21 Φεβρουαρίου 2014

Τα πολλά τα hits φέρνουν πονοκέφαλο....

Ξεκίνησα αυτό το μπλογκ σε μια αρκετά σκοτεινή περίοδο της ζωής μου για πολλούς λόγους. Τα χρόνια πέρασαν και πλέον αδυνατώ να τους θυμηθώ όλους, όμως αυτός που μου έμεινε –και πιθανώς ήταν και ο ποιο αληθινός- ήταν για να γράφω όσα θέλω ή νιώθω την ανάγκη να γράψω, δίχως να παρακαλώ κάποιον να τα δημοσιεύσει και δίχως να περνώ από αυτό-λογοκρισία και λογοκρισία, γενικότερα. Βλέπετε, όταν δουλεύεις σε κάποιο έντυπο, οι ιδέες σου συχνά δεν είναι δικές σου, αλλά ακόμη και αν είναι, περνάνε από τροποποίηση και απαιτούν έγκριση, πριν δημοσιευτούν. Ένας από τους λόγους που αγάπησα τόσο πολύ αυτή τη γωνία, ήταν ακριβώς αυτός: η ελευθερία να επιλέγω και να διαμορφώνω εγώ όπως θέλω τα γραπτά μου και να τα εκθέτω σε κοινή θέα –με συχνά μη-αναμενόμενες αντιδράσεις απ’ όσους τα διαβάζουν.
Από την άλλη, ο λόγος που σταμάτησα να γράφω σε αυτό το μπλογκ είναι καθαρά πρακτικός: διαβάζω και γράφω πολλές ώρες της ημέρας για τη δουλειά μου, πράγμα που δεν μου επιτρέπει –πρωτίστως οργανικά και μετά ψυχολογικά- να περάσω και όσο ελεύθερο χρόνο μου απομένει μπροστά στον υπολογιστή γράφοντας. Δεν ξέρω να σας πω αν το γράψιμο είναι εσωτερική ανάγκη που υπερνικά όλα τα εμπόδια και δεν σε κουράζει ποτέ. Ξέρω καλά πως πολλοί συγγραφείς το παρουσιάζουν ως τέτοιο, αλλά αν λένε την αλήθεια, τότε μάλλον δεν έχω καμιά σχέση με συγγραφέα, δεν είμαι και ούτε και ποτέ θα γίνω συγγραφέας.
Ίσως φταίει που η ενασχόληση μου με τους υπολογιστές και το ίντερνετ γενικότερα ξεκίνησε το 1997-1998 και πλέον δεν ενθουσιάζομαι τόσο όσο παλιά με την virtual reality του κυβερνοχώρου. Για μένα πλέον το internet είναι εργαλείο, όπως η κουζίνα και το ψυγείο μου, και όχι χώρος έκφρασης και έμπνευσης ή γνωριμιών. Το ότι δεν γράφω, λοιπόν, σε αυτό όσο συχνά έγραφα κάποτε είναι αποτέλεσμα τόσο απομυθοποίησης του κόσμου που προσφέρει, όσο και εσωτερική ανάγκη να ζω και να δημιουργώ στον ‘έξω’ κόσμο.
Σκέφτηκα πολλές φορές να καταργήσω αυτή τη σελίδα. Το σκέφτηκα ακόμη πιο εντατικά, όταν μετά από πολλούς μήνες ξαναμπήκα εδώ μέσα για μια περιήγηση και με λύπη μου διαπίστωσα πως σχεδόν όλοι οι μπλόγκερς που λάτρευα –κυριολεκτικά- να διαβάζω κάθε εβδομάδα είχαν και αυτοί καταργήσει τα μπλόγκ τους. Ο λόγος που το κράτησα και το κρατώ ανοιχτό είναι ο ίδιος με αυτόν που με έκανε να το δημιουργήσω εξ αρχής: η ελευθερία έκφρασης που μου δίνει αυτός ο χώρος όποτε και όπως το θελήσω.

Και έρχομαι στο θέμα μου. Έχω ήδη κάνει δύο αναρτήσεις για αυτό, οι δύο αναρτήσεις που βρίσκονται ακριβώς από κάτω. Κάποια στιγμή διάβασα ένα βιβλίο, με την εντύπωση πως διαβάζω κάτι αξιόλογο και φρέσκο, κάτι διαφορετικό στα λιμνάζοντα νερά της ρομαντικής λογοτεχνίας του φανταστικού. Απογοητεύτηκα τόσο που αποφάσισα να κάνω μια ανάρτηση για αυτό και ξαφνικά βρέθηκα –τελείως άθελα μου- στη δίνη μιας ανεξήγητης μανίας, η οποία ως υποκινητή της είχε μια άκρως ναρκισσιστική προσωπικότητα με τάσεις μεγαλομανίας. Το εν λόγω ποστ μου ξαφνικά γέμισε από hits και από σχόλια, πολλά εκ των οποίων δεν είχαν κανένα λογικό ειρμό ή έστω κανένα αξιόλογο επιχείρημα εντός τους. Αυτό, βέβαια, ήταν το λιγότερο. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι πολλά από τα σχόλια που διάβασα δεν με αφορούσαν καν, ήταν απλά κομμάτια μιας αδικαιολόγητης σταυροφορίας που ξεκίνησε κάποιος με πολύ χαμηλή αίσθηση του τι είναι σημαντικό και τι όχι και με σοβαρές ελλείψεις στα αποθέματα κοινής λογικής που διαθέτει ως άνθρωπος.

Ο λόγος που κάνω αυτό το ποστ, όμως, είναι άλλος. Ο λόγος που γράφω είναι γιατί θέλω να πω ‘enough already!!’, τόσο απλά. Αυτό το μπλογκ είναι γεμάτο σκέψεις, ιδέες, απόψεις και συναίσθημα, κάποιοι το καταλάβανε και αποφασίσανε να μείνουν εδώ. Οι πιο πολλοί, όμως, ήρθαν ως ορκισμένοι σταυροφόροι. Τα hits ανέβηκαν στο Θεό, μα δεν χαίρομαι ούτε λεπτό. Αντιθέτως, θλίβομαι που –ακόμη και όλοι εμείς, οι λάτρεις του βιβλίου και του φανταστικού- λειτουργούμε ως ανεγκέφαλοι ‘παραταξιακοί’ στρατοί καμιά φορά. To be continued….

4 Μαΐου 2013

Ετοιμάζω ταξίδι (μοναχά για το υπερτροφικό ΕΓΩ σου)




There is nothing so agonizing to the fine skin of vanity as the application of a rough truth.  
~Edward G. Bulwer-Lytton

Τα άτομα των οποίων η δομή της προσωπικότητάς τους επιβάλλει να αντλούν επιβεβαίωση από παράγοντες έξω από τον εαυτό τους ονομάζονται από τους ψυχαναλυτές ναρκισσιστικά.
Πολλοί συγγραφείς παρατήρησαν ότι μέσα σε κάθε ματαιόδοξο και μεγαλομανή ναρκισσιστή 
κρύβεται ένα ντροπαλό παιδί που συνεχώς παρατηρεί τον εαυτό του, και σε κάθε καταθλιπτικό και αυτομεμφόμενο ναρκισσιστή καραδοκεί ένα μεγαλειώδες ομοίωμα αυτού που το άτομο θα έπρεπε ή θα μπορούσε να είναι. Για τον λόγο αυτό τα άτομα αυτά καθώς εστιάζουν την προσοχή τους στην εικόνα που προβάλουν προς τα έξω, είναι πιθανό να αισθανθούν ότι εξαπατούν τους άλλους και ότι δεν μπορούν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, ενώ παράλληλα ασχολούνται επίμονα με στοιχεία που παρατηρούνται εύκολα από τους άλλους (ομορφιά, φήμη, πλούτος). Η ανταπόκριση απέναντι στην αποδοχή και η ευαισθησία απέναντι στην κριτική δεν είναι η συνηθισμένη.

