Πρόσφατα διάβασα το «Μύθο», μετά από προτροπή φίλης, της
οποίας τη γνώμη εκτιμώ πολύ. Αφού το τελείωσα, για να έχω μια πιο ολοκληρωμένη
άποψη του έργου, έκανα αυτό που κάθε οπαδός του είδους θα πρέπει να κάνει:
έψαξα συνεντεύξεις, κριτικές και το προσωπικό blog της συγγραφέως. Αυτό που με ξένισε
αρχικά ήταν οι πυκνές αναφορές των λογοτεχνικών κριτικών πως το εν λόγω βιβλίο
είναι μοναδικό, το πρώτο ή από τα λίγα του είδους στην εγχώρια λογοτεχνία του
φανταστικού. Εξ’ αρχής, τέτοιες κριτικές πρέπει να προσπερνιόνται, δίχως καν να
διαβαστούν, διότι, δηλώσεις σαν τις παραπάνω, καταμαρτυρούν την άγνοια των εν
λόγω κριτικών σε ότι αφορά τον πλούτο μικρών και μεγάλων διηγημάτων, ιστοριών
και μυθιστορημάτων που κυκλοφορούν από έλληνες συγγραφείς της λογοτεχνίας του
φανταστικού στη χώρα μας (επαγγελματιών και μη, δες www.sff.gr). Στην Ελλάδα, όμως, είσαι ότι δηλώσεις και οι
κριτικές βιβλίων –πλέον- είναι περισσότερο κομμάτι των δημοσίων σχέσεων ενός
οίκου ή ενός συγγραφέα, παρά εμπεριστατωμένες απόψεις ανθρώπων που
–τουλάχιστον- έχουν μια σφαιρική –έστω- γνώση του λογοτεχνικού χώρου τα έργα
του οποίου αξιολογούν.
Δεν είναι, βέβαια, αυτός ο λόγος που αποφάσισα να ασχοληθώ
με το εν λόγω βιβλίο. Ο λόγος είναι κάποια από τα σχόλια αναγνωστών που διάβασα
αναρτημένα στο site του
εκδοτικού οίκου -στο οποίο διαφημίζεται το παραπάνω βιβλίο- στα οποία
τονίζονται οι ομοιότητες της ιστορίας του «Μύθου» με το Twilight, της Stephenie Meyer. Αν και η αίσθηση Déjà vu είναι απολύτως δικαιολογημένη από μερίδα αναγνωστών του
«Μύθου», παρόλα αυτά, προσωπικά πιστεύω πως ο «Μύθος» δεν θα μπορούσε –σε καμιά
περίπτωση- να θεωρηθεί το νέο Twilight
για λόγους που θα αναλύσω παρακάτω.
Η Meyer,
απόφοιτη Αγγλικής Φιλολογίας, εμπνεύστηκε την ιστορία της μέσα από ένα όνειρο.
Σε καμία συνέντευξη της δεν παραδέχεται πως είναι οπαδός της γοτθικής
λογοτεχνίας ή της λογοτεχνίας του φανταστικού, χώροι από τους οποίους θα
μπορούσε να εμπνευστεί το θέμα του βιβλίου της, παρόλα αυτά, η γραφή της και η
κατάργηση κάποιων ‘κανόνων’ σε ότι αφορά τα φανταστικά πλάσματα της γοτθικής
λογοτεχνίας (π.χ. βρικόλακες που δεν καίγονται στον ήλιο) δείχνουν πως γνωρίζει πολύ περισσότερα απ’
όσα παραδέχεται για το εν λόγω λογοτεχνικό είδος (βρικόλακες που περπατούν τη
μέρα βλέπουμε και στις ιστορίες του κατά πολύ προγενέστερου της Christopher Pike).
Η Βίβιαν Φόρτη, απόφοιτή Γαλλικής Φιλολογίας, εμπνεύστηκε
την ιστορία της σε μια εκδρομή-επίσκεψη σε ένα από τα πολλά σημεία –πλούσια σε
αρχαιοελληνικούς μύθους- που υπάρχουν στη χώρα μας. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία
πως η μυθολογία μας είναι η ‘μαμά’ όλων των μυθολογιών, πλούσια σε έρωτες και
ενώσεις μεταξύ θεών/αθανάτων και θνητών,
από την οποία, όμως, δανείζονται και αναπαράγουν στοιχεία πολλές μυθολογίες ανά
τον κόσμο, είτε αρχαίες είτε σύγχρονες. Κατά αυτή την άποψη, η επιλογή της Β.
