28 Οκτωβρίου 2010

Ζώντας λαθραία…όλοι μαζί στην ίδια βάρκα

Μετανάστες και μετανάστευση. Η δουλειά μου πρόσφατα με έφερε μπροστά τους. Πέρασα μέρες ολόκληρες εξερευνώντας, όχι τόσο τους ίδιους, όσο τις ιδέες και τις απόψεις του απλού κόσμου, των δημόσιων λειτουργών ή των ακαδημαϊκών για αυτούς. Ανακάλυψα πολλά, τα οποία δεν χωράνε σε μια ανάρτηση. Ανακάλυψα αρχικά το πραγματικό τους νούμερο. Η μοναδική –επίσημη- απογραφή του αριθμού μεταναστών που έχουμε στα χέρια μας έγινε πριν 10 σχεδόν χρόνια. Αν μαντέψουμε –όπως όλοι μπορούμε τώρα πια- την ποιότητα της δουλειάς των δημόσιων λειτουργών, που ανέλαβε να πραγματοποιήσει την απογραφή, τότε μπορούμε να φανταστούμε τα κενά και τις παραλείψεις που υπήρξαν, δίχως καν να δούμε τα νούμερα. Μα δεν έχουν τόση σημασία τα νούμερα, όσο το γεγονός ότι 10 ολόκληρα χρόνια μετά και ακόμη δεν γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό ψυχών –έστω και ξένων- που ζει στο ίδιο κομμάτι γης με εμάς.


Ανακάλυψα επίσης τους νόμους που θεσπίστηκαν για τη νομιμοποίηση τους. Νόμοι περίπλοκοι, δυσνόητοι, επίτηδες κακογραμμένοι και ποτέ, μα ποτέ, αρκετοί για να καλύψουν τα κενά και τις παραλείψεις των προηγούμενων. Οι ακαδημαϊκοί σιγομουρμουρίζουν σε κάθε τους παράγραφο, τονίζοντας την παραλογία τους, τα παραθυράκια τους και τα ποσοστά των ανθρώπων που αφήνουν στην παρανομία, καταφέρνοντας δηλαδή το αντίθετο ακριβώς από το λόγο ύπαρξης τους.

Δεν είναι τόσο τα νομοθετικά τερτίπια που με ξενίζουν, άλλωστε στην Ελλάδα έχουμε μεγάλη ιστορία άχρηστων-ελλιπέστατων-πονηρών νόμων. Αυτό που με προβληματίζει είναι η εσκεμμένη απουσία μεταναστευτικού οράματος και πολιτικής. Με λίγα λόγια, ποιους εξυπηρετεί η στάση που κρατάμε; Για ποιόν ακριβώς λόγο δηλώνουμε αδυναμία οργάνωσης και αποτελεσματικότητας, όταν έχουμε στα χέρια μας τόσο τις οδηγίες-προσταγές της ΕΕ για τους μετανάστες, αλλά και τα παραδείγματα μεταναστευτικής πολιτικής άλλων χωρών, με μεγαλύτερη «προϋπηρεσία» στη μεταναστευτική πολιτική; Είναι θέμα πολιτικής βούλησης ή θέμα στρατηγικής;

Το θέμα της μεταναστευτικής πολιτικής είναι το κόκκινο πανί και των επερχόμενων εκλογών, ειδικά στη Περιφέρεια Αττικής. Είδα τα ευτράπελα στις γειτονίες και άκουσα τις απόψεις των υποψηφίων. Ακροδεξιές κορώνες και αριστερή σιωπή, πασπαλισμένη με μπόλικο συναίσθημα. Η ατμόσφαιρα μυρίζει μπαρούτι, και Ελλάδα δεν είναι μόνον η Αθήνα. Δέκα χρόνια σφυράμε αδιάφορα, το κύμα κάποια στιγμή θα μας έφτανε, όσο γρήγορα και αν λέμε πως τρέχουμε. Αναρωτιέμαι, όμως, πόση πολιτική δύναμη θα έχουν τελικά αυτοί οι τοπικοί άρχοντες, ώστε να υπόσχονται λύσεις βερεσέ, όταν εδώ και 10 τουλάχιστον χρόνια η κεντρική διοίκηση της χώρας δεν μπόρεσε να υλοποιήσει καμία; Για πολιτική βούληση δεν ρωτάω καν, τα 10 χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη απογραφή μαρτυρούν πολλά. Οι Έλληνες αρκούμαστε στα λόγια τελικά, χωρίς ποτέ να εξετάζουμε πόσα από αυτά έγιναν πραγματικά πράξη.

