τον εαυτό μας, να μην περιμένουμε βοήθεια από πουθενά. Και όμως, αυτές οι «αμερικανιές» δεν είναι η απάντηση. Αν μη τι άλλο, σε αυτή τη χώρα το «εγώ» και το «μόνος μου», το «εγώ και κανένας άλλος» μας έφαγε και μας καταπόντισε. Η ευθύνη είναι συλλογική, είμαστε μέλη μιας κοινωνίας και η κοινωνία μας απαρτίζεται από μέλη, πρέπει να σεβαστούμε και να μας δείξουν σεβασμό. Δεν θα το επιτύχουμε ποτέ εάν δεν πάψουμε να σκεφτόμαστε ως μονάδες.
Ήρθε, όντως, η ώρα. Ήρθε η ώρα που όλοι φοβόμασταν. Πρέπει να διαλέξουμε τι θέλουμε: θέλουμε να είμαστε υπεύθυνα μέλη του συνόλου ή μονάδες; Θέλουμε να ψηφίζουμε και να αγωνιζόμαστε για το κοινό καλό ή για τον εαυτό μας μόνο; Τι διαλέγουμε; Είναι, πλέον, αυτή η ώρα…..

9 Ιουνίου 2011

Ασυμφωνία χαρακτήρων


Πέρασα πάνω από μία ώρα κολλημένη στην οθόνη του υπολογιστή μου, αποσβολωμένη, διαβάζοντας την ανάρτηση στο iNews τόσες φορές που την έμαθα απ’ έξω. Δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν μπορούσα με τίποτα να πατήσω το «Χ» και να την κλείσω. Άρχισα να την απαγγέλω απ’ έξω, λες και ήταν σχολικό ποίημα.
«Ιδιαίτερα σκληρούς όρους περιλαμβάνει η συμφωνία στην οποία κατέληξαν οι πολυήμερες διαπραγματεύσεις κυβέρνησης και τρόικας, προκειμένου η χώρα μας να πάρει το «πράσινο φως» για την εκταμίευση της πέμπτης δόσης.
Η κυβέρνηση επιδιώκει με τα νέα μέτρα την άντληση 6,5 δισ. ευρώ, ωστόσο αναμένεται να προσκρούσει στις έντονες κοινωνικές αντιστάσεις των εργαζομένων, που θα υποστούν νέο γύρο «αιματηρών» περικοπών.

Η συμφωνία, μεταξύ άλλων προβλέπει μείωση των αποδοχών για τους δημόσιους υπαλλήλους, που θα δουν τους μισθούς τους να μειώνονται κατά 8% από την 1η Ιουλίου, μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα κατά 2% και «κούρεμα» κατά 2%-4% των υψηλών συντάξεων.
Επίσης, η κυβέρνηση θα επιβάλλει νέα, έκτακτη εισφορά σε ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας, με όριο τις 300-350 χιλιάδες ευρώ, σε κατόχους σκαφών αναψυχής και ΙΧ πολυτελείας άνω των 2.000 κυβικών, καθώς και σε ιδιοκτήτες κατοικιών με πισίνες.
Ιδιαίτερο πλήγμα αναμένεται να προκαλέσει σε χιλιάδες φορολογούμενους η μείωση του αφορολογήτου ορίου στις 6.000 ευρώ, έναντι του σημερινού 12.000 ευρώ, για τους ελεύθερους επαγγελματίες και στα 10.000 ευρώ για τους μισθωτούς. Παράλληλα, στις συντάξεις άνω των 1.700 ευρώ θα επιβληθεί μεγάλη μείωση, λόγω της αύξησης του ΛΑΦΚΑ, μέχρι 40%.»
Και όμως, υπάρχουν ανάμεσα μας συμπολίτες μας που δεν θέλουν να βγούμε από το Μνημόνιο. Ναι, σιχτιρίζουν τον τρόπο που το χειρίζεται η κυβέρνηση, αλλά και πάλι το βλέπουν ως τη μόνη λύση σωτηρίας. Ίσως και να έχουν δίκιο, η μαφία –είτε οικονομική είτε πολιτική- έχει τους δικούς της κώδικες επικοινωνίας και συμφωνίας. Ίσως τελικά να είναι η διαπραγμάτευση ο μόνος δρόμος, όμως, δεν μπορώ να καταλάβω –ειλικρινά- πως κανείς μπορεί να επαναπαυτεί στις διαπραγματεύσεις μεταξύ μαφιόζων και  καιροσκόπων για να εξασφαλίσει το μέλλον του. Ίσως αυτοί οι κώδικες να μην είναι κατανοητοί από εμάς τους αδαείς μικροαπατεώνες της καθημερινότητας. Και είμαστε μικροαπατεώνες, το είπε ποικιλοτρόπως και ο συντάκτης του παρακάτω κειμένου στο protagon.gr : http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.article&id=7193