Φόρτη να χρησιμοποιήσει ως αφετηρία της ιστορίας της την αρχή όλων των μύθων
και μάλιστα μύθων οικείων προς το ελληνικό κοινό, λειτουργεί σίγουρα υπέρ της.
Η ιδέα είναι σαφώς πιο πρωτότυπη από αυτή της Meyer, η οποία κινείται στα ήδη
καθορισμένα και με μακρά ιστορία όρια της γοτθικής λογοτεχνίας του φανταστικού.
Αν θέλουμε, όμως, να είμαστε ακριβοδίκαιοι, τότε θα πρέπει
να αναγνωρίσουμε στη Meyer
μία –έστω- πρωτιά, η οποία λειτούργησε σαφώς υπέρ και της Φόρτη: την ανακάλυψη
ενός μεγάλου αναγνωστικού κοινού, εφηβικής κυρίως ηλικίας, που διψά για
ιστορίες έρωτα με υπερφυσικά στοιχεία. Είτε μας αρέσει είτε όχι, το βιβλίο της Meyer ‘γέννησε’ μια στρατιά
από αναγνώστες, είτε γιατί ήδη προϋπήρχε και δεν μπορούσε να εκφραστεί είτε
γιατί ‘παρασύρθηκε’ από αυτό που διάβασε. Πλέον, το είδος της εφηβικής,
αισθηματικής λογοτεχνίας του φανταστικού
σαρώνει σε όλο τον κόσμο εξαιτίας της, πράγμα που δεν είχαν καταφέρει να κάνουν
συγγραφείς όπως η L.J. Smith πολύ νωρίτερα. Όπως είναι λογικό,
για να επιχειρήσουμε να δικαιολογήσουμε την επιτυχία της Meyer έναντι προγενέστερων συγγραφέων,
που ασχολήθηκαν με παρόμοια θέματα, θα πρέπει να εξετάσουμε δύο παραμέτρους: η
πρώτη είναι η κουλτούρα και η χρονική στιγμή στην οποία εμφανίστηκε το βιβλίο
της (από πολιτισμική-κοινωνιολογική σκοπιά) και η δεύτερη είναι η ίδια η
ιστορία και οι χαρακτήρες του βιβλίου. Εδώ, θα επικεντρωθούμε –αναγκαστικά- στο
δεύτερο, γιατί το πρώτο απαιτεί πολύ έρευνα και χώρο για ανάλυση.
Η ιστορία της Meyer επικεντρώνεται στη γνωριμία και τον έρωτα που αναπτύσσεται
μεταξύ μίας θνητής, έφηβης κοπέλας, της Μπέλλα, και ενός αθανάτου βρικόλακα,
του Έντουαρντ. Ομοίως, η ιστορία της Φόρτη αφορά μια θνητή, νέα κοπέλα, τη
Δάφνη, και έναν αθάνατο θεό του Ολύμπου, τον Φοίβο ή Απόλλωνα. Στην περίπτωση
της Μπέλλα, έχουμε να κάνουμε με μια μοναχική έφηβη, από διαλυμένη οικογένεια,
με χαμηλή αυτοπεποίθηση, η οποία μετακομίζει σε μια άγνωστη για εκείνη πόλη,
ώστε να ζήσει με τον πατέρα της, τον οποίον έβλεπε έως τότε σπανίως, λόγω του
διαζυγίου των γονιών της. Αντιθέτως, η Δάφνη είναι μια θνητή νέα, με υπερβολικά
μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητες της, πολύ περήφανη για τη μόρφωση της (όλα
σχεδόν τα αποφθέγματα της είναι είτε στα αρχαία ελληνικά είτε στίχοι ποιημάτων
του Καβάφη και του Ελύτη!), υπερβολικά οξυδερκής και δυναμική για την ηλικία
της, με μια υγιής άποψη για την εξωτερική της εμφάνιση και απόλυτα
προσκολλημένη στις απόψεις και ιδέες της οικογένεια της (η περίοδος της
αμφισβήτησης που φέρνει η εφηβεία, προφανώς, έχει ξεχαστεί) που, όμως
–παραδόξως- δεν είναι ιδιαίτερα κοινωνική.