Ανακάλυψα ακόμη –με μεγάλη απογοήτευση- τη δυστοκία των ερευνητών που συχνάζουν στα Ελληνικά Πανεπιστήμια. Θεέ μου! Τι είδαν τα ματάκια μου…

Δεκάδες έρευνες, όλες τυλιγμένες στο μανδύα της επιστημονικής αντικειμενικότητας, γεμάτες ελλείψεις και παραλείψεις. Όποιος έχει αποφοιτήσει –με νόμιμα τουλάχιστον μέσα και όχι επειδή γνωρίζει τον καθηγητή- από σχολή κοινωνιολογίας ή κοινωνικών επιστημών γνωρίζει ότι ο νούμερο ένα κανόνας της κοινωνικής έρευνας είναι η παραδοχή και περιγραφή της μεροληψίας του ίδιου του ερευνητή. Γνωρίζει επίσης, ότι σκοπός μιας έρευνας δεν είναι να εκθειάσουμε καθηγητές, περιλαμβάνοντας, μάλιστα, στα κύρια επιχειρήματα μας το βιογραφικό τους. Δεν με πείραξε τόσο η μεροληπτική παρουσίαση των θεμάτων, όσο το γεγονός ότι στην πλειοψηφία τους, και το εννοώ, οι έρευνες και οι διπλωματικές που διάβασα ήταν κακογραμμένες. Δυστυχώς, η σωτηρία δεν θα έρθει από την ακαδημία, ούτε όμως και από τα αμφιθέατρα των Ελληνικών Πανεπιστημίων. Όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, και εκεί επικρατούν τα μικρο-συμφέροντα, τα κομματικά συμφέροντα και τα «κολλητιλίκια».

Ανακάλυψα, τέλος, και κάτι ακόμη, ανακάλυψα τον παράγοντα ψυχολογία και τον παράγοντα άνθρωπο. Σε ότι αφορά τον πρώτο, νομίζω πως η τύχη μας επιφύλαξε μία άσχημη, αλλά και συνάμα δίκαιη, έκπληξη. Τόσο καιρό βλέπαμε αφ’υψηλού τους μετανάστες. Τώρα, που όλο και πιο πολλοί Έλληνες συνωστίζονται στα συσσίτια, ήρθε η ώρα να γίνουμε φίλοι τους και συνοδοιπόροι στη μιζέρια. Ο Θεός τελικά είναι πολύ χιουμορίστας, πάντα το έλεγα. Τώρα, που και εμείς είμαστε αναγκασμένοι να δουλεύουμε ανασφάλιστοι, δίχως συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή μονιμότητα, τώρα θα καταλάβουμε πως είναι να είσαι μετανάστης στον τόπο σου. Η κρίση μας φέρνει πιο κοντά, πάντα το έλεγαν και δεν τους πίστευα. Σε πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου –προ ΔΝΤ- το 49% των Ελλήνων ζήτησε την απέλαση των άνεργων μεταναστών. Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγετε κρύο, αγαπητοί μου, διότι τώρα πια η ανεργία διώχνει εμάς τους ίδιους από τη χώρα μας προς αναζήτηση εργασίας. Και το χειρότερο απ’ όλα ξέρετε πιο είναι; Το χειρότερο απ’ όλα είναι πως υποπτεύομαι ότι σε όλο αυτό το μπάχαλο, σε όλη αυτή την παρακμή που υποπέσαμε ως Έλληνες, το πιο πιθανό είναι οι μετανάστες συμπολίτες μας να μας συμπονέσουν, παρά να νιώσουν δικαιωμένοι. Για φανταστείτε το…

11 Οκτωβρίου 2010

η βροχή

Ξύπνησα στους ήχους του ουράνιου κλάματος. Με ξύπνησε το παράπονο της φύσης. Ο ήχος του, σαν θλιμμένη μελωδία, έπεφτε στο ίδιο τέμπο με αυτόν που καιρό τώρα σιγο-παίζει μέσα μου και η μελωδία ξεχείλισε στα αυτιά μου. Δεν κατάφερα να πνίξω μέσα μου την ανάγκη να φωνάξω για όλα αυτά που μου λείπουν και ο ύπνος χάθηκε ξαφνικά μέσα από τα μάτια μου.