Δεν χρειάζεται βέβαια να διαβάσω τα κείμενα άλλων για να δω σε συνεχής αναπαραγωγή αυτά τα σχόλια, τα ακούω στις καθημερινές μου συζητήσεις με φίλους και γνωστούς. Χθες έγινα πάλι μάρτυρας μιας –κλασικής πλέον- ελληνικής σκηνής: μαιευτήρας σε δημόσιο νοσοκομείο ζήτησε 500 ευρώ φακελάκι για καισαρική και ο συνάδελφος του –και δις καταδικασμένος για διάφορα- αναισθησιολόγος ζήτησε 300 ευρώ. Φυσικά η εγκυμονούσα τα έσκασε κανονικά και στους δύο γιατρούς και εγώ πέρασα ένα βράδυ ολόκληρο ακούγοντας το δριμύ κατηγορώ της κοινής μας φίλης προς τη νοοτροπία της εγκυμονούσας.  Δυστυχώς, εγώ δεν μπορώ να τα βάλω με την εγκυμονούσα. Να με συγχωρείται, αλλά δεν μπορώ να τα βάλω με τους εκφοβισμένους, προτιμώ να κοιτάξω στα μάτια τους εκφοβιστές. Στην εν λόγω ιστορία, οι τρομοκράτες είναι απλοί πολίτες, που όμως, πέρα από θέση σε δημόσιο ίδρυμα, έχουν και επιστημονική κατάρτιση, άκρως απαραίτητη για τη ζωή ή το θάνατο πλήθους ανθρώπων. Ναι, είμαστε εμείς που συντηρούμε το κακό σε αυτή τη χώρα, αλλά –πείτε την αλήθεια- όταν κινδυνεύει η υγεία σας και η υγεία του αγέννητου παιδιού σας και το φακελάκι στο δημόσιο σας βγαίνει πιο φτηνό από τη νοσηλεία στην ιδιωτική κλινική, τι θα κάνατε; Θα κάνατε υψηλή φιλοσοφία και αντίσταση ή θα κάνατε ότι μπορείτε για να σωθείτε;
Το θέμα δεν είναι ποιος είναι σωστός και ποιος λάθος, το θέμα είναι ότι σε μια δημοκρατική χώρα, με νομοθετικό και δικαστικό σύστημα, κανείς πολίτης δεν θα έπρεπε να μπαίνει σε τέτοια διλλήματα, κανείς δεν θα έπρεπε να βάζει σε ζυγαριά την ηθική του ή τα φρονήματα του και να ταλανίζεται για να πάρει τέτοιες αποφάσεις ζωής ή θανάτου. Σε μία δημοκρατία θα έπρεπε να είμαστε όλοι εξασφαλισμένοι για τα αυτονόητα, όπως είναι το δικαίωμα στη δωρεάν και υπεύθυνη ιατρική περίθαλψη.  Δεν ξέρω, αλήθεια, αν φταίει το σύστημα (που και αυτό απαρτίζεται από άτομα-πολίτες) ή αν φταίμε εμείς για τα αδιέξοδα, γιατί αυτή η σύγκρουση που παίζει καιρό τώρα μεταξύ μας (εσύ φταις, όχι, ο άλλος φταίει, όχι ο παραδίπλα φταίει για όλα) μου θυμίζει πολύ την αναπάντητη ερώτηση: κάνει η κότα το αυγό ή το αυγό την κότα;
Όσο συνεχίζουμε να κάνουμε την αυτοκριτική μας με γνώμονα μόνο  το τι έκαναν ή τι δεν έκαναν σωστά οι γύρω μας, ουσιαστικά αποφεύγουμε να δούμε τον εαυτό μας και κατ’ επέκταση τη συνολική εικόνα. Με άλλα λόγια, βαρέθηκα να διαβάζω αναρτήσεις για τους κακούς, ανεύθυνους, βολεμένους πολίτες και τους ανεύθυνους, ανίκανους πολιτικούς που χρόνια τώρα υποστήριζαν. Ναι, φταίμε όλοι και η συνειδητοποίηση της ευθύνης μας είναι ένα καλό, πρώτο βήμα, μόνο που στην παρούσα φάση θα πρέπει να τρέξουμε, όχι να μπουσουλάμε, σπρώχνοντάς στην πορεία μας όσους μπουσουλάνε πλάι μας, επειδή φταίνε –και καλά- πιο πολύ από εμάς. Μια ματιά στα νέα μέτρα που «κλείδωσαν» θα μας/σας πείσει, νομίζω, ως προς το γιατί αυτό είναι αναγκαίο.
Δεν σας κρύβω ότι κουράστηκα. Κουράστηκα πολύ να γράφω τα ίδια και τα ίδια σε αυτό το μπλόγκ. Κουράστηκα γιατί μια ζωή ήμουν έξω από το χορό των συμφερόντων, των επιχειρήσεων, των κολιγιών, των κομμάτων, της κουμπαριάς, των κομματικών-ιδεολογικών-λογοτεχνικών (μέχρι) κύκλων, μια ζωή ήμουν το outsider & underdog, αυτή που δεν υπολόγιζε κανείς, είτε γιατί δεν μιλούσε και κοιτούσε τη δουλειά της είτε γιατί δεν πλαθόταν για να χωρέσει στα σχήματα και τα σύνολα που ήδη υπήρχαν. Και όμως, δεν έχω δικαίωμα να κατηγορώ και να εχθρεύομαι κανέναν σας, δεν το επιτρέπω στον εαυτό μου. Δεν το επιτρέπω όχι γιατί είμαι καλύτερη, αλλά γιατί δεν βγάζει και πουθενά. Σας χρειάζομαι για να υπάρξω και με χρειάζεστε για να υπάρξετε. Όταν αυτό το καταλάβουμε, το διαισθανθούμε καλά, τότε μόνο θα πιστέψω πως η αλλαγή είναι εφικτή, πως υπάρχει ελπίδα για αυτή τη τόσο διχασμένη, ανασφαλής και φανατισμένη χώρα.
Δεν θα κάνω άλλη ανάρτηση για το θέμα. Απλά κουράστηκα.

8 Ιουνίου 2011

Ας το φιλοσοφήσουμε, λοιπόν, το θέμα!