Η αίσθηση κενού και η μεγαλομανία εμφανίζονται με την επιδειξιομανία, επιφυλακτικότητα, συναισθηματική ανικανότητα, υπερεκτίμηση της δημιουργικότητας, κριτική στάση απέναντι στο περιβάλλον και με τις φαντασιώσεις παντοδυναμίας. Όλα τα ναρκισσιστικά άτομα μοιράζονται μια εσωτερική αίσθηση τρόμου, ανεπάρκειας, ντροπής, αδυναμίας και κατωτερότητας.

Ενόρμηση, συναίσθημα και ιδιοσυγκρασία στο ναρκισσισμό

Τα ναρκισσιστικά άτομα παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλομορφία, η ψυχοπαθολογία τους δεν είναι τόσο εμφανής και δεν προκαλούν τόσο μεγάλη βλάβη. Εκείνα τα άτομα που έχουν σημειώσει επιτυχίες σε οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, στρατιωτικό ή οποιοδήποτε άλλο επίπεδο είναι πιθανό να αποτελούν αντικείμενο θαυμασμού και μίμησης από το περιβάλλον τους. Το εσωτερικό κόστος της ναρκισσιστικής τους «πείνας» για αναγνώριση σπάνια γίνεται ορατό από τους παρατηρητές και τα τραύματα που προκαλούνται στους άλλους κατά την πραγματοποίηση των ναρκισσιστικών αναγκών είναι δυνατόν να εκλογικευτούν ως ασήμαντα ή ως απαραίτητες παρενέργειες.

Ο ναρκισσισμός έχει συνδεθεί με την κατάσταση του βρέφους που φαίνεται ότι είναι δεκτικό, ήδη από πρώιμο στάδιο, στα αδήλωτα συναισθήματα, τις στάσεις και τις προσδοκίες των άλλων. Για παράδειγμα, η Alice Miller πιστεύει ότι πολλές οικογένειες εκμεταλλεύονται ασυνείδητα τα φυσικά ταλέντα ενός παιδιού με σκοπό τη διατήρηση της δικής τους αυτοεκτίμησης και ότι αυτό το παιδί μεγαλώνει μέσα σε μια σύγχυση σχετικά με το ποιου τη ζωή θα πρέπει να ζήσει: τη δική του ή της οικογένειάς του. Σύμφωνα με τη Miller, το πιθανότερο είναι ότι τέτοια χαρισματικά παιδιά αντιμετωπίζονται ως ναρκισσιστικές προεκτάσεις και έτσι έχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν ναρκισσιστικοί ενήλικοι.

Αμυντικές και προσαρμοστικές διεργασίες στο ναρκισσισμό

Οι μηχανισμοί που χρησιμοποιεί το ναρκισσιστικό άτομο κατά κύριο λόγο  είναι η εξιδανίκευση, η υποτίμηση, η προβολή και η τελειοθηρία. Η εξιδανίκευση και η υποτίμηση είναι διεργασίες συμπληρωματικές, δεδομένου ότι όταν ο εαυτός του ατόμου εξιδανικεύεται, υποτιμάται ο εαυτός των άλλων ατόμων και αντιστρόφως. Ο Kohut αρχικά χρησιμοποίησε τον όρο «μεγαλειώδης εαυτός» για να αποδώσει την αίσθηση του μεγαλείου του εαυτού και την υπεροχή που διακρίνουν τον έναν πόλο του εσωτερικού κόσμου των ναρκισσιστικών ατόμων. Αυτή η αίσθηση μεγαλείου μπορεί να βιωθεί εσωτερικά ή να προβληθεί σε άλλα άτομα. Υπάρχει μια σταθερή διεργασία «ταξινόμησης», την οποία τα ναρκισσιστικά άτομα χρησιμοποιούν για να αντιμετωπίσουν οποιοδήποτε θέμα τα απασχολεί: Ποιος είναι ο «καλύτερος» γιατρός; Ποιο είναι το «καλύτερο» νηπιαγωγείο;

Μια αμυντική θέση στην οποία παγιδεύονται τα άτομα με ναρκισσιστικά κίνητρα είναι η τελειοθηρία. Επιδιώκουν μη ρεαλιστικά ιδανικά, και είτε πείθουν τον εαυτό τους ότι έχουν επιτύχει τους στόχους τους (το μεγαλειώδες αποτέλεσμα) είτε αντιδρούν στην αποτυχία τους νιώθοντας ατελείς και όχι απλοί, συνηθισμένοι άνθρωποι (το καταθλιπτικό αποτέλεσμα).
Η απαίτηση για τελειότητα εκφράζεται με χρόνια κριτική του εαυτού ή των άλλων (και αυτό εξαρτάται από το αν ο υποτιμημένος εαυτός προβάλλεται στους άλλους) και με ανικανότητα εκ μέρους του ατόμου να βρει χαρά στη ρευστότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Μερικές φορές τα ναρκισσιστικά άτομα χειρίζονται το πρόβλημα της αυτοεκτίμησης θεωρώντας κάποιο άλλο πρόσωπο -έναν εραστή, ένα δάσκαλο, ένα φίλο, έναν ήρωα-  τέλειο και στη συνέχεια αισθάνονται υπέρμετρη υπερηφάνεια μέσω της ταύτισης με το πρόσωπο αυτό («Είμαι εξάρτημα του Τάδε, ο οποίος είναι αλάθητος»). Μερικά άτομα έχουν μακροχρόνια πρότυπα εξιδανίκευσης κάποιου ατόμου και, στην συνέχεια, όταν το άτομο αυτό επιδείξει κάποια ατέλεια, το ρίχνουν από το βάθρο που του έχουν στήσει. Από τη στιγμή που κανένας δεν είναι τέλειος, αυτή η στρατηγική είναι καταδικασμένη και ο υποτιμημένος εαυτός του ατόμου κάνει και πάλι την εμφάνισή του.

Εξιδανικεύω, για παράδειγμα, τον γιατρό που θα με σώσει, τον πολιτικό που θα λύσει τα προβλήματα του τόπου και τα δικά μου, το σχολείο όπου θα σπουδάσει το παιδί μου, το θεραπευτή που θα με απαλλάξει από τα συμπτώματά μου, το σύντροφο που θα με κάνει ασφαλή και ευτυχή κλπ και μέσα από τη σπουδαιότητα αυτών γίνομαι σπουδαίος κι εγώ. Όταν όμως οι προσδοκίες μου δεν εκπληρώνονται η ευάλωτη αυτοεκτίμησή μου μηδενίζεται. Για να αποφύγω αυτήν την κατάσταση υποτιμώ τον άλλο, λέγοντας ότι ο άλλος είναι ο κακός ή ο φταίχτης.

22 Απριλίου 2013

Γιατί ο «Μύθος», της Βίβιαν Φόρτη, δεν είναι το νέο Twilight.


