4 Μαΐου 2013

Ετοιμάζω ταξίδι (μοναχά για το υπερτροφικό ΕΓΩ σου)




There is nothing so agonizing to the fine skin of vanity as the application of a rough truth.  
~Edward G. Bulwer-Lytton

Τα άτομα των οποίων η δομή της προσωπικότητάς τους επιβάλλει να αντλούν επιβεβαίωση από παράγοντες έξω από τον εαυτό τους ονομάζονται από τους ψυχαναλυτές ναρκισσιστικά.
Πολλοί συγγραφείς παρατήρησαν ότι μέσα σε κάθε ματαιόδοξο και μεγαλομανή ναρκισσιστή 
κρύβεται ένα ντροπαλό παιδί που συνεχώς παρατηρεί τον εαυτό του, και σε κάθε καταθλιπτικό και αυτομεμφόμενο ναρκισσιστή καραδοκεί ένα μεγαλειώδες ομοίωμα αυτού που το άτομο θα έπρεπε ή θα μπορούσε να είναι. Για τον λόγο αυτό τα άτομα αυτά καθώς εστιάζουν την προσοχή τους στην εικόνα που προβάλουν προς τα έξω, είναι πιθανό να αισθανθούν ότι εξαπατούν τους άλλους και ότι δεν μπορούν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, ενώ παράλληλα ασχολούνται επίμονα με στοιχεία που παρατηρούνται εύκολα από τους άλλους (ομορφιά, φήμη, πλούτος). Η ανταπόκριση απέναντι στην αποδοχή και η ευαισθησία απέναντι στην κριτική δεν είναι η συνηθισμένη.

Η αίσθηση κενού και η μεγαλομανία εμφανίζονται με την επιδειξιομανία, επιφυλακτικότητα, συναισθηματική ανικανότητα, υπερεκτίμηση της δημιουργικότητας, κριτική στάση απέναντι στο περιβάλλον και με τις φαντασιώσεις παντοδυναμίας. Όλα τα ναρκισσιστικά άτομα μοιράζονται μια εσωτερική αίσθηση τρόμου, ανεπάρκειας, ντροπής, αδυναμίας και κατωτερότητας.

Ενόρμηση, συναίσθημα και ιδιοσυγκρασία στο ναρκισσισμό

Τα ναρκισσιστικά άτομα παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλομορφία, η ψυχοπαθολογία τους δεν είναι τόσο εμφανής και δεν προκαλούν τόσο μεγάλη βλάβη. Εκείνα τα άτομα που έχουν σημειώσει επιτυχίες σε οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, στρατιωτικό ή οποιοδήποτε άλλο επίπεδο είναι πιθανό να αποτελούν αντικείμενο θαυμασμού και μίμησης από το περιβάλλον τους. Το εσωτερικό κόστος της ναρκισσιστικής τους «πείνας» για αναγνώριση σπάνια γίνεται ορατό από τους παρατηρητές και τα τραύματα που προκαλούνται στους άλλους κατά την πραγματοποίηση των ναρκισσιστικών αναγκών είναι δυνατόν να εκλογικευτούν ως ασήμαντα ή ως απαραίτητες παρενέργειες.

Ο ναρκισσισμός έχει συνδεθεί με την κατάσταση του βρέφους που φαίνεται ότι είναι δεκτικό, ήδη από πρώιμο στάδιο, στα αδήλωτα συναισθήματα, τις στάσεις και τις προσδοκίες των άλλων. Για παράδειγμα, η Alice Miller πιστεύει ότι πολλές οικογένειες εκμεταλλεύονται ασυνείδητα τα φυσικά ταλέντα ενός παιδιού με σκοπό τη διατήρηση της δικής τους αυτοεκτίμησης και ότι αυτό το παιδί μεγαλώνει μέσα σε μια σύγχυση σχετικά με το ποιου τη ζωή θα πρέπει να ζήσει: τη δική του ή της οικογένειάς του. Σύμφωνα με τη Miller, το πιθανότερο είναι ότι τέτοια χαρισματικά παιδιά αντιμετωπίζονται ως ναρκισσιστικές προεκτάσεις και έτσι έχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν ναρκισσιστικοί ενήλικοι.