Στις δεκαετίες του ’20 και του ‘ 30, η μόρφωση θεωρούνταν από τους νεοέλληνες ως μέσο κοινωνικής ανέλιξης, γι’ αυτό και ακόμη και τα πιο φτωχά στρώματα (που τότε ήταν οι αγρότες) επιθυμούσαν να διασφαλίσουν με κάθε τρόπο τη στοιχειώδης εκπαίδευση για τα παιδιά τους (δηλαδή τα αρσενικά παιδιά τους, κυρίως). Σύμφωνα με τους ιστορικούς που διδάσκονται στα τμήματα κοινωνιολογίας των ελληνικών ΑΕΙ, λοιπόν, σε μια κοινωνία δίχως σαφή ταξικά όρια (όπως παρουσιάζεται η τότε ελληνική κοινωνία), η κοινωνική ανέλιξη δεν ήταν μόνον επιθυμητή, αλλά και εύκολη και ένας από τους τρόπους για να επιτευχθεί ήταν και μέσω της εκπαίδευσης. Επίσης, μια άλλη έκφανση αυτής της νοοτροπίας, είναι και η διαχρονική απέχθεια του έλληνα για τη χειρωνακτική και την εξαρτημένη εργασία. Σύμφωνα, πάντα, με τις ίδιες πηγές, ένας από τους λόγους που η ελληνική βιομηχανία δεν αναπτύχθηκε ποτέ στην χώρα ήταν η έλλειψη εργατικών χεριών, μια και οι εργάτες εγκατέλειπαν τα εργοστάσια για να ξεκινήσουν δικά τους μικροεπαγγέλματα. Το πιο σημαντικό, ίσως, στοιχείο αυτής της τάσης είναι ότι τα μικροεπαγγάλεματα δεν επέφεραν περισσότερα κέρδη απ’ ότι η εξαρτημένη εργασία, λόγω του κατακερματισμού της αγοράς. Κοινώς, δεν γινόταν για το κέρδος, ήταν θέμα νοοτροπίας.
Τα φαινόμενα επίδειξης γνώσεων με σκοπό την ανέλιξη και αδυναμίας να διαπραγματευτούμε, να εξελιχθούμε ή να συνυπάρξουμε με άλλους σε χώρους ή καταστάσεις που δεν έχουμε εμείς απόλυτα το πάνω χέρι δεν είναι καινούργια, λοιπόν, για τους έλληνες, είναι μάλλον διαχρονικά. Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, η εξέλιξη δεν εξαρτάται μόνον από το άτομο, εξαρτάται κατά πολύ και από τις συνθήκες που επικρατούν τη δεδομένη περίοδο, όμως, για να αντιστρέψω το επιχείρημα, τις συνθήκες –εν μέρει- τις διαμορφώνουν και τα άτομα. Αυτό ως υπενθύμιση προς αυτούς που χάνουν το σάλιο τους στηλιτεύοντας τον ατομικισμό του σύγχρονου έλληνα, αλλά και προς αυτούς που χρησιμοποιούν τη γνώση τους με ιδιαίτερο ζήλο και στόμφο στην καθημερινότητα τους για ανεξήγητούς και ασαφείς ακόμη λόγους. Ειδικά οι τελευταίοι παρουσιάζουν ιδιαίτερο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον και θα μπορούσε κάλλιστα να γραφεί διατριβή ολόκληρη πάνω τους. Το κακό είναι ότι για να πεισθούν να συμμετάσχουν σε σχετική έρευνα, θα πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουν πως αυτό που τους συμβαίνει κρύβει μια μορφή παθογένειας, πράγμα δύσκολο να το παραδεχτεί ο οποιοσδήποτε από εμάς, ομολογουμένως.
Υπάρχουν και άλλα στοιχεία στα ιστορικά βιβλία, πολλά στοιχεία και διάσπαρτα, τα οποία αν συνδεθούν σε μια μεγάλη εικόνα, τότε είναι πολύ πιο εύκολο να καταλάβει κανείς τα ‘πως’ και τα ‘γιατί’ του σήμερα. Για παράδειγμα, δεν είναι τυχαίο ότι είμαστε από τα πρώτα κράτη στα Βαλκάνια που επένδυσαν στη δημιουργία εθνικής ταυτότητας. Δεν είναι τυχαίο πως η ανάγκη που γέννησε την εθνική μας ταυτότητα πήγαζε τότε από τη συνειδητοποίηση τόσο της ανομοιογένεια μας ως έθνος, όσο και από τα οράματα των τότε διοικούντων να πλησιάσουμε με κάποιο τρόπο τα δυτικά πρότυπα.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι το θέμα της εθνικής ταυτότητας (βλέπε εθνικισμός, φασισμός, θρησκεία, γλώσσα) μας απασχολεί μέχρι και σήμερα, μια και σε περιόδους αναταραχής αισθανόμαστε πως είναι το μοναδικό στοιχείο που μπορεί να μας ενώσει ή να μας στυλώσει ηθικά. Δεν είναι, επίσης, τυχαίο πως η συνεχής σύγκριση-κόμπλεξ κατωτερότητας-και-κατά συνέπεια απέχθεια προς τους ξένους καθορίζει τη σκέψη και τη συμπεριφορά μας. Βλέπετε, όταν προσπαθήσαμε να προσαρμοστούμε στα δυτικά πρότυπα συμπεριφοράς και ανάπτυξης, δεν είχαμε τα απαραίτητα εφόδια για να τα προσεγγίσουμε και να τα αφομοιώσουμε επαρκώς. Αντί, λοιπόν, να βρούμε τρόπους να χτίσουμε μια ταυτότητα ή μια αίσθηση του συλλογικού εαυτού μας, όπου θα συνυπάρχουν πολλά και διαφορετικά στοιχεία σε ένα –ίσως και λίγο αντικρουόμενο- όλον, εμείς πιάσαμε τα δύο άκρα: είτε απόλυτη αποδοχή είτε απόλυτη απόρριψη των εξωτερικών ερεθισμάτων ή προσταγών. Κάποιοι το κατάφεραν, βέβαια, αλλά που βρίσκονται και πόσο ακούγονται σήμερα και πάντα είναι κάτι που χωρά πολύ συζήτηση.