Πρόσφατα διάβασα το «Μύθο», μετά από προτροπή φίλης, της οποίας τη γνώμη εκτιμώ πολύ. Αφού το τελείωσα, για να έχω μια πιο ολοκληρωμένη άποψη του έργου, έκανα αυτό που κάθε οπαδός του είδους θα πρέπει να κάνει: έψαξα συνεντεύξεις, κριτικές και το προσωπικό blog της συγγραφέως. Αυτό που με ξένισε αρχικά ήταν οι πυκνές αναφορές των λογοτεχνικών κριτικών πως το εν λόγω βιβλίο είναι μοναδικό, το πρώτο ή από τα λίγα του είδους στην εγχώρια λογοτεχνία του φανταστικού. Εξ’ αρχής, τέτοιες κριτικές πρέπει να προσπερνιόνται, δίχως καν να διαβαστούν, διότι, δηλώσεις σαν τις παραπάνω, καταμαρτυρούν την άγνοια των εν λόγω κριτικών σε ότι αφορά τον πλούτο μικρών και μεγάλων διηγημάτων, ιστοριών και μυθιστορημάτων που κυκλοφορούν από έλληνες συγγραφείς της λογοτεχνίας του φανταστικού στη χώρα μας (επαγγελματιών και μη, δες www.sff.gr).  Στην Ελλάδα, όμως, είσαι ότι δηλώσεις και οι κριτικές βιβλίων –πλέον- είναι περισσότερο κομμάτι των δημοσίων σχέσεων ενός οίκου ή ενός συγγραφέα, παρά εμπεριστατωμένες απόψεις ανθρώπων που –τουλάχιστον- έχουν μια σφαιρική –έστω- γνώση του λογοτεχνικού χώρου τα έργα του οποίου αξιολογούν.
Δεν είναι, βέβαια, αυτός ο λόγος που αποφάσισα να ασχοληθώ με το εν λόγω βιβλίο. Ο λόγος είναι κάποια από τα σχόλια αναγνωστών που διάβασα αναρτημένα στο site του εκδοτικού οίκου -στο οποίο διαφημίζεται το παραπάνω βιβλίο- στα οποία τονίζονται οι ομοιότητες της ιστορίας του «Μύθου» με το Twilight, της Stephenie Meyer. Αν και η αίσθηση Déjà vu είναι απολύτως δικαιολογημένη από μερίδα αναγνωστών του «Μύθου», παρόλα αυτά, προσωπικά πιστεύω πως ο «Μύθος» δεν θα μπορούσε –σε καμιά περίπτωση- να θεωρηθεί το νέο Twilight για λόγους που θα αναλύσω παρακάτω.
Η Meyer, απόφοιτη Αγγλικής Φιλολογίας, εμπνεύστηκε την ιστορία της μέσα από ένα όνειρο. Σε καμία συνέντευξη της δεν παραδέχεται πως είναι οπαδός της γοτθικής λογοτεχνίας ή της λογοτεχνίας του φανταστικού, χώροι από τους οποίους θα μπορούσε να εμπνευστεί το θέμα του βιβλίου της, παρόλα αυτά, η γραφή της και η κατάργηση κάποιων ‘κανόνων’ σε ότι αφορά τα φανταστικά πλάσματα της γοτθικής λογοτεχνίας (π.χ. βρικόλακες που δεν καίγονται στον ήλιο)  δείχνουν πως γνωρίζει πολύ περισσότερα απ’ όσα παραδέχεται για το εν λόγω λογοτεχνικό είδος (βρικόλακες που περπατούν τη μέρα βλέπουμε και στις ιστορίες του κατά πολύ προγενέστερου της Christopher Pike).
Η Βίβιαν Φόρτη, απόφοιτή Γαλλικής Φιλολογίας, εμπνεύστηκε την ιστορία της σε μια εκδρομή-επίσκεψη σε ένα από τα πολλά σημεία –πλούσια σε αρχαιοελληνικούς μύθους- που υπάρχουν στη χώρα μας. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η μυθολογία μας είναι η ‘μαμά’ όλων των μυθολογιών, πλούσια σε έρωτες και ενώσεις μεταξύ θεών/αθανάτων  και θνητών, από την οποία, όμως, δανείζονται και αναπαράγουν στοιχεία πολλές μυθολογίες ανά τον κόσμο, είτε αρχαίες είτε σύγχρονες. Κατά αυτή την άποψη, η επιλογή της Β. Φόρτη να χρησιμοποιήσει ως αφετηρία της ιστορίας της την αρχή όλων των μύθων και μάλιστα μύθων οικείων προς το ελληνικό κοινό, λειτουργεί σίγουρα υπέρ της. Η ιδέα είναι σαφώς πιο πρωτότυπη από αυτή της Meyer, η οποία κινείται στα ήδη καθορισμένα και με μακρά ιστορία όρια της γοτθικής λογοτεχνίας του φανταστικού.
Αν θέλουμε, όμως, να είμαστε ακριβοδίκαιοι, τότε θα πρέπει να αναγνωρίσουμε στη Meyer μία –έστω- πρωτιά, η οποία λειτούργησε σαφώς υπέρ και της Φόρτη: την ανακάλυψη ενός μεγάλου αναγνωστικού κοινού, εφηβικής κυρίως ηλικίας, που διψά για ιστορίες έρωτα με υπερφυσικά στοιχεία. Είτε μας αρέσει είτε όχι, το βιβλίο της Meyer ‘γέννησε’ μια στρατιά από αναγνώστες, είτε γιατί ήδη προϋπήρχε και δεν μπορούσε να εκφραστεί είτε γιατί ‘παρασύρθηκε’ από αυτό που διάβασε. Πλέον, το είδος της εφηβικής, αισθηματικής  λογοτεχνίας του φανταστικού σαρώνει σε όλο τον κόσμο εξαιτίας της, πράγμα που δεν είχαν καταφέρει να κάνουν συγγραφείς όπως η L.J. Smith πολύ νωρίτερα. Όπως είναι λογικό, για να επιχειρήσουμε να δικαιολογήσουμε την επιτυχία της Meyer έναντι προγενέστερων συγγραφέων, που ασχολήθηκαν με παρόμοια θέματα, θα πρέπει να εξετάσουμε δύο παραμέτρους: η πρώτη είναι η κουλτούρα και η χρονική στιγμή στην οποία εμφανίστηκε το βιβλίο της (από πολιτισμική-κοινωνιολογική σκοπιά) και η δεύτερη είναι η ίδια η ιστορία και οι χαρακτήρες του βιβλίου. Εδώ, θα επικεντρωθούμε –αναγκαστικά- στο δεύτερο, γιατί το πρώτο απαιτεί πολύ έρευνα και χώρο για ανάλυση.