Κατά τα’ άλλα, και οι δύο ηρωίδες βρίσκονται σε ‘ξένους’
τόπους και πρέπει να προσαρμοστούν στη νέα τους πραγματικότητα. Και οι δύο
ηρωίδες είναι νέες και άπειρες. Οι
αποφάσεις της Μπελλα, όμως, οι αμφιβολίες και οι φόβοι της, η αμφιταλάντευση
της μεταξύ της ασφάλειας και της
περιπέτειας αναλύεται και ξετυλίγεται λεπτομερώς μέσα σε 4 βιβλία. Αντιθέτως, η
Δάφνη συμπεριφέρεται σαν ‘έτοιμη από καιρό’ για τη μεγάλη περιπέτεια, ενεργεί
με απόλυτη σιγουριά και είναι επιθετική, απαιτητική και βάζει όρια στο φλερτ
της με τον Φοίβο, μέχρι αυτός να της αποκαλύψει όλη την αλήθεια. Όπως και η
Μπέλλα, δηλώνει αθεράπευτα ερωτευμένη με έναν αθάνατο άντρα, αλλά , σε αντίθεση
με πολλές άλλες παρόμοιες λογοτεχνικές ηρωίδες (π.χ. Μπέλλα), αυτό που δείχνει
να προέχει για εκείνη είναι κυρίως η αξιοπρέπεια της και λιγότερο ο έρωτας. Η
Δάφνη δεν είναι παρορμητική, δεν εξωτερικεύει –ούτε καν στις κολλητές της- τα
αισθήματα της, είναι απόλυτα εγκρατής μέχρι να σιγουρευτεί για το Φοίβο, δεν
τον βλέπει στα όνειρα της και προτιμά να το ξεπεράσει, παρά να μπλέξει μαζί
του, όταν αντιλαμβάνεται πως κάτι της κρύβει.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως η Φόρτη προσπάθησε να φτιάξει μια
πιο δυναμική, πιο ‘επιθετική’ ηρωίδα ρομαντικής ιστορίας -σαν αυτές στα
μυθιστορήματα της Τζέιν Όστιν- πράγμα που ‘σπάει’ το λογοτεχνικό καλούπι που
υπάρχει σήμερα, που θέλει τις ηρωίδες αυτών των ιστοριών πιο μπερδεμένες
συναισθηματικά και ανυπεράσπιστές. Αυτή την εκδοχή θα μπορούσα να την δεχτώ και να την
επικροτήσω, αν η Δάφνη δεν ήταν μόλις 19 χρονών, υπερβολικά προσκολλημένη στο
μπαμπά, τη μαμά και τα αδέρφια της και τόσο άπειρη συναισθηματικά και ερωτικά.
Με άλλα λόγια, η Δάφνη είναι μια 19χρονή κοπέλα, που όμως, σκέφτεται, μιλά και
ενεργεί σαν μια –τουλάχιστον- 30χρονη γυναίκα. Σίγουρα, τέτοιες γυναίκες
υπάρχουν γύρω μας, όμως, στα πλαίσια της ιστορίας του «Μύθου», η μικρούλα,
άπειρη, αντικοινωνική και ολίγον τι μαμμόθρεπτη, Δάφνη δεν θα μπορούσε να έχει
τέτοια ωριμότητα εξαιτίας –και μόνον- της παιδείας της. Δυστυχώς, η
προσωπικότητα της Μπέλλα, όσο εκνευριστική και επαναλαμβανόμενη και αν είναι σε
πολλά σημεία και των 4 βιβλίων, είναι πολύ πιο ρεαλιστική και τυπική της
εφηβικής ψυχολογίας, από αυτή της Δάφνης. Ακριβώς επειδή η αυτοπεποίθηση της
Δάφνης και η πίστη στη δύναμη-εξυπνάδα του μυαλού της είναι τόσο προβεβλημένη
μέσα στο βιβλίο, δυσκολεύτηκα αρκετά να την δω ως μια απλή, 19χρονη φοιτήτρια.