Δεν θα μιλήσω για συγκρούσεις, ασυνεννοησία, μυστικές συμφωνίες και γραφειοκρατικές και πολιτικές λοβιτούρες, η σύγχρονη ελληνική ιστορία είναι γεμάτη από αυτές και η διόγκωση αυτής ακριβώς της νοοτροπίας μας έχει φέρει στο σήμερα, στην απόλυτη σιχαμάρα του συστήματος και την αγανάκτηση. Διότι, κακά τα ψέματα, συμφωνίες και συστήματα που χτίζονται σε τέτοια πρότυπα –πρότυπα που θυμίζουν μαφία- δεν διασφαλίζουν ποτέ τους εμπλεκόμενους, ούτε τους εξουσιάζοντες ούτε τους εξουσιαζόμενους. Έχετε δει πως δίνουν οι μαφιόζοι τα χέρια και μετά, όταν τα συμφέροντα της μίας ομάδας έρθουν και ακουμπήσουν πάνω στα όρια των συμφερόντων της άλλης, το πρόβλημα λύνετε απλά και μεθοδικά: ξεπάστρεμα του αντιπάλου. Στη σύγχρονη κομματοκρατία δεν είδαμε ακόμα αυτόματα όπλα, μα είδαμε κουκουλώματα και ομερτά και στο καπάκι πολιτικά καρφώματα, αδειάσματα και καρατομήσεις, όλα με το γάντι και μπόλικη ρητορεία, διότι ο δημόσιος βίος και λόγος, απαιτεί και κάποιες συνθήκες για να νομιμοποιείται στα μάτια του όχλου-λαού και να μην γίνεται ένα με τα κατακάθια της κοινωνίας μας.
Το μεγαλύτερο, ίσως, ενδιαφέρον –ώστε να καταλάβουμε επαρκώς το πώς δουλεύει η κοινοβουλευτική δημοκρατία στο τόπο μας- το παρουσιάζουν οι οπαδοί των κομμάτων και όχι τόσο οι πολιτικοί. Οι οπαδοί είναι που –πιθανώς- με το λόγο και τις πράξεις τους έχουν την πιο άμεση και ορατή επιρροή στην κοινή γνώμη.  Εδώ χρειάζεται πολύ έρευνα και προσοχή, ώστε να μην χρεώσεις άτομα και ομάδες με αναίτια και αστήρικτα σιχτίρια ή εύσημα. Πάμε στους οπαδούς και τους αγανακτισμένους, λοιπόν. Κάποιοι από τους αγανακτισμένους είναι και οπαδοί κομμάτων, αυτό δεν μπορούμε να το αρνηθούμε. Είδαμε, ας πούμε, την προσπάθεια των συνδικάτων να εισχωρήσουν και αυτοί στις κινητοποιήσεις και το γιουχάισμα που αποκόμισαν. Είδαμε και την προσπάθεια πολιτικών οπαδών να κάνουν το ίδιο και να απορρίπτονται από το πλήθος. Η δυσαρέσκεια ήταν διάχυτη και από τις δύο ομάδες. Προς τι, όμως, η δυσαρέσκεια, κύριοι και κυρίες; Σε αυτό τον κόσμο, όλοι κρινόμαστε εκ του αποτελέσματος και προφανώς τα δικά σας αποτελέσματα δεν έπεισαν. Ναι, σε μια δημοκρατία δεν επιτρέπεται τέτοια τρομοκρατία, αλλά με την ίδια λογική, σε μια δημοκρατία επιτρέπεται και η μαζική έκφραση δυσαρέσκειας ή κριτική των ατόμων-ομάδων που εμπλέκονται με τα κοινά. Αν δεν σας θέλουν εκεί, μάλλον θα υπάρχουν λόγοι. Αντί, λοιπόν, να αναλογιστούμε τους λόγους και να τους αξιολογήσουμε, οι οπαδοί με δημόσιο βήμα πέρασαν στη φιλοσοφία-αντεπίθεση. Και πως αντιμετωπίζουν οι οπαδοί με δημόσιο βήμα την παρούσα κατάσταση; Ποικιλοτρόπως, θα έλεγα, μα σίγουρα όχι αποτελεσματικά. Κάντε ένα γύρω στην μπλογκόσφαιρά και θα δείτε τι εννοώ. Οι απόψεις που κυκλοφορούν είναι αρκετές για να προκαλέσουν πανικό, στην καλύτερη και σχιζοφρένεια, στη χειρότερη.