Η ιστορία της Meyer επικεντρώνεται στη γνωριμία και τον έρωτα που αναπτύσσεται μεταξύ μίας θνητής, έφηβης κοπέλας, της Μπέλλα, και ενός αθανάτου βρικόλακα, του Έντουαρντ. Ομοίως, η ιστορία της Φόρτη αφορά μια θνητή, νέα κοπέλα, τη Δάφνη, και έναν αθάνατο θεό του Ολύμπου, τον Φοίβο ή Απόλλωνα. Στην περίπτωση της Μπέλλα, έχουμε να κάνουμε με μια μοναχική έφηβη, από διαλυμένη οικογένεια, με χαμηλή αυτοπεποίθηση, η οποία μετακομίζει σε μια άγνωστη για εκείνη πόλη, ώστε να ζήσει με τον πατέρα της, τον οποίον έβλεπε έως τότε σπανίως, λόγω του διαζυγίου των γονιών της. Αντιθέτως, η Δάφνη είναι μια θνητή νέα, με υπερβολικά μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητες της, πολύ περήφανη για τη μόρφωση της (όλα σχεδόν τα αποφθέγματα της είναι είτε στα αρχαία ελληνικά είτε στίχοι ποιημάτων του Καβάφη και του Ελύτη!), υπερβολικά οξυδερκής και δυναμική για την ηλικία της, με μια υγιής άποψη για την εξωτερική της εμφάνιση και απόλυτα προσκολλημένη στις απόψεις και ιδέες της οικογένεια της (η περίοδος της αμφισβήτησης που φέρνει η εφηβεία, προφανώς, έχει ξεχαστεί) που, όμως –παραδόξως- δεν είναι ιδιαίτερα κοινωνική.
Κατά τα’ άλλα, και οι δύο ηρωίδες βρίσκονται σε ‘ξένους’ τόπους και πρέπει να προσαρμοστούν στη νέα τους πραγματικότητα. Και οι δύο ηρωίδες είναι νέες και άπειρες.  Οι αποφάσεις της Μπελλα, όμως, οι αμφιβολίες και οι φόβοι της, η αμφιταλάντευση της μεταξύ της  ασφάλειας και της περιπέτειας αναλύεται και ξετυλίγεται λεπτομερώς μέσα σε 4 βιβλία. Αντιθέτως, η Δάφνη συμπεριφέρεται σαν ‘έτοιμη από καιρό’ για τη μεγάλη περιπέτεια, ενεργεί με απόλυτη σιγουριά και είναι επιθετική, απαιτητική και βάζει όρια στο φλερτ της με τον Φοίβο, μέχρι αυτός να της αποκαλύψει όλη την αλήθεια. Όπως και η Μπέλλα, δηλώνει αθεράπευτα ερωτευμένη με έναν αθάνατο άντρα, αλλά , σε αντίθεση με πολλές άλλες παρόμοιες λογοτεχνικές ηρωίδες (π.χ. Μπέλλα), αυτό που δείχνει να προέχει για εκείνη είναι κυρίως η αξιοπρέπεια της και λιγότερο ο έρωτας. Η Δάφνη δεν είναι παρορμητική, δεν εξωτερικεύει –ούτε καν στις κολλητές της- τα αισθήματα της, είναι απόλυτα εγκρατής μέχρι να σιγουρευτεί για το Φοίβο, δεν τον βλέπει στα όνειρα της και προτιμά να το ξεπεράσει, παρά να μπλέξει μαζί του, όταν αντιλαμβάνεται πως κάτι της κρύβει.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως η Φόρτη προσπάθησε να φτιάξει μια πιο δυναμική, πιο ‘επιθετική’ ηρωίδα ρομαντικής ιστορίας -σαν αυτές στα μυθιστορήματα της Τζέιν Όστιν- πράγμα που ‘σπάει’ το λογοτεχνικό καλούπι που υπάρχει σήμερα, που θέλει τις ηρωίδες αυτών των ιστοριών πιο μπερδεμένες συναισθηματικά και ανυπεράσπιστές. Αυτή την εκδοχή  θα μπορούσα να την δεχτώ και να την επικροτήσω, αν η Δάφνη δεν ήταν μόλις 19 χρονών, υπερβολικά προσκολλημένη στο μπαμπά, τη μαμά και τα αδέρφια της και τόσο άπειρη συναισθηματικά και ερωτικά. Με άλλα λόγια, η Δάφνη είναι μια 19χρονή κοπέλα, που όμως, σκέφτεται, μιλά και ενεργεί σαν μια –τουλάχιστον- 30χρονη γυναίκα. Σίγουρα, τέτοιες γυναίκες υπάρχουν γύρω μας, όμως, στα πλαίσια της ιστορίας του «Μύθου», η μικρούλα, άπειρη, αντικοινωνική και ολίγον τι μαμμόθρεπτη, Δάφνη δεν θα μπορούσε να έχει τέτοια ωριμότητα εξαιτίας –και μόνον- της παιδείας της. Δυστυχώς, η προσωπικότητα της Μπέλλα, όσο εκνευριστική και επαναλαμβανόμενη και αν είναι σε πολλά σημεία και των 4 βιβλίων, είναι πολύ πιο ρεαλιστική και τυπική της εφηβικής ψυχολογίας, από αυτή της Δάφνης. Ακριβώς επειδή η αυτοπεποίθηση της Δάφνης και η πίστη στη δύναμη-εξυπνάδα του μυαλού της είναι τόσο προβεβλημένη μέσα στο βιβλίο, δυσκολεύτηκα αρκετά να την δω ως μια απλή, 19χρονη φοιτήτρια. Για μένα, η Δάφνη είναι μια ώριμη γυναίκα, φυλακισμένη ‘με το ζόρι’ στο κορμί και τις συνήθειες μιας 19χρονής φοιτήτριας, μια αντίθεση που περισσότερο με απωθεί, παρά με τραβά, ως αναγνώστρια, δεδομένου ότι προσδίδει μια αίσθηση διχασμένης προσωπικότητας στην ηρωίδα.
Παρόμοια είναι και τα θέματα που προκύπτουν ως προς την ανάπτυξη του υπερφυσικού χαρακτήρα του μυθιστορήματος, του Φοίβου. Όπως και ο Έντουαρντ στο βιβλίο της Meyer, ο Φοίβος είναι ευγενικός, ιππότης, προστατευτικός και τρυφερός, αλλά και πιο  μεγάλος ηλικιακά, πιο πεπειραμένος και πιο σοφός από τη Δάφνη. Είναι, επίσης, πιο δυνατός σωματικά και ικανός πολεμιστής, δεδομένης της θεϊκής, αθάνατης υπόστασης του. Οι ομοιότητες, όμως, σταματούν εκεί.