Θαμπός ο ουρανός. Κάθε γωνία και ένα γκρίζο μπαλωματάκι, κάθε σύννεφο και ένα δάκρυ. Αγουροξυπνημένα τα μάτια μου τον εξερευνούν. Πόσο διαφορετική μοιάζει τώρα η βροχή; Πόσο διαφορετική, μετά από τόσους μήνες που έχω να την ακούσω;

Μπαίνει ξαφνικά το δροσερό αεράκι της από τα παράθυρα, παίζει με την κουρτίνα και μετά μου χαϊδεύει απαλά το πρόσωπο. Και το χώμα, βγάζει από μέσα του όλο το δηλητήριο που τόσο καιρό δεν μπορούσε να αποβάλει, και μια υγρή, ζεστή μυρωδιά γεμίζει την ατμόσφαιρα. Ο ήχος, η μυρωδιά της γης... Μου θυμίζουν το δικό μου κλάμα, αυτό που δεν κατάφερα να κρατήσω μέσα μου, γιατί οι τοξίνες σκότωναν σιγά σιγά τα ζωτικά μου όργανα. Τώρα καταλαβαίνω πόσο χαζή και άσκοπη είναι αυτή μου η προσπάθεια να αρνηθώ τα πάντα, όλα αυτά που καιρό βολτάρουν μέσα μου και ψάχνουν το άνοιγμα των ματιών μου για να εκφραστούν. Αν κοιτάξεις καλά θα δεις την τρικυμία πίσω από τις κόρες των ματιών μου, τα ποτάμια που φουρτουνιάζουν μέσα τους, ίδια με αυτά που οργώνουν τώρα ορμητικά το δρόμο.

Μα ήρθε η βροχή... το δηλητήριο χάνει σιγά σιγά τη γεύση και τη δύναμή του. Τα μπαλωματάκια στον ουρανό παίρνουν χρώμα και χαμογελά νυσταγμένος ο ήλιος πίσω τους. Έτσι και το μυαλό μου παίρνει χρώμα, με κυριεύει μια χαρά, μια προσμονή, από αυτές που σε καθηλώνουν στην αναμονή τους. Και δεν χάνω πια το χρώμα από τα μάτια μου, και αν ο ουρανός σκοτεινιάζει που και που, το ίδιο και η σκέψη μου. Μα είναι μόνο για λίγο, γιατί αυτή η πτώση είναι απαραίτητη για να μπορέσεις να πάρεις φόρα και να τιναχτείς πιο ψηλά. Αυτή η πτώση, είναι σαν το νέο αίμα που εισχωρεί στο σώμα σου και σε κάνει να σκεφτείς τη ζωτικότητα και τη σημασία του.

Σαν μικρόβιο μπήκε μέσα μου η χαρά και ξέπλυνα στη βροχή και την τελευταία μου ελπίδα.

Τα δικά μου σύννεφα σκαρφαλώνουν μόνο μέχρι το ταβάνι του δωματίου μου, μα πριν προλάβω να τα κοιτάξω, γίνονται φαντασία, γίνονται πρόσωπα και εικόνες και με πιάνουν τα γέλια. Με πιάνουν τα γέλια γιατί η ζωή είναι μικρή, είναι όμορφη, είναι αυτό που την κάνω εγώ να είναι. Κάτι φωνάζει μέσα μου πως η αγάπη είναι μέσα στα μάτια μου, η ομορφιά είναι μέσα στο βλέμμα μου, ο Θεός είναι μέσα στο αίμα μου, η τύχη ξαποσταίνει πάνω στα χέρια μου και εσύ θα μου χαμογελάς όπως και να σε κοιτάξω, σαν τον ήλιο που τώρα ξεμυτά από τα σύννεφα. Και αν καμιά φορά δεν σε βλέπω να χαμογελάς, είναι γιατί ξεχνάω να κοιτάξω ψηλά. Συγχώρεσε την ανθρώπινη μικροπρέπεια μου, το βουβό μου κλάμα, το θρήνο της ζωής μου, και εγώ υπόσχομαι πως, αν δεν σταματήσεις να μου χαμογελάς, δεν θα σταματήσω ποτέ να κοιτώ ψηλά.

Χαρά της ζωής μου, είσαι ο ήλιος που τώρα ζεσταίνει το άκαμπτο κορμί μου. Μην πάψεις ποτέ να μου χαμογελάς, και εγώ, έχω σύμμαχο τον καιρό και τη μνήμη για να μου θυμίζει περασμένες μας μάχες και τον πόλεμο που θα έρθει.

Τώρα... όλα είναι τώρα, όλη μου η ζωή αρχίζει και τελειώνει με κάθε σου χαμόγελο, με κάθε νέο και παλιό κεφάλαιο της μνήμης μου.