Ξεκινήσαμε με σοκ και απέχθεια για την απολιτικ χροιά της μάζας, λες και αυτό δεν το γνωρίζαμε, λες και πέσαμε από τα σύννεφα που ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας απεχθάνεται πλέον τα κόμματα. Τα πρόσφατα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών ξεχάστηκαν. Η αποχή ξεχάστηκε. Πάμε παρακάτω. Μετά ήρθε –και πάλι- ο φόβος της ανομοιογένειας των αιτημάτων ή της –φαινομενικής- έλλειψης αιτημάτων. Λες και η αγανάκτηση δεν έχει ταυτότητα, λες και η επικαιρότητα των τελευταίων 2 ετών δεν μας χτύπησε καμπανάκια, λες και δεν συνυπάρχουμε και δεν συζητάμε μεταξύ μας, λες και η γκρίνια, η μιζέρια, η κατάθλιψη δεν έχουν ξεκάθαρες αιτίες ξαφνικά. Όπως σωστά έγραψε γνωστή μπλόγκερ, όταν τα αιτήματα είναι κάτω από μια κομματική σημαία, οι διαφορές κρύβονται και ας υπάρχουν, όταν δεν είναι, τότε τις θεωρούμε μέγα πρόβλημα!
Βγήκαν και τα ψηφίσματα των συνελεύσεων στη δημοσιότητα και υπερτονίστηκε για άλλη μια φορά το πόσο ανώριμοι και άξεστοι είμαστε, σε σύγκριση με τους Ισπανούς. Μετά, βέβαια, μάθαμε ότι η πλατεία χωρίζεται πλέον σε ομάδες (κάτω πλατεία, πάνω πλατεία κτλ), όμως ποτέ δεν μάθαμε ποιοι συντάσσουν αυτά τα ψηφίσματα, ποιοι τα διοχετεύουν στη δημοσιότητα και πόσοι τα επικροτούν από τους συγκεντρωμένους. Και μετά ήρθε το δίλλημα της άμεσης δημοκρατίας: το πέρασμα από τον άκρατο κυνισμό στον ουτοπικό ρομαντισμό της αρχαιοελληνικής δημοκρατίας, δίχως να αναρωτηθούμε ποιος διοχετεύει αυτές τις ιδέες προς συζήτηση ή έστω, δίχως να αναλογιστούμε αν η γενικότερη σύγχυση του καινούργιου σκηνικού επιτρέπει και δικαιολογεί απόλυτα τέτοια ψυχανεμίσματα και αναρωτήσεις.
Και μαζί ήρθε και ο προβληματισμός: ποιοι είναι όλοι αυτοί στις πλατείες, σε ποια ιδεολογία ανήκουν, τι φοράνε, πως μουντζώνουν, τι φωνάζουν, τι λένε, ποιον ψηφίζουν και σε ποιο κοινωνικό στρώμα ανήκουν ακριβώς; Θυμάσαι εκείνη την κυρία που κλαίγονταν που της έκοψαν 1000 ευρώ από το μισθό της, όλα σε επιδόματα; Ε, πιθανώς να είναι τώρα μία από τους χιλιάδες αγανακτισμένους, πράγμα που σημαίνει τι ακριβώς; Μα φυσικά ότι η αγανάκτηση έχει και διαχωριστικές γραμμές τελικά και δεν θα κατέβω εγώ να διαδηλώσω δίπλα της, διότι δεν βγάζω ούτε καν τα μισά απ’ όσα της έκοψαν και την ώθησαν να αγανακτήσει. Ώρα να χωριστούμε σε ομάδες και πάλι, διότι πολύ μπουρδουκλωθήκαμε μεταξύ μας και η ιστορία μας, αλλά και τα πολιτικά μας φρονήματα δεν μας το επιτρέπουν. Λες και η δικιά μας ιδεολογία είναι αλάνθαστη, δεν είναι κομμάτι μιας γενικότερης νοοτροπίας που επέτρεψε –ας πούμε- στην εν λόγω κυρία να βολευτεί επί χρόνια ολόκληρα στην ευημερία των επιδομάτων της. News Flash: το ίδιο σύστημα που τη διόρισε στο δημόσιο και της έδωσε παχυλά επιδόματα, είναι αυτό που στέρησε ευκαιρίες και απολαβές από εσένα και στην πορεία πήρε πίσω τα όσα έδωσε και σε αυτούς που αρχικά ευνόησε. Ο εχθρός σου δεν είναι η κυρία που στέκει δίπλα σου, ο εχθρός σου είναι μια ολόκληρη νοοτροπία που βρίσκει εκφραστές στα πρόσωπα κάποιων και πρόθυμους οπαδούς στα πρόσωπα άλλων. Πόσοι, όμως, είναι αυτοί; Τους μετρήσαμε ποτέ ποσοτικά; Να ένα καλό ερώτημα, που αν απαντηθεί με ακρίβεια, μπορεί να μας βοηθήσει να αποφύγουμε τους συναισθηματισμούς και τα σιχτίρια για ένα ολόκληρο έθνος. Βέβαια, για να μετρηθεί με ακρίβεια, χρειάζεται να κατάλληλο επιστημονικό προσωπικό για να διενεργήσει εκτεταμένες έρευνες. Για την ώρα οι ‘’εξειδικευμένοι’’ της χώρας είτε είναι άνεργοι και προς μαζική μετανάστευση, είτε φιλοσοφούν ως οπαδοί κομμάτων και ιδεολογιών, είτε ασχολούνται με το να βρίσκουν λύσεις για τα κομματικά και κρατικά επιτελεία.