Ο Φοίβος αποκαλύπτει πολύ λίγα στοιχεία του παρελθόντος και του χαρακτήρα του στη Δάφνη, με το πρόσχημα ότι έτσι μόνο την προστατεύει. Οι υπερφυσικές του δυνάμεις, πέρα από το να μαντεύει τις σκέψεις των άλλων και το μέλλον, αποσιωπούνται συστηματικά εντός της αφήγησης, με εξαίρεση τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου. Όλη του η ιστορία ξεδιπλώνεται μέσα από σύντομες σκηνές, που μοιάζουν με στιγμιότυπα, μεταξύ του εαυτού του και των λοιπών θεών του Ολύμπου, καθώς και τις ατελείωτες ερωτήσεις της Δάφνης, σε μια προσπάθεια, όχι τόσο να τον γνωρίσει καλύτερα, όσο να λύσει τους γρίφους όλων των μύθων της αρχαίας Ελλάδας και να βρει την απάντηση στο ερώτημα της αθανασίας. Αν και ως αφηγηματική τεχνική παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, με τις πληροφορίες που μας δίνει για τη γέννηση και ερμηνεία πολλών εκ των μύθων, παρόλα αυτά δεν προσθέτει υπόσταση και ουσία, σάρκα και οστά στο αντικείμενο του πόθου της Δάφνης, μια και μαθαίνουμε πολύ περισσότερα για την οικογένεια του και την ιστορία της, παρά για τον ίδιο.
Αντιθέτως, ο ήρωας της Meyer, από την πρώτη κιόλας στιγμή δεν κρύβει τη δυνατή, υπερφυσική και επικίνδυνη φύση του, σε κάποια σημεία μάλιστα υπερηφανεύεται για αυτή και ας είναι η αιτία του πόνου και της απέχθειας του προς τον ίδιο του τον εαυτό. Μέσα από την ιστορία του και τη σχέση του με τα μέλη της οικογένειας του αποκαλύπτει κυρίως το χαρακτήρα και τα συναισθήματα του, εξηγεί τις επιλογές και τη στάση ζωής που επέλεξε ο ίδιος και όχι τη γενικότερη ιστορία και συνήθειες των βρικολάκων από την αρχή του χρόνου. Με άλλα λόγια, η προσωπικότητα του Έντουαρντ είναι συγκεκριμένη, διαφορετική και μοναδική και ας ανήκει σε μια πολύ συγκεκριμένη  –λογοτεχνικά τουλάχιστον- ομάδα μυθικών όντων. Σε αντίθεση με το Φοίβο, η φύση του αθανάτου δεν τον καθορίζει απόλυτα, δεν του προσδίδει όλες του τις δυνάμεις  (μαντική, ευαισθησία, καλλιτεχνική φύση κτλ) αλλά αποτελεί, απλά ένα κομμάτι του χαρακτήρα του. Αυτή και μόνο η διαφορά στο τρόπο παρουσίασης του ήρωα, κάνει τον Έντουαρντ πολύ πιο ‘ζωντανό’ χαρακτήρα στο χαρτί, απ’ ότι το Φοίβο. Δυστυχώς, πέρα από την ομορφιά, την ευγένεια, την υπερ-προστατευτικότητα και το χρέος του προς την θεϊκή του ταυτότητα και οικογένεια, ο Φοίβος δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο άντρας που αγαπά η Δάφνη, ένα άδειο κοινώς δοχείο για να συγκρατεί εντός του τα όνειρα, τα συναισθήματα και τη μελλοντική πορεία της ηρωίδας μας.
Κατά τ’ άλλα, η δομή των δύο βιβλίων φαίνεται να ακολουθεί την ίδια ακριβώς πορεία: η θνητή ζει μια πολύ ήσυχη και μοναχική ζωή μέχρι που μαγεύεται από τον αθάνατο, ο αθάνατος βλέπει κάτι το ξεχωριστό στη θνητή, που κανείς άλλος δεν εντοπίζει εύκολα, και οι δύο προσπαθούν να αποφύγουν την ερωτική έλξη, διάφορες  καταστάσεις, όμως, τους φέρνουν ξανά κοντά και αναγκάζονται να αποδεχτούν και να ομολογήσουν των έρωτα τους. Μεγάλο κομμάτι της αφήγησης επικεντρώνεται στη γνωριμία τους, καθώς ο ένας μαθαίνει τον άλλο (αν και στη περίπτωση του Μύθου, οι πληροφορίες για τον Φοίβο δίνονται με το σταγονόμετρο και αργούμε πολύ να τον καταλάβουμε ως χαρακτήρα). Η ειδυλλιακή ηρεμία του νέου ζευγαριού αναστατώνεται πότε από πρακτικά θέματα (π.χ. τι θα πούμε στους γύρω και στους γονείς μας) και πότε από υπερφυσικά εμπόδια (βρικόλακες, λυκάνθρωπούς και Τιτάνες). Γάμοι, παιδιά και τα σχετικά –ότι, δηλαδή, ολοκληρώνει έναν έρωτα- φέρνουν μαζί τους εμπόδια, δυσκολίες και κινδύνους που οι δύο εραστές πρέπει να υπερνικήσουν. Στο τέλος, η αγάπη τους θριαμβεύει και βρίσκουν και συμμάχους (κυρίως τις οικογένειες τους και τους φίλους που αποκτούν). Υπό αυτή την έννοια, αν αφήσουμε εσκεμμένα στην άκρη τις μικροδιαφορές σε επίπεδο μυθολογίας, διαλόγων και μεμονωμένων περιστατικών, όντως, ο «Μύθος» θα μπορούσε να θεωρηθεί από κάποιους το νέο, ελληνικό Twilight (τριλογία το ένα, τετραλογία το άλλο, τα sequels είναι της μόδας). Δυστυχώς, όμως, λόγω της μικρής του έκτασης και του τρόπου με τον οποίον ξετυλίγονται οι χαρακτήρες και οι μεταξύ τους σχέσεις, ο «Μύθος» υστερεί σημαντικά σε βάθος και ουσία απ’ το Twilight της Meyer.
Η Φόρτη αδυνατεί να δώσει μέσα από το πρώτο της βιβλίο το χώρο και το χρόνο που χρειάζονται δύο τόσο διαφορετικά πλάσματα για να ερωτευτούν τόσο βαθιά και αφήνει υπερβολικά πολλά κενά, για μεγάλο χρονικό διάστημα, σε ότι αφορά την αφήγηση της γύρω από τα υπερφυσικά στοιχεία της ιστορίας της. Δεν είναι μόνον η Δάφνη που ψάχνει για την αλήθεια πίσω από τους θεούς και τους μύθους, είμαστε και εμείς οι ίδιοι, οι αναγνώστες της, που πρέπει να μαντεύουμε τι, ποιος, που και γιατί μέσα από τα σύντομα και αόριστα στιγμιότυπα που μας προσφέρει εκτός της αφήγησης Δάφνης-Φοίβου. Μια τεχνική που θα μπορούσε να δημιουργήσει σασπένς, αν η συγγραφέας είχε κάνει τον κόπο, έστω εισαγωγικά, να μας πει λίγα πράγματα για τα πρόσωπα, την παρούσα κατάσταση και τα προβλήματα των θεών που μας παρουσιάζει, έστω και μέσα από τα μάτια του Φοίβου.