Αμυντικές και προσαρμοστικές διεργασίες στο ναρκισσισμό

Οι μηχανισμοί που χρησιμοποιεί το ναρκισσιστικό άτομο κατά κύριο λόγο  είναι η εξιδανίκευση, η υποτίμηση, η προβολή και η τελειοθηρία. Η εξιδανίκευση και η υποτίμηση είναι διεργασίες συμπληρωματικές, δεδομένου ότι όταν ο εαυτός του ατόμου εξιδανικεύεται, υποτιμάται ο εαυτός των άλλων ατόμων και αντιστρόφως. Ο Kohut αρχικά χρησιμοποίησε τον όρο «μεγαλειώδης εαυτός» για να αποδώσει την αίσθηση του μεγαλείου του εαυτού και την υπεροχή που διακρίνουν τον έναν πόλο του εσωτερικού κόσμου των ναρκισσιστικών ατόμων. Αυτή η αίσθηση μεγαλείου μπορεί να βιωθεί εσωτερικά ή να προβληθεί σε άλλα άτομα. Υπάρχει μια σταθερή διεργασία «ταξινόμησης», την οποία τα ναρκισσιστικά άτομα χρησιμοποιούν για να αντιμετωπίσουν οποιοδήποτε θέμα τα απασχολεί: Ποιος είναι ο «καλύτερος» γιατρός; Ποιο είναι το «καλύτερο» νηπιαγωγείο;

Μια αμυντική θέση στην οποία παγιδεύονται τα άτομα με ναρκισσιστικά κίνητρα είναι η τελειοθηρία. Επιδιώκουν μη ρεαλιστικά ιδανικά, και είτε πείθουν τον εαυτό τους ότι έχουν επιτύχει τους στόχους τους (το μεγαλειώδες αποτέλεσμα) είτε αντιδρούν στην αποτυχία τους νιώθοντας ατελείς και όχι απλοί, συνηθισμένοι άνθρωποι (το καταθλιπτικό αποτέλεσμα).
Η απαίτηση για τελειότητα εκφράζεται με χρόνια κριτική του εαυτού ή των άλλων (και αυτό εξαρτάται από το αν ο υποτιμημένος εαυτός προβάλλεται στους άλλους) και με ανικανότητα εκ μέρους του ατόμου να βρει χαρά στη ρευστότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Μερικές φορές τα ναρκισσιστικά άτομα χειρίζονται το πρόβλημα της αυτοεκτίμησης θεωρώντας κάποιο άλλο πρόσωπο -έναν εραστή, ένα δάσκαλο, ένα φίλο, έναν ήρωα-  τέλειο και στη συνέχεια αισθάνονται υπέρμετρη υπερηφάνεια μέσω της ταύτισης με το πρόσωπο αυτό («Είμαι εξάρτημα του Τάδε, ο οποίος είναι αλάθητος»). Μερικά άτομα έχουν μακροχρόνια πρότυπα εξιδανίκευσης κάποιου ατόμου και, στην συνέχεια, όταν το άτομο αυτό επιδείξει κάποια ατέλεια, το ρίχνουν από το βάθρο που του έχουν στήσει. Από τη στιγμή που κανένας δεν είναι τέλειος, αυτή η στρατηγική είναι καταδικασμένη και ο υποτιμημένος εαυτός του ατόμου κάνει και πάλι την εμφάνισή του.

Εξιδανικεύω, για παράδειγμα, τον γιατρό που θα με σώσει, τον πολιτικό που θα λύσει τα προβλήματα του τόπου και τα δικά μου, το σχολείο όπου θα σπουδάσει το παιδί μου, το θεραπευτή που θα με απαλλάξει από τα συμπτώματά μου, το σύντροφο που θα με κάνει ασφαλή και ευτυχή κλπ και μέσα από τη σπουδαιότητα αυτών γίνομαι σπουδαίος κι εγώ. Όταν όμως οι προσδοκίες μου δεν εκπληρώνονται η ευάλωτη αυτοεκτίμησή μου μηδενίζεται. Για να αποφύγω αυτήν την κατάσταση υποτιμώ τον άλλο, λέγοντας ότι ο άλλος είναι ο κακός ή ο φταίχτης.