Κάποιοι δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τις διαχωριστικές γραμμές, λοιπόν. Αυτοί που το κατάφεραν –έστω και στο ελάχιστο- μπήκαν σε νέους προβληματισμούς: και τώρα τι; Κάποιοι προβληματίζονται για το ενδεχόμενο εξόδου από το μνημόνιο και τις επιπτώσεις στην οικονομία, άλλοι υποστηρίζουν την έξοδο από το μνημόνιο, αλλά φοβούνται το κενό εξουσίας που την ακολουθεί. Άλλοι πάλι μιλάνε για σωστή εφαρμογή του και άλλη για διαπραγμάτευση των όρων του. Άλλοι –και εδώ επικρατεί ίσως η μεγαλύτερη σχιζοφρένεια του δημόσιου λόγου- επιχειρούν α) να εξηγήσουν την κατάσταση με φιλοσοφικούς, κοινωνιολογικούς και πολιτικούς όρους ή αναδρομή στο παρελθόν και β) να αναλογιστούν τι δεν έκαναν σωστά και τι πρέπει να κάνουν τώρα για να πάρουν τους απολιτίκ με το μέρος τους. Υπάρχουν και άλλοι, αυτοί που από τις πολλές αναδρομές στο παρελθόν, οσφρίζονται ήδη την πιθανότητα μιας νέας δικτατορίας ή μιας εθνικιστικής έξαρσης.
Δεδομένης της ιστορικής μας πορείας και της νοοτροπίας μας ως προς αυτά που μας ενώνουν, δεν μου προκαλεί εντύπωση η ροπή που παίρνει η σκέψη μας. Πιστεύουμε ακράδαντα πως οι έλληνες δεν μαθαίνουν ποτέ από τα λάθη τους, είναι χαμηλού νοητικού επιπέδου, συναισθηματικοί και αυθόρμητοι, έρμαια των δημαγωγών και πάντα κατώτερα ξαδέρφια των ευρωπαίων. Κοινώς, έχουμε τη χειρότερη εντύπωση για τους εαυτούς μας, πράγμα που μπορεί να μην είναι απόλυτα λάθος, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι ακριβές, ελπιδοφόρο και ευνοϊκό προς οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής.  Από την άλλη πάλι, οι διαφορετικές προβλέψεις για την τροπή που μπορεί να πάρει η παρούσα κατάσταση δείχνουν, αν μη τι άλλο, πως η ανομοιογένεια που επικρατεί σε επίπεδο σκέψης και ιδεολογίας στην Ελλάδα δεν επιτρέπει γενικεύσεις για το χαρακτήρα του πλήθους, μα ούτε και την επιβολή μιας καθολικής και περιοριστικής λύσης.
Και ξαφνικά βρισκόμαστε σε αυτό που οι «φίλοι» μας οι ξένοι αποκαλούν uncharted territory… Τώρα είναι η στιγμή που τα πιο προοδευτικά, τα πιο ψύχραιμα και διαβασμένα μυαλά της χώρας αυτής, φωνές που κάποτε ίσως να ήταν στο περιθώριο, θα μπορούσαν να μας καθησυχάσουν, να μας καθοδηγήσουν ή έστω να μας κατανοήσουν. Και τι κάνουν;
Κάποτε υπήρξε ένα κίνημα ακαδημαϊκής σκέψης που υποστήριζε πως οι διανοούμενοι της ακαδημίας φιλοσοφούν και γνωμοδοτούν για την κοινωνία και την πολιτική, κλεισμένοι ερμητικά στους «γυάλινους πύργους» τους, αποκομμένοι ουσιαστικά από το ίδιο το αντικείμενο της μελέτης τους, παράγοντας θεωρίες που έχουν περισσότερη αξία για τους ομότιμους τους και λιγότερο για την ίδια την κοινωνία που επιχειρούσαν να επηρεάσουν ή να αλλάξουν. Πολύ φοβάμαι πως το πιο δυναμικό, το πιο ικανό, το πιο ίσως ελπιδοφόρο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας κάνει αυτό ακριβώς που περιγράφεται παραπάνω: φλυαρεί –σε θεωρητικό επίπεδο πάντα- άσκοπα με τους ομότιμους-ομοϊδεάτες του, καταλήγοντας πάντα στο συμπέρασμα πως οι υπόλοιποι είναι πολύ λίγοι-παραπλανημένοι-άξεστοι και βολεμένοι για να τους κατανοήσουν. Όσοι πάλι δεν πέφτουν σε αυτή την παγίδα, απλά σιωπούν ή και μεταναστεύουν σε άλλες χώρες, διαβλέποντας ήδη τις ανούσιες προοπτικές μιας εμπλοκή τους σε τέτοιους διαλόγους.
Αν κοιτάξουμε προσεκτικά την εικόνα που έχουμε μπροστά μας αυτή τη δεδομένη χρονική στιγμή θα βρούμε πολλά νέα, αλλά και πολλά παλιά κομμάτια της ιστορικής μας πορείας ως λαός. Θα δούμε που γυρνάει η σκέψη μας όταν μας καταβάλει ο φόβος. Θα δούμε πως και γιατί πάντα πρέπει να διαχωρίζουμε τους εαυτούς μας από τους άλλους, γιατί δεν έχουμε υπομονή να ακούσουμε την άλλη άποψη, γιατί δεν μπορούμε να σκεφτούμε πέρα από ομάδες και κόμματα, ιδεολογίες και περιχαρακώσεις. Θα καταλάβουμε γιατί το καινούργιο μας τρομάζει και πρέπει να επιστρέφουμε συνεχώς στο παρελθόν και σε υπάρχοντα νοητικά σχήματα για να καταλάβουμε το παρόν. Σε αυτή τη δύσκολη και περίεργη φάση, όμως, θα πρέπει να υπάρξει αλληλοβοήθεια και όχι φαγωμάρα. Θα πρέπει αρχικά όλοι εμείς να κοπιάσουμε για να καταλάβουμε και να κατανοήσουμε την κατάσταση και τον εαυτό μας, αλλά και όσοι ήδη πιστεύουν πως γνωρίζουν και έχουν τις ιδέες, να βγουν από τους πύργους τους, να αναθεωρήσουν τις θεωρίες τους και να κάνουν αυτό που είτε η επιστήμη είτε η συνείδηση τους προστάζει: να τις διαχύσουν με απλή και κατανοητή επιχειρηματολογία και γλώσσα σε ολόκληρη την κοινωνία, ώστε να τη διαφωτίσουν και να την πληροφορήσουν, πριν οποιαδήποτε λύση ή συμφωνία να αρχίσει να διαφαίνεται στον ορίζοντα. Διότι, ας μην γελιόμαστε, δεν υπάρχει τόσο έλλειμμα παιδείας, όσο έλλειμμα σωστής πληροφόρησης και ψύχραιμου διαλόγου.