3 Μαρτίου 2013

Μαθηματικές εξισώσεις…


Δύσκολο πολύ να συντάξεις κείμενο μετά από τόση συγγραφική απραξία. Είναι μια ιδιότυπη, προσωπική ήττα η επιστροφή στη συγγραφή για εμένα. Είναι μία περίτρανη απόδειξη πως οι ήχοι απέτυχαν, οι πράξεις έπεσαν στο κενό και οι σκέψεις, τα σχέδια, οι προσπάθειες βρήκαν τοίχο και οπισθοχώρησαν.
Αν υπάρχει κάτι που με χαρακτηρίζει αυτό είναι η προσπάθεια. Προσπαθώ τόσο πολύ για όσα με ενδιαφέρουν, που κοντράρω το σύμπαν ολόκληρο, δεν το αφήνω να ‘αναπνεύσει’ και να ‘συνωμοτήσει’ υπέρ μου. Και αν οι μανιακές, επίμονες, εξοντωτικές προσπάθειες μου κουράζουν και μπλοκάρουν τόσο το σύμπαν, φανταστείτε λίγο τι μπορεί να δημιουργούν στους ανθρώπους γύρω μου! Στους κακόμοιρους ανθρώπους, που ούτε τόσο δυνατοί, ούτε τόσο σοφοί, ούτε και τόσο συντονισμένοι και πειθαρχημένοι είναι, όσο το σύμπαν!
Άλλη μια κλασική περίπτωση, λοιπόν, ανθρώπου που πιστεύει πως κάνει το σωστό, μέχρι να ανακαλύψει ότι η ανάγκη του να κάνει το σωστό, εν τέλει δημιουργεί απόλυτο χάος σε αυτούς που προσπαθεί να ευεργετήσει. Υπάρχει αυτή η εκδοχή της ιστορίας, ναι, υπάρχει, όμως, ακόμη μία. Αυτή που λέει ότι πάντα προσπαθώ για τα λάθος πράγματα ή άτομα. Τώρα, το πώς φτάνει κανείς να επιλέγει τα λάθος πράγματα ή άτομα, είναι μια εξίσωση που –αυτό τον καιρό- προσπαθώ να λύσω. Γιατί –έχω πλέον καταλάβει πως- οι λάθος επιλογές δεν είναι πάντα προσωπική μας ευθύνη, όσο και αν οι ψυχολόγοι/ψυχίατροι/γκουρού προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο.
Λέμε και πιστεύουμε πως τα πάντα εξαρτώνται από εμάς στη ζωή μας, μα δεν είναι αλήθεια.  Οι σχέσεις που χτίζουμε με τους γύρω είναι 50% τύχη, 25% προσωπική προσπάθεια και θέληση και 25% προσπάθεια και θέληση των άλλων να μας παραχωρήσουν λίγο από το χρόνο και το χώρο μέσα τους. Συνεπώς, το 75% των προσωπικών μας σχέσεων είναι αποτέλεσμα παραγόντων που ΔΕΝ είμαστε σε θέση να ελέγξουμε ή να επηρεάσουμε οι ίδιοι με τις πράξεις μας.
 Ο παράγοντας τύχη είναι ο πρώτος και πιο σημαντικός. Περιλαμβάνει εντός του πολλούς άλλους παράγοντές, η ευθυγράμμιση και εναρμόνιση των οποίων δεν είναι διόλου εύκολο να επιτευχθεί: π.χ. ο σωστός τόπος, η σωστή στιγμή, η σωστή διάθεση, η σωστή ατμόσφαιρα, η σωστή παρέα, η σωστή συνομιλία, η σωστή συμπεριφορά, οι σωστές συνθήκες (γενικώς) και πάνω απ’ όλα, η αμοιβαία έλξη (είτε ερωτική είτε απλά φιλική). Πόσες φορές δεν βγήκατε έξω ή πήγατε κάπου έχοντας όλες τις ‘σωστές’ προϋποθέσεις, αλλά συναντήσατε ‘μη διαθέσιμους’ ή αλλιώς ‘ασύμβατους’ με εσάς ανθρώπους; Πάω στοίχημα πως ήταν εκατοντάδες οι φορές και δεν είστε οι μόνοι. Το ποσοστό και ο παράγοντας, λοιπόν, τύχη είναι δύσκολο και απατηλό, είναι παντελώς αστάθμητο και συνεχώς αλλάζει τις συνιστώσες  του. Κανείς δεν το ορίζει απόλυτα, κανείς δεν μπορεί να το ερμηνεύσει με σαφήνεια και συχνά-πυκνά, κάποιοι από εμάς δεν το αντιλαμβανόμαστε καν όταν εμφανίζεται. Για αυτό η ελπίδα είναι συχνά αόριστη, πεθαίνει τελευταία και οι παλιοί έλεγαν « αν έχεις τύχη διάβαινε…».
Αν, λοιπόν, είστε μόνοι, αν προσπαθείτε συνέχεια να θεμελιώσετε σχέσεις με τους γύρω ή έναν/μία συγκεκριμένο/η και δεν σας βγαίνει, μην φανταστείτε ότι φταίτε ολοκληρωτικά. 50% αυτού που σας συμβαίνει είναι  καθαρή τύχη και  μόνον 25% καθαρή θέληση (του άλλου, αν η δική σας είναι δεδομένη). Σε αυτή την περίπτωση, όπως σωστά συμβουλεύουν οι γκουρού της προσωπικής ευτυχίας, η μόνη σας επιλογή για να ‘προκαλέσετε’ την τύχη σας είναι να συνεχίσετε να της στήνετε σκηνικά, στα οποία θα μπορεί να ‘ανθίσει’.
Εδώ, όμως, είναι που ξεκινάνε τα δύσκολα. Ας υποθέσουμε πως οι πλανήτες ευθυγραμμίστηκαν και πιάσατε (επιτέλους) το Τζακ Ποτ! Πάνω στη χαρά και την ευδαιμονία σας, κάνατε και το λάθος να πιστέψετε πως όλη σας η κακοτυχία (μέχρι χθες) είχε τελικά λόγο ύπαρξης: να σας φέρει έως αυτό το σημείο. Πάνω στη φούρια σας να χαρείτε όσα στερηθήκατε τόσα χρόνια, μήνες, μέρες και βασιζόμενοι σε ένα αλλοτινό –μα καθόλου λογικό ή ασφαλές ακόμη- συναίσθημα πληρότητας, αρχίζετε τις ονειροπολήσεις. ‘Τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτή τη ζωή’, βροντοφωνάζετε, επιλέγοντας –ουσιαστικά- να αγνοήσετε το καθοριστικότατο 50% της τύχης, που σας έφερε ως εδώ. Ένα 50%, το οποίο, όπως προείπα, δεν χαλιναγωγείται, δεν ορίζεται, δεν έχει σαφή χαρακτηριστικά, πέρα από αυτά του συγχρονισμού σε μια δεδομένη στιγμή. Ναι, αυτή η δεδομένη στιγμή που όλα γύρω μας και μέσα μας εναρμονίζονται τόσο, είναι –όντως- σπάνια, αλλά αυτό δεν αποτελεί εγγύηση πως είναι και μακρόβια ή σωστή.
Κοινώς, η τύχη μπορεί και να σας οδηγήσει –για ακόμη μία φορά- στη λάθος επιλογή. Σε ένα τέτοιο σκηνικό –το οποίο, δυστυχώς, είναι αρκετά συχνό- το 25% της θέλησης και προσπάθειας σας δεν έχει και ΤΟΣΟ μεγάλη βαρύτητα. Σίγουρα παίζει κάποιο σημαντικό ρόλο, αλλά, αν προσκρούει ή δεν βρίσκει ανάλογη ανταπόκριση από το 25% του άλλου, τότε ο ρόλος του αναλώνεται στη διαιώνιση του λάθους και της προσωπικής δυστυχίας.
Εδώ οι ψυχολόγοι/θεραπευτές θα σας πουν ότι υπάρχει τρόπος να εναρμονιστούν τα ποσοστά. Δεν έχουν άδικο, υπάρχει. Ο τρόπος είναι απλός: θα πρέπει και τα δύο ποσοστά (25% και 25%) να δίνουν το 100% της προσπάθειας τους. Αυτό δεν είναι θέμα τύχης, είναι καθαρά θέμα θέλησης. Είναι, επίσης, πολύ πιο δύσκολο και πολύπλοκο από την εξίσωση της τύχης για να επιτευχθεί.
Πριν, λοιπόν, πέσετε σε βαριά μελαγχολία για τη μαύρη την τύχη σας, αναρωτηθείτε τα εξής: κάτω από ποιες ακριβώς συνθήκες κερδίσατε το Τζακ Ποτ; Ήταν βραχυπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες; Δώσατε πραγματικά και ειλικρινά το 25% της προσπάθειας και θέλησης που σας αναλογεί; (αυτό ξανασκεφτείτε το πριν απαντήσετε, η άρνηση και ο εγωισμός είναι μάστιγα, μπορεί να έχετε το μικρόβιο και εσείς). Και τέλος, λάβατε πραγματικά και ειλικρινά το 25% που αναλογεί στους άλλους ή τα λόγια τους δεν συνοδεύτηκαν σχεδόν ποτέ και από τις ανάλογες πράξεις;
Αν έχετε τις απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω, τη λύσατε την εξίσωση. Αν, πάλι, όχι, τότε κάντε αυτό που σας έλεγαν οι μαθηματικοί σας στο σχολείο: γυρίστε στην αρχή της εξίσωσης, πάρτε ένα-ένα τα βήματα προσεχτικά και εντοπίστε το λάθος.  Αν πάλι δείτε ότι τα λάθη είναι υπερβολικά πολλά και τα ποσοστά μπερδεύονται επικίνδυνα, υπάρχει πάντα και η γομολάστιχα. Χρατς χράτς και φτου απ’ την αρχή…

8 Αυγούστου 2012

Μην ενοχλήστε κύριοι!


