2 Φεβρουαρίου 2012

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει....


Σταμάτησα να βλέπω ειδήσεις. Σταμάτησα τη στιγμή που είδα την υποδοχή που είχε ο νέος μας, αυτό-διόριστος και με το «έτσι θέλω», πρωθυπουργός από τους ευρωπαίους και μη «παίκτες» του εξωφρενικού σκηνικού στο οποίο καλούμαστε να ζήσουμε τα τελευταία τρία (τουλάχιστον) χρόνια. Έκλεισα την τηλεόραση και δεν την άνοιξα ξανά. Από τότε, όποτε πέφτω σε ειδήσεις ή εκπομπές πολιτικού σχολιασμού και επικαιρότητας είναι σαν να ακούω ποπ επιτυχίες από το ραδιόφωνο: ακούω ένα συνεχή και ενοχλητικό θόρυβο που απλά με συνοδεύει γλυκά και νωχελικά σε οτιδήποτε άλλο κάνω εκείνη τη στιγμή. Κάθε κουβέντα, σχόλιο, ανάλυση που πιάνει στον αέρα το αυτί μου, μόλις φτάσει στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του μυαλού μου –δυστυχώς- μου επιβεβαιώνει τον ίδιο φόβο, αυτόν που γεννήθηκε μέσα μου τη μέρα του αυτό-διορισμού της νέας μας κυβέρνησης: ότι δηλαδή έχουμε (και επισήμως πλέον) δικτατορία.  
Ζούμε σε σκηνικό απόλυτης κατάρρευσης. Οι κοινωνίες , από την αρχή του χρόνου, δομήθηκαν πάνω σε κοινά συμφωνημένους και αποδεκτούς θεσμούς, ιδέες, ακόμη και συνήθειες. Ναι, ξέρω, δεν συμφωνούν όλοι οι άξονες σκέψης και κοσμοθεωρίας με αυτή την άποψη, όμως, ακόμη και να δεχτούμε ότι η συναίνεση «των πολλών» στα πρότυπα ζωής και οικονομίας που οικοδόμησε η Δύση ήταν κατά 30% (πως αλλιώς άλλωστε θα επιβίωναν ως σήμερα;) ακόμη και αυτό είναι ένα ποσοστό που δείχνει πως υπήρξε –‘έστω- και μία κάποια συναίνεση. Κοινώς, αν δεν συμφωνήσουμε όλοι, πως είναι δυνατόν να δεχτούμε ότι τα νομίσματα που ανταλλάσουμε λέγονται «ευρώ» και οι τρόποι ανταλλαγής και χρήσης τους είναι συγκεκριμένοι; Πως είναι δυνατό να δεχτούμε ότι η Ε.Ε. είναι πιο πάνω από κάθε εθνική κυβέρνηση και οι επιταγές της πρέπει να ακολουθούνται; Πως είναι δυνατό, δίχως συναίνεση, να δεχτούμε ότι οι αποφάσεις μιας χούφτας εθνικών πολιτικών θα πρέπει να τηρηθούν για να συνεχίσουμε να συνυπάρχουμε και να υπάρχουμε γενικότερα;
Ναι, είναι περίπλοκη πλέον η κατάσταση, όμως, όσο περίπλοκη και να γίνει, αυτό δεν αναιρεί την ουσία των πραγμάτων στα μάτια μου: η ουσία είναι πως τα πάντα είναι συμφωνία, τα πάντα είναι συναίνεση ή θα έπρεπε να είναι συναίνεση μεταξύ του πλήθους ανθρώπων που κατοικούν πάνω σε αυτή την γη και αυτών που έχουν τις «φαεινές» ιδέες για το «πως» θα πρέπει να ζούμε όλοι μαζί σε μια συλλογικότητα. Αν υποθέσουμε ότι η συναίνεση μεταξύ των δύο πλευρών που προανέφερα είναι απαραίτητη (φτάσαμε να υποθέτουμε αυτά που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα), τότε ζούμε σίγουρα μια ιδιότυπη δικτατορία. Η κυβέρνηση που αποφασίζει το μέλλον μας ΔΕΝ είναι εκλεγμένη, αλλά διορισμένη. Οι αποφάσεις που παίρνει δε , όχι μόνον δεν είναι προς το συμφέρον της συλλογικότητας, αλλά βρίσκουν τη σθεναρή αντίδραση και αντίσταση από την πλειοψηφία των ανθρώπων. Και αυτό που μόλις είπα ξεπερνά τα στενά όρια της χώρας μας (βλέπε Η.Π.Α., Ισπανία, Γαλλία κτλ). Είμαστε, λοιπόν, μάρτυρες της απόλυτης και βάναυσης κατάρρευσης όλων των «κοινωνικών συμβολαίων» που ίσως κάποτε προϋπήρξαν.
Δεν λέω ότι με ενδιαφέρει η επιστροφή στο «παλιό», ας μην παρεξηγούμε. Η πράξη έδειξε πως τα «συμβόλαια» που στήσαμε δεν ήταν και τα πλέον ασφαλή για την πλειοψηφία του κόσμου. Το θέμα είναι πως δεν μας δόθηκε –και όπως βλέπω δεν προβλέπεται να μας δοθεί- ποτέ η ευκαιρία ή η δυνατότητα της επαναδιαπραγμάτευσης των όρων του «συμβολαίου». Ζούμε σε μια εποχή επιβολής και επιταγών. Ζούμε σε έναν κόσμο, που όσο και αν καυχιόμαστε και προσπαθούμε, δεν ελέγχουμε πλέον καμία έκφανση της ζωής μας, ούτε καν αυτή της προσωπικής ζωής. Οι ανακοινώσεις, οι δηλώσεις, οι αποφάσεις εισβάλουν με το έτσι θέλω στα σπίτια μας και εμείς συνεχίζουμε ότι κάναμε εκείνη τη στιγμή, προσποιούμενοι πως αυτά που ακούμε είναι ποπ τραγουδάκια, σκουπίδια κοινώς, μεταμφιεσμένα ως «σωτηρία» της βαρεμάρας μας, με εύπεπτούς στίχους και μασκαρέματα της αλήθειας.
Η δικτατορία της οικονομίας είναι πλέον –επίσημα και απροκάλυπτα- και δικτατορία πολιτική. Μέσα σε αυτή την θρασύτατη επιβολή καλούμαστε να ονειρευτούμε, να δημιουργήσουμε, να αναπτυχθούμε, να αγαπήσουμε, να μοχθήσουμε, να ζήσουμε και να μεγαλώσουμε παιδιά. Και όταν ρωτάω: «Γιατί δεν αντιδρούμε», μου απαντούν «για να μην χάσουμε και τα λίγα που έχουμε». Εμπεδώσαμε τόσο πολύ το μερίδιο μας στην ευθύνη;;; Μάλλον, αλλιώς δεν εξηγείται ΤΟΣΗ σιωπή. Ποιος σας είπε, όμως, ότι η ενοχή εξιλεώνεται με τη σιωπή;;; Δεν μάθαμε ακόμη ότι τα λάθη διορθώνονται μόνον όταν αποφασίσουμε να κάνουμε το σωστό;;; Είμαι η μόνη –τελικά- που νιώθει πως πλέον ΔΕΝ έμεινε τίποτα να χάσουμε;;;