1 Ιουνίου 2011

Intelligentsia και λαουτζίκος: Χίλιοι και δύο τρόποι να αγανακτήσετε!


«Και τι έπρεπε να κάνω; Να αράξω στον καναπέ μου;». Αυτό με ρώτησε μέσω sms ένας –αρκετά νεότερος- φίλος μου, που βρίσκονταν στη διαδήλωση των «Αγανακτισμένων» χθες βράδυ. Καταπονημένη από τα ταξίδια για λόγους δουλειάς και απόλυτα κυνική με τον κόσμο γύρω μου, προσπαθούσα μέσω του κινητού μου να τον πείσω να μην ξαναπάει σε τέτοιες συγκεντρώσεις. Τα χέρια μου έτρεχαν πάνω στο πληκτρολόγιο του κινητού, παραθέτοντας του όλα τα επιχειρήματα γιατί αυτή η διαδήλωση είναι αποτυχημένη, μα οι απαντήσεις που λάμβανα με βουτούσαν όλο και πιο βαθειά στην αμφιβολία. «Πρέπει να αναθεωρήσεις τις απόψεις σου περί ελπίδας και μαχητικότητας» μου έγραψε ως απάντηση στα άκρως ψαγμένα μου επιχειρήματα. Αυτό ήταν. Μέσα στη σιγαλιά της νύχτας ακούστηκε ένα ηχηρό «σλάπ» και η ελπίδα του έριξε ένα γερό χαστούκι στην κυνικότητα της περίλαμπρης γνώσης και εμπειρίας μου.  
Όχι, δεν πήγα πλατεία. Αυτό με κάνει επαναστάτη του καναπέ ή κολλημένη με κάποιο κόμμα; Αυτό με κάνει αδιάφορή; Αυτό δεν αναρωτιόμαστε όλοι εμείς, οι τόσο «πολιτικοποιημένοι» στοχαστές της μπλογκόσφαιράς; Λες και η παρουσία μας στην πλατεία της κάθε πόλης αποτελεί «παράσημο» ή απόδειξη ότι το λόγο μας τον κάνουμε πράξη. Λες και η απουσία μας σημαίνει αυτόματα και «κριτική σκέψη» απέναντι στις εκάστοτε μόδες του λαουτζίκου που τόσο υποτιμάμε. Και επειδή εγώ, εσύ, ο άλλος, ο παραδίπλα, βρε αδερφέ, δεν πήγε στην πλατεία σημαίνει αυτόματα πως ή θα πρέπει να απολογηθεί στο σύνολο ή θα πρέπει να κρίνει, να αναλύει, να σιχτιρίζει ή να κριτικάρει όλους αυτούς που πήγαν; Πόσο μας αρέσει αλήθεια να ισχυροποιούμε τη φωνή και την υπόσταση μας, συγκρίνοντας τη δική μας λογική με αυτή της μάζας ή της μόδας για να αποδείξουμε (πρωτίστως στους εαυτούς μας) πως εμείς (και μόνον εμείς) κατέχουμε την πάσα αλήθεια και δεν παρασυρόμαστε από τα «κύματα απολιτίκ ενθουσιασμού» και τα σχετικά.
Όχι, δεν πήγα πλατεία, δεν φώναξα και δεν μούντζωσα κανέναν αυτές τις μέρες. Μόνον τον εαυτό μου μούντζωσα, κάθε φορά που ερχόμουν πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του στον καθρέπτη του μπάνιου. Δεν πήγα πλατεία γιατί δεν είμαι απλώς αγανακτισμένη, είμαι και απελπισμένη συνάμα. Δεν πήγα πλατεία γιατί δυσκολεύομαι να πιστέψω, φοβάμαι να ελπίσω σε κάποια αλλαγή, μπας και φάω τα μούτρα μου εκ νέου. Γιατί τρέχω σαν το Βέγγο να καλύψω υποχρεώσεις, να βγάλω πέντε δεκάρες και να περισώσω ότι έχει μείνει από την πληγωμένη μου αξιοπρέπεια σε μια χώρα που βουλιάζει καθημερινά. Δεν πήγα πλατεία, γιατί οι δικές μου επιλογές σε αυτή τη ζωή μου επέβαλλαν να περπατάω και να παλεύω μόνη μου για λίγη αξιοπρέπεια – η οποία είναι έννοια υποκειμενική τελικά- και  η δική μου πάλη δεν συγκρίνεται με την πάλη των γύρω και ούτε θα έμπαινα ποτέ σε μια τέτοια διαδικασία, διότι είναι μάταιη και –πάνω απ’ όλα- εγωκεντρική. Αυτό, όμως, δεν με κάνει καλύτερη ή χειρότερη από κανέναν, αυτό είναι το θέμα και η ουσία.