Όταν αφήνεις πίσω σου αυτά που σε χαρακτηρίζουν νομίζω πως μετατρέπεσαι αυτόματα σε φάντασμα. Είσαι άυλος, άοσμος, άχρωμος και συνεπώς ανύπαρκτος στα μάτια των γύρω. Υπάρχεις μέσα από την ανυπαρξία σου. Γίνεσαι λευκός καμβάς, για να περνάει ο καθένας και να απλώνει την μπογιά του πάνω σου. Τα χρώματα που σε ντύνουν σε κάνουν ξαφνικά ελκυστικό, μα σε μετατρέπουν και σε κλόουν: αποκτάς, δηλαδή, άθελα σου το ρόλο του διασκεδαστή, έναν ρόλο που απαιτεί –απ’ τη φύση του- τη δική σου γελοιοποίηση προς τέρψη των άλλων.
Οι κλόουν, όμως, κάνουν καριέρα. Η γελοιοποίηση τους είναι ο βιοπορισμός τους. Η δική μας προθυμία να μετατραπούμε σε κλόουν για τους γύρω από πού πηγάζει;; Ιδού η απορία….
Λείπω μήνες τώρα από αυτό το blog. Το παράτησα για να κάνω καριέρα ως κλόουν στη ζωή των γύρω, για να διασκεδάζω τυχάρπαστους και να τρέφω τις φανταστικές μου ανάγκες. Καμιά φορά αναρωτιέμαι τι κερδίζω απ’ όλα αυτά. Σαν κάνω το λογαριασμό πάντα βλέπω ότι οι νόμοι της αγοράς, τελικά, έγιναν και νόμοι διαπροσωπικών σχέσεων. Ότι δίνεις, παίρνεις, εκτός και αν δεν είσαι ψυλλιασμένος καταναλωτής και απλά αρπάζεις ότι βρεις μπροστά σου, καταλήγοντας να πληρώνεις μια περιουσία για πράγματα που αξίζουν πενταροδεκάρες. Δεν είναι καινούργιο το συμπέρασμα, αλλά είναι μεγάλη μάστιγα η ελπίδα και η ξεροκεφαλιά, που μας ωθεί να μην μαθαίνουμε ποτέ από τα λάθη μας, να μην διαβάζουμε ποτέ λογικά τα σημάδια.
Κουράστηκα να κάνω τον κλόουν. Κουράστηκα, ίσως επειδή δεν ήμουν ποτέ λευκός καμβάς, απλά ντυνόμουν στα λευκά για να βρω ποια χρώματα ταιριάζουν στα δικά μου. Ίσως απλά να συνειδητοποιώ –όπως όλοι μας- πως ο καιρός της πλαστής ευδαιμονίας πέρασε ανεπίστρεπτη και πλέον ο «προσωπικός μου λογαριασμός» είναι συνεχώς μείον σε αγάπη, υπομονή, κατανόηση, ικανοποίηση, ποτέ πιστωτικός. Ίσως πάλι και οι κλόουν κάποτε να βγαίνουν στη σύνταξη, να κουράζονται απ’ την πολύ γελοιότητα που αναγκάζονται να πωλήσουν και να θέλουν απλά να ξαναβρούν λίγη από τη χαμένη τους αξιοπρέπεια και ας ψωμολυσσάξουν. Ίσως απλά να θέλω να επιστρέψω. Νομίζω πως ναι, θέλω απλά να επιστρέψω σε εμένα…..


2 Φεβρουαρίου 2012

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει....


Σταμάτησα να βλέπω ειδήσεις. Σταμάτησα τη στιγμή που είδα την υποδοχή που είχε ο νέος μας, αυτό-διόριστος και με το «έτσι θέλω», πρωθυπουργός από τους ευρωπαίους και μη «παίκτες» του εξωφρενικού σκηνικού στο οποίο καλούμαστε να ζήσουμε τα τελευταία τρία (τουλάχιστον) χρόνια. Έκλεισα την τηλεόραση και δεν την άνοιξα ξανά. Από τότε, όποτε πέφτω σε ειδήσεις ή εκπομπές πολιτικού σχολιασμού και επικαιρότητας είναι σαν να ακούω ποπ επιτυχίες από το ραδιόφωνο: ακούω ένα συνεχή και ενοχλητικό θόρυβο που απλά με συνοδεύει γλυκά και νωχελικά σε οτιδήποτε άλλο κάνω εκείνη τη στιγμή. Κάθε κουβέντα, σχόλιο, ανάλυση που πιάνει στον αέρα το αυτί μου, μόλις φτάσει στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του μυαλού μου –δυστυχώς- μου επιβεβαιώνει τον ίδιο φόβο, αυτόν που γεννήθηκε μέσα μου τη μέρα του αυτό-διορισμού της νέας μας κυβέρνησης: ότι δηλαδή έχουμε (και επισήμως πλέον) δικτατορία.  
Ζούμε σε σκηνικό απόλυτης κατάρρευσης. Οι κοινωνίες , από την αρχή του χρόνου, δομήθηκαν πάνω σε κοινά συμφωνημένους και αποδεκτούς θεσμούς, ιδέες, ακόμη και συνήθειες. Ναι, ξέρω, δεν συμφωνούν όλοι οι άξονες σκέψης και κοσμοθεωρίας με αυτή την άποψη, όμως, ακόμη και να δεχτούμε ότι η συναίνεση «των πολλών» στα πρότυπα ζωής και οικονομίας που οικοδόμησε η Δύση ήταν κατά 30% (πως αλλιώς άλλωστε θα επιβίωναν ως σήμερα;) ακόμη και αυτό είναι ένα ποσοστό που δείχνει πως υπήρξε –‘έστω- και μία κάποια συναίνεση. Κοινώς, αν δεν συμφωνήσουμε όλοι, πως είναι δυνατόν να δεχτούμε ότι τα νομίσματα που ανταλλάσουμε λέγονται «ευρώ» και οι τρόποι ανταλλαγής και χρήσης τους είναι συγκεκριμένοι; Πως είναι δυνατό να δεχτούμε ότι η Ε.Ε. είναι πιο πάνω από κάθε εθνική κυβέρνηση και οι επιταγές της πρέπει να ακολουθούνται; Πως είναι δυνατό, δίχως συναίνεση, να δεχτούμε ότι οι αποφάσεις μιας χούφτας εθνικών πολιτικών θα πρέπει να τηρηθούν για να συνεχίσουμε να συνυπάρχουμε και να υπάρχουμε γενικότερα;
Ναι, είναι περίπλοκη πλέον η κατάσταση, όμως, όσο περίπλοκη και να γίνει, αυτό δεν αναιρεί την ουσία των πραγμάτων στα μάτια μου: η ουσία είναι πως τα πάντα είναι συμφωνία, τα πάντα είναι συναίνεση ή θα έπρεπε να είναι συναίνεση μεταξύ του πλήθους ανθρώπων που κατοικούν πάνω σε αυτή την γη και αυτών που έχουν τις «φαεινές» ιδέες για το «πως» θα πρέπει να ζούμε όλοι μαζί σε μια συλλογικότητα. Αν υποθέσουμε ότι η συναίνεση μεταξύ των δύο πλευρών που προανέφερα είναι απαραίτητη (φτάσαμε να υποθέτουμε αυτά που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα), τότε ζούμε σίγουρα μια ιδιότυπη δικτατορία. Η κυβέρνηση που αποφασίζει το μέλλον μας ΔΕΝ είναι εκλεγμένη, αλλά διορισμένη. Οι αποφάσεις που παίρνει δε , όχι μόνον δεν είναι προς το συμφέρον της συλλογικότητας, αλλά βρίσκουν τη σθεναρή αντίδραση και αντίσταση από την πλειοψηφία των ανθρώπων. Και αυτό που μόλις είπα ξεπερνά τα στενά όρια της χώρας μας (βλέπε Η.Π.Α., Ισπανία, Γαλλία κτλ). Είμαστε, λοιπόν, μάρτυρες της απόλυτης και βάναυσης κατάρρευσης όλων των «κοινωνικών συμβολαίων» που ίσως κάποτε προϋπήρξαν.
Δεν λέω ότι με ενδιαφέρει η επιστροφή στο «παλιό», ας μην παρεξηγούμε. Η πράξη έδειξε πως τα «συμβόλαια» που στήσαμε δεν ήταν και τα πλέον ασφαλή για την πλειοψηφία του κόσμου. Το θέμα είναι πως δεν μας δόθηκε –και όπως βλέπω δεν προβλέπεται να μας δοθεί- ποτέ η ευκαιρία ή η δυνατότητα της επαναδιαπραγμάτευσης των όρων του «συμβολαίου». Ζούμε σε μια εποχή επιβολής και επιταγών. Ζούμε σε έναν κόσμο, που όσο και αν καυχιόμαστε και προσπαθούμε, δεν ελέγχουμε πλέον καμία έκφανση της ζωής μας, ούτε καν αυτή της προσωπικής ζωής. Οι ανακοινώσεις, οι δηλώσεις, οι αποφάσεις εισβάλουν με το έτσι θέλω στα σπίτια μας και εμείς συνεχίζουμε ότι κάναμε εκείνη τη στιγμή, προσποιούμενοι πως αυτά που ακούμε είναι ποπ τραγουδάκια, σκουπίδια κοινώς, μεταμφιεσμένα ως «σωτηρία» της βαρεμάρας μας, με εύπεπτούς στίχους και μασκαρέματα της αλήθειας.
Η δικτατορία της οικονομίας είναι πλέον –επίσημα και απροκάλυπτα- και δικτατορία πολιτική. Μέσα σε αυτή την θρασύτατη επιβολή καλούμαστε να ονειρευτούμε, να δημιουργήσουμε, να αναπτυχθούμε, να αγαπήσουμε, να μοχθήσουμε, να ζήσουμε και να μεγαλώσουμε παιδιά. Και όταν ρωτάω: «Γιατί δεν αντιδρούμε», μου απαντούν «για να μην χάσουμε και τα λίγα που έχουμε». Εμπεδώσαμε τόσο πολύ το μερίδιο μας στην ευθύνη;;; Μάλλον, αλλιώς δεν εξηγείται ΤΟΣΗ σιωπή. Ποιος σας είπε, όμως, ότι η ενοχή εξιλεώνεται με τη σιωπή;;; Δεν μάθαμε ακόμη ότι τα λάθη διορθώνονται μόνον όταν αποφασίσουμε να κάνουμε το σωστό;;; Είμαι η μόνη –τελικά- που νιώθει πως πλέον ΔΕΝ έμεινε τίποτα να χάσουμε;;;

12 Σεπτεμβρίου 2011

Απολογία Νο 2


συγγνώμη (η) (προφέρεται κ. συγνώμη) 1. (α) η έκφραση τής μετάνοιας κάποιου για λόγο ή πράξη του εις βάρος άλλου: σας ζητώ συγγνώμη για ό,τι είπα εναντίον σας || τι να την κάνω τη ~ σου; (β) η αποδοχή τής μετάνοιας (κάποιου) από το πρόσωπο που έχει θιγεί από λόγο ή πράξη του: δίνω τη ~ μου (συγχωρώ) συν. συγχώρεση 
Μια λεξούλα μόνο, συγνώμη ή συγγνώμη ή όπως αλλιώς θέλετε. Πόσες  φορές την εκστομίσαμε και πόσες από αυτές τις φορές που την είπαμε την εννοούσαμε πραγματικά; Διαβάζω πως: η λέξη προέρχεται από το «συν + γνώμη» (συν + γιγνώσκω: έχω την ίδια γνώμη με κάποιον, αλλάζω γνώμη, μετανοώ). Το να ζητάς, συνεπώς, συγνώμη σημαίνει αυτομάτως πως μπαίνεις στη θέση του άλλου και υιοθετείς τη γνώμη του πάνω στο θέμα της διαφωνίας που ίσως είχες μαζί του. Αν κάθε φορά, λοιπόν, που λέγαμε ‘συγνώμη’ σε κάποιον μπαίναμε πραγματικά στη θέση του και βλέπαμε τα πράγματα μέσα από το δικό του πρίσμα, τότε α) θα ήμασταν ένας πολύ πιο υπεύθυνος και ευαίσθητος λαός και β) οι παρεξηγήσεις μεταξύ μας θα μειώνονταν αισθητά με τα χρόνια. Και όμως, παρά τη συχνότητα της χρήσης του ‘συγνώμη’ στην καθημερινότητα μας, παραμένουμε ο πιο εγωπαθής και εγωκεντρικός λαός της Ευρώπης.
Άκουσα πρόσφατα κάποιον να λέει πως ο μέσος νεοέλληνας έχει υψηλή αυτοεκτίμηση και μια εικόνα του εαυτού του την οποία συντηρεί μόνο με λόγια και ποτέ με πράξεις ή δράση. Αν αυτό αληθεύει έστω και στο ελάχιστο, τότε πολλά από τα ‘συγνώμη’ που εκστομίσαμε κατά καιρούς είναι κενά νοήματος και συνεπώς και πραγματικής μετάνοιας. Εγώ μπορώ να σκεφτώ ήδη αρκετές περιπτώσεις στις οποίες το ‘συγνώμη’ μου ήταν βιαστικό, κενό ή ακόμη και βεβιασμένο. Πολλές, δε, φορές λέμε απλά ‘συγνώμη’ για να βάλουμε μια τελεία στη διαφωνία, να αποφύγουμε την κουβέντα, μέχρι και να προσποιηθούμε πως είμαστε ανώτεροι πνευματικά και ψυχικά από το συνομιλητή μας, που ίσως έχει αρχίσει να χάνει τη ψυχραιμία του πάνω στην έξαψη της διαφωνίας του μαζί μας. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι καλό –έστω εμείς- να γνωρίζουμε πως οι κενές λέξεις δεν είναι σημάδι ούτε ευφυΐας ούτε ανωτερότητας. Οι κενές νοήματος λέξεις είναι απλά σημάδι της δικής μας αδυναμίας να μετακινηθούμε από