Και αν ερωτευτώ, θα είναι για πάντα.Ό,τι ερωτεύτηκα ως τώρα στη ζωή μου, είναι ακόμη μέσα μου, γιατί αλίμονο σ'αυτόν που δεν αγαπά τη μνήμη του, σ'αυτόν που ξεχνά όλα όσα τον έφεραν ως εδώ, ως την κάθαρση της βροχής, ως το χαμόγελο του ήλιου.

Τi θα ήμουν χωρίς τα χαμογελά σας; Χωρίς τις αναμνήσεις μου, χωρίς τη βροχή...

10 Οκτωβρίου 2010

Seasons change, separate paths, separate ways…

Ουφ! Έφτασα! Τα πάτησα! Δεν θα πω τα πόσα, ίσως επειδή αν με ρωτήσεις πόσο χρονών πιστεύω πως είμαι, θα σου απαντήσω 70. Ο χρόνος είναι πολύ υποκειμενική έννοια και αίσθηση τελικά. Κάπου είχα διαβάσει μια ανάλυση του τι σημαίνει χρόνος, αλλά ήταν τόσο αφηρημένη και αφαιρετική που το μόνο που κατανόησα ήταν πως ο χρόνος περνά απελπιστικά αργά, όταν διαβάζεις κακογραμμένα και επίτηδες δυσνόητα κείμενα.


Το ίδιο αργά περνάει και όταν διαβάζεις χιουμοριστικά κείμενα, όπου το γέλιο σου βγαίνει με το στανιό, και από αυτά –δυστυχώς- έχει γεμίσει το διαδίκτυο. Φτηνό χιούμορ της οκάς, με τσιτάτες ατάκες και ανέκδοτες ιστοριούλες καθημερινής τρέλας, σερβιρισμένες με μπόλικο πνεύμα, που όποτε σκαλώνει, πετάει και μερικές βωμολοχίες για να πάει παρακάτω. Και από κάτω, σωρός τα διθυραμβικά σχόλια των αναγνωστών, τύπου «Χαχαχαχαχα! Είσαι θεά!». Υπάρχει βέβαια και η αντίπερα όχθη, όπου το χιούμορ αγγίζει τα όρια επικινδυνότητας της καυστικής σόδας. Σε αυτές τις περιπτώσεις διαβάζεις και γελάς αμέριμνος, μέχρι να φτάσεις στις τελευταίες σειρές και να συνειδητοποιήσεις πως τα σωθικά σου έχουν μετατραπεί σε πυρόπληκτο τοπίο.

Μα το θέμα μου δεν είναι η γραφή των διαφόρων –επαγγελματιών και μη- μπλόκερς, το θέμα μου είναι ο χρόνος. Ήμουν έτοιμη να γράψω έναν απολογισμό του τι σημαίνει χρόνος για μένα, πασπαλισμένο με μπόλικη γκρίνια για «όλα αυτά που ήθελα να κάνω και δεν έχω καταφέρει ακόμη». Το δούλευα από χθες στο κεφάλι μου το κείμενο και μέχρι να με πάρει ο ύπνος, είχα φτάσει αισίως στις 150 σελίδες ακατάσχετης μουρμούρας. Ευτυχώς, ξυπνώντας σήμερα το πρωί, το έγγραφο είχε διαγραφεί ολοκληρωτικά από το σκληρό μου δίσκο.

Μια αγαπητή (σε μένα τουλάχιστον) δημοσιογράφος μεγάλης αμερικανικής εφημερίδας είχε γράψει κάποτε πως όσοι περνάνε την ηλικία των 30, θα ήταν καλό (ή μήπως διασκεδαστικό; Δεν θυμάμαι τι από τα δύο) να γράψουν ένα κείμενο γεμάτο συμβουλές για τους νεότερους. Η ίδια το έκανε και με μεγάλη επιτυχία μάλιστα, όμως εγώ, ομολογώ, πως δεν θα το αποτολμούσα. Αν κρίνω από τις χιλιάδες γνώμες που ακούω και διαβάζω καθημερινά, είμαι ίσως από τους λίγους ανθρώπους σε αυτή τη πλάση που πιστεύει πως δεν έχει κάτι να προτείνει στους άλλους. Ίσως επειδή ξέρω πλέον καλά πως ότι και να προτείνεις σε κάποιον, ο οποίος δεν θέλει βοήθεια, θα πέσει στο κενό. Η πραγματικά έξυπνοι άνθρωποι δίνουν τις συμβουλές τους σε αυτούς που πραγματικά τις έχουν ανάγκη και όχι στον καθένα. Εγώ δυστυχώς δεν ανήκω ακόμη στην κατηγορία των πραγματικά έξυπνων ανθρώπων, μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία, την οποία θα σας διηγηθώ εν καιρώ.