Διάβασα τόσες απόψεις, τόσες γνώμες για το θέμα της «αγανάκτησης» και όσο λογικά και να μου φάνηκαν τα συμπεράσματα και τα επιχειρήματα στην κάθε μία από αυτές, δεν μπορώ με τίποτα να αποτινάξω από μέσα μου αυτή την αίσθηση της «φαγωμάρας» που μου δημιούργησαν. Για ακόμη μια φορά η εικόνα που θέλουμε να δείχνουμε είναι αυτή της διάσπασης και ποτέ της ένωσης, μόνο που η δική μας διάσπαση έχει ιδεολογία και ηθική από πίσω, δεν είναι (και καλά) άσκοπη και ελιτίστικη. Για άλλη μια φορά, η ρητορική περιστρέφεται γύρω από το ποιος είναι καλύτερος άνθρωπος, ποιος είναι λιγότερο βολεμένος, ποιος είναι λιγότερο φασίστας ή ποιος έχει περισσότερα και ποιος λιγότερα. Για άλλη μια φορά ο διάλογος αναλώνεται μεταξύ των σωστών και των λάθος ιδεολόγων, των «σκεπτόμενων» πολιτών και των μη, των απολιτίκ και των πολιτικοποιημένων, των «εκλεπτυσμένων» και του λαουτζίκου, που άκριτα ή με λάθος αιτήματα ξεχύνετε στους δρόμους και δηλώνει αγανακτισμένος. Για άλλη μια φορά χωριζόμαστε σε στρατόπεδα, δυσκολευόμαστε να συνυπάρξουμε, ζοριζόμαστε να αναπνεύσουμε, μπας και προδώσουμε τις ιδέες μας ή (ο θεός να μας φυλάει) γίνουμε έστω και στιγμιαία ένα με όσα (και όσους) μισούμε.
Το έγραψα και σε προηγούμενη ανάρτηση, είμαι καιρό τώρα αγανακτισμένη με πολλά, αλλά κυρίως με την σκατοψυχία των ανθρώπων. Μικρόψυχοι, φοβισμένοι και πολύ δήθεν άνθρωποι. Άνθρωποι μορφωμένοι και εκλεπτυσμένοι, που τα βιβλία που διάβασαν τα έκαναν πανοπλία τους, δίχως ποτέ να αφομοιώσουν επαρκώς τον πλούτο και τις αντιθέσεις των μηνυμάτων τους. Άνθρωποι που πίσω από την εικόνα που στήνουν για τους εαυτούς τους κρύβουν καλά την αδυναμία τους να δουν πέρα και πάνω από τις δικές τους ιδέες και θέλω. Άνθρωποι  που απορρίπτουν με μιας τους γύρω, αλλά επειδή το κάνουν  τόσο διαλλακτικά και ψύχραιμα, νομίζουν πως έτσι η σκατοψυχία τους φοράει μανδύα που την κάνει αόρατη στους γύρω.
Μια μερίδα αυτών είναι που γράφει τώρα ολόκληρα κατεβατά αναλύοντας τη ματαιότητα των κινητοποιήσεων που λαμβάνουν χώρα σε όλη την Ελλάδα, υπερτονίζοντας τις ετερόκλητες ιδεολογίες του πλήθους και την απολιτίκ χροιά του. Άνθρωποι, λοιπόν, που δεν γράφουν ποτέ στο Α’ ενικό, δίνοντας έτσι την εντύπωση πως τους απασχολεί το κοινό καλό, μα με κάθε τους λέξη ανυψώνουν τον εαυτό τους και τη σκέψη τους πάνω απ’ όλους, υποτιμώντας με κάθε λογικό τρόπο τη «μάζα». Άνθρωποι που πιστεύουν ακράδαντα πως έχουν αγγίξει την τελειότητα σε προσωπικό και ιδεολογικό επίπεδο, ώστε να τους δίνει το δικαίωμα να απευθύνονται στους άλλους στο Γ πληθυντικό ή ακόμη χειρότερα στο Α’ πληθυντικό. Για εμένα, οι του Α’ πληθυντικού είναι ακόμη χειρότεροι, μια και θεωρούν τον εαυτό τους ως «έναν από εμάς», μόνο και μόνο για να υποτιμήσουν ευγενικά το σύνολο, δίχως να προκαλέσουν αντιδράσεις. Είναι αλλιώς να λες κάποιον ‘πρόβατο’ ή ‘ηλίθιο του συρμού’ κομπάζοντας παράλληλα για τη δική σου (πεφωτισμένη) στάση και είναι αλλιώς να λες τα ίδια ακριβώς πράγματα παριστάνοντας το φιλόσοφο που οκλαδόν μέσα στο πλήθος προσπαθεί να νουθετήσει τα παραστρατημένα μυαλά των συμπολιτών του.
Ο λαουτζίκος που τόσο περιφρονείτε για το χαμηλό του IQ και την εύπλαστη ηθική του είναι ο λαουτζίκος που προσπαθείτε να νουθετήσετε και να «σώσετε», κύριοι και κυρίες. Καλά θα κάνετε, λοιπόν, να μην τον κρίνετε τόσο αυστηρά, αν θέλετε να τον πάρετε με το μέρος σας ή αν επιθυμείτε διακαώς να τον σώσετε από τον εαυτό του. Στην τελική, για να μιλήσω και με όρους που απεχθάνεστε τόσο, ποιος πέθανε και σας διόρισε θεούς στη θέση του; Μήπως να αγανακτήσετε λίγο με τον εαυτό σας;