Για μένα, η Δάφνη είναι μια ώριμη γυναίκα, φυλακισμένη ‘με το ζόρι’ στο κορμί
και τις συνήθειες μιας 19χρονής φοιτήτριας, μια αντίθεση που περισσότερο με
απωθεί, παρά με τραβά, ως αναγνώστρια, δεδομένου ότι προσδίδει μια αίσθηση
διχασμένης προσωπικότητας στην ηρωίδα.
Παρόμοια είναι και τα θέματα που προκύπτουν ως προς την
ανάπτυξη του υπερφυσικού χαρακτήρα του μυθιστορήματος, του Φοίβου. Όπως και ο
Έντουαρντ στο βιβλίο της Meyer,
ο Φοίβος είναι ευγενικός, ιππότης, προστατευτικός και τρυφερός, αλλά και
πιο μεγάλος ηλικιακά, πιο πεπειραμένος
και πιο σοφός από τη Δάφνη. Είναι, επίσης, πιο δυνατός σωματικά και ικανός
πολεμιστής, δεδομένης της θεϊκής, αθάνατης υπόστασης του. Οι ομοιότητες, όμως,
σταματούν εκεί.
Ο Φοίβος αποκαλύπτει πολύ λίγα στοιχεία του παρελθόντος και
του χαρακτήρα του στη Δάφνη, με το πρόσχημα ότι έτσι μόνο την προστατεύει. Οι
υπερφυσικές του δυνάμεις, πέρα από το να μαντεύει τις σκέψεις των άλλων και το
μέλλον, αποσιωπούνται συστηματικά εντός της αφήγησης, με εξαίρεση τα τελευταία
κεφάλαια του βιβλίου. Όλη του η ιστορία ξεδιπλώνεται μέσα από σύντομες σκηνές,
που μοιάζουν με στιγμιότυπα, μεταξύ του εαυτού του και των λοιπών θεών του
Ολύμπου, καθώς και τις ατελείωτες ερωτήσεις της Δάφνης, σε μια προσπάθεια, όχι
τόσο να τον γνωρίσει καλύτερα, όσο να λύσει τους γρίφους όλων των μύθων της
αρχαίας Ελλάδας και να βρει την απάντηση στο ερώτημα της αθανασίας. Αν και ως
αφηγηματική τεχνική παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, με τις πληροφορίες που μας
δίνει για τη γέννηση και ερμηνεία πολλών εκ των μύθων, παρόλα αυτά δεν
προσθέτει υπόσταση και ουσία, σάρκα και οστά στο αντικείμενο του πόθου της
Δάφνης, μια και μαθαίνουμε πολύ περισσότερα για την οικογένεια του και την
ιστορία της, παρά για τον ίδιο.
Αντιθέτως, ο ήρωας της Meyer, από την πρώτη κιόλας στιγμή δεν κρύβει τη δυνατή,
υπερφυσική και επικίνδυνη φύση του, σε κάποια σημεία μάλιστα υπερηφανεύεται για
αυτή και ας είναι η αιτία του πόνου και της απέχθειας του προς τον ίδιο του τον
εαυτό. Μέσα από την ιστορία του και τη σχέση του με τα μέλη της οικογένειας του
αποκαλύπτει κυρίως το χαρακτήρα και τα συναισθήματα του, εξηγεί τις επιλογές
και τη στάση ζωής που επέλεξε ο ίδιος και όχι τη γενικότερη ιστορία και
συνήθειες των βρικολάκων από την αρχή του χρόνου. Με άλλα λόγια, η
προσωπικότητα του Έντουαρντ είναι συγκεκριμένη, διαφορετική και μοναδική και ας
ανήκει σε μια πολύ συγκεκριμένη
–λογοτεχνικά τουλάχιστον- ομάδα μυθικών όντων. Σε αντίθεση με το Φοίβο,
η φύση του αθανάτου δεν τον καθορίζει απόλυτα, δεν του προσδίδει όλες του τις
δυνάμεις (μαντική, ευαισθησία,
καλλιτεχνική φύση κτλ) αλλά αποτελεί, απλά ένα κομμάτι του χαρακτήρα του. Αυτή
και μόνο η διαφορά στο τρόπο παρουσίασης του ήρωα, κάνει τον Έντουαρντ πολύ πιο
‘ζωντανό’ χαρακτήρα στο χαρτί, απ’ ότι το Φοίβο. Δυστυχώς, πέρα από την
ομορφιά, την ευγένεια, την υπερ-προστατευτικότητα και το χρέος του προς την θεϊκή
του ταυτότητα και οικογένεια, ο Φοίβος δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο άντρας που
αγαπά η Δάφνη, ένα άδειο κοινώς δοχείο για να συγκρατεί εντός του τα όνειρα, τα
συναισθήματα και τη μελλοντική πορεία της ηρωίδας μας.
Κατά τ’ άλλα, η δομή των δύο βιβλίων φαίνεται να ακολουθεί
την ίδια ακριβώς πορεία: η θνητή ζει μια πολύ ήσυχη και μοναχική ζωή μέχρι που
μαγεύεται από τον αθάνατο, ο αθάνατος βλέπει κάτι το ξεχωριστό στη θνητή, που
κανείς άλλος δεν εντοπίζει εύκολα, και οι δύο προσπαθούν να αποφύγουν την ερωτική
έλξη, διάφορες καταστάσεις, όμως, τους
φέρνουν ξανά κοντά και αναγκάζονται να αποδεχτούν και να ομολογήσουν των έρωτα
τους. Μεγάλο κομμάτι της αφήγησης επικεντρώνεται στη γνωριμία τους, καθώς ο
ένας μαθαίνει τον άλλο (αν και στη περίπτωση του Μύθου, οι πληροφορίες για τον
Φοίβο δίνονται με το σταγονόμετρο και αργούμε πολύ να τον καταλάβουμε ως
χαρακτήρα). Η ειδυλλιακή ηρεμία του νέου ζευγαριού αναστατώνεται πότε από
πρακτικά θέματα (π.χ. τι θα πούμε στους γύρω και στους γονείς μας) και πότε από
υπερφυσικά εμπόδια (βρικόλακες, λυκάνθρωπούς και Τιτάνες). Γάμοι, παιδιά και τα
σχετικά –ότι, δηλαδή, ολοκληρώνει έναν έρωτα- φέρνουν μαζί τους εμπόδια,
δυσκολίες και κινδύνους που οι δύο εραστές πρέπει να υπερνικήσουν. Στο τέλος, η
αγάπη τους θριαμβεύει και βρίσκουν και συμμάχους (κυρίως τις οικογένειες τους
και τους φίλους που αποκτούν). Υπό αυτή την έννοια, αν αφήσουμε εσκεμμένα στην
άκρη τις μικροδιαφορές σε επίπεδο μυθολογίας, διαλόγων και μεμονωμένων
περιστατικών, όντως, ο «Μύθος» θα μπορούσε να θεωρηθεί από κάποιους το νέο,
ελληνικό Twilight
(τριλογία το ένα, τετραλογία το άλλο, τα sequels είναι της μόδας). Δυστυχώς, όμως, λόγω της μικρής του
έκτασης και του τρόπου με τον οποίον ξετυλίγονται οι χαρακτήρες και οι μεταξύ
τους σχέσεις, ο «Μύθος» υστερεί σημαντικά σε βάθος και ουσία απ’ το Twilight της Meyer.
Η Φόρτη αδυνατεί να δώσει μέσα από το πρώτο της βιβλίο το
χώρο και το χρόνο που χρειάζονται δύο τόσο διαφορετικά πλάσματα για να
ερωτευτούν τόσο βαθιά και αφήνει υπερβολικά πολλά κενά, για μεγάλο χρονικό
διάστημα, σε ότι αφορά την αφήγηση της γύρω από τα υπερφυσικά στοιχεία της ιστορίας
της. Δεν είναι μόνον η Δάφνη που ψάχνει για την αλήθεια πίσω από τους θεούς και
τους μύθους, είμαστε και εμείς οι ίδιοι, οι αναγνώστες της, που πρέπει να
μαντεύουμε τι, ποιος, που και γιατί μέσα από τα σύντομα και αόριστα στιγμιότυπα
που μας προσφέρει εκτός της αφήγησης Δάφνης-Φοίβου. Μια τεχνική που θα μπορούσε
να δημιουργήσει σασπένς, αν η συγγραφέας είχε κάνει τον κόπο, έστω εισαγωγικά,
να μας πει λίγα πράγματα για τα πρόσωπα, την παρούσα κατάσταση και τα προβλήματα
των θεών που μας παρουσιάζει, έστω και μέσα από τα μάτια του Φοίβου.