Τι είναι λοιπόν ο χρόνος και πότε αισθανόμαστε πως έχουμε γεράσει; Ο χρόνος για μένα έχει δυο πρόσωπα, ένα πραγματικό και ένα καθαρά υποκειμενικό. Δυστυχώς, το σώμα μας δεν είναι φτιαγμένο από αστερόσκονη και ο χρόνος αφήνει πάνω του σημάδια, είτε μας αρέσει είτε όχι. Φυσικά και υπάρχει ο τρόπος να τα ξορκίσουμε, αρκεί να μπούμε στη διαδικασία του κόψε-τράβα-ράψε ή στην πιο οικονομική λύση του γυμνάζομαι-μέχρι-τελικής πτώσεως. Αυτό που δεν γνωρίζουμε όμως, είναι ότι ο χρόνος και πάλι θα μας αλλοιώσει, όσο και να τον ξορκίζουμε, γι’ αυτό καλύτερα θα ήταν να καταπιούμε τη ματαιοδοξία μας και να τον αποδεχτούμε. Είναι σαν τα σόγια μας, που όταν έρχονται επίσκεψη, το κάνουν δίχως να πάρουν ένα τηλέφωνο πρώτα και μας αναγκάζουν να κάτσουμε ώρες ολόκληρές μαζί τους, χαμογελώντας ψεύτικα στις συνήθως άβολες ερωτήσεις που μας εκτοξεύουν. Αυτή είναι η πραγματική μου σχέση με το χρόνο, όμοια με αυτή που έχω με τους συγγενείς μου: με ξέρουν υπερβολικά καλά, για να μπορώ να τους κρυφτώ και να αποφύγω τις ερωτήσεις τους. Όσο και να λες λοιπόν ότι είσαι, ο χρόνος γνωρίσει πως λες ψέματα.



Το πιο ενδιαφέρον όμως κομμάτι του χρόνου είναι το υποκειμενικό. Για μένα, ο χρόνος μετριέται με βάση τους στόχους που θέτει ο καθένας μας και όχι τα χρόνια που περνούν. Για μένα, ποτέ δεν είσαι αρκετά μεγάλος ή μεγάλη για να ξεκινήσεις μια νέα δουλειά, μια νέα σχέση, μια νέα προσπάθεια, έστω, που ίσως να σε φέρει πιο κοντά στους στόχους σου. Είχα φίλους και φίλες, οι οποίοι περνώντας τα 30, ένιωσαν πως τα χρονικά τους περιθώρια για τη δημιουργία οικογένειας στενεύουν επικίνδυνα. Και εγώ ρωτάω, απλά: είσαι ποτέ πολύ μεγάλος ή μεγάλη για να βρεις ένα σύντροφο, με τον οποίο θα ταιριάζεις και θα περνάς καλά; Από πότε η συντροφικότητα είναι προνόμιο των νέων και μόνο; Είναι απαραίτητη η τεκνοποίηση για την ολοκλήρωση ενός ανθρώπου; Και αν όντως είναι, τότε πως εξηγεί κανείς τη χαρά και την ολοκλήρωση που νιώθουν τα ζευγάρια που υιοθετούν παιδιά και δεν τεκνοποιούν ποτέ;



Θα μπορούσα να δώσω δεκάδες παραδείγματα, αλλά δεν θα το κάνω. Θα πω απλά αυτό, ότι για μένα ο χρόνος είναι μόνο οι στόχοι που θέτουμε οι ίδιοι για τους εαυτούς μας. Γι’ αυτό και πιστεύω πως οι άνθρωποι που έχουν επιτύχει τους στόχους που έθεσαν στη ζωή τους είναι αυτοί, που ακόμα και στα 40 τους, έχουν την πιο μειλίχια και ήρεμη έκφραση, την πιο δοτική και ακομπλεξάριστη συμπεριφορά προς τους γύρω τους. Η ευτυχία και η επιτυχία δεν είναι θέμα ηλικίας, είναι θέμα στόχων και συχνά θέμα τύχης. Σήμερα λοιπόν, είναι η σειρά μου να κάνω μόνη μου τον απολογισμό μου, ξεκινώντας ανάποδα αυτή τη φορά, καταμετρώντας στο μυαλό μου όλα αυτά που έχω επιτύχει. Είναι μια καλή αρχή. Χρόνια μου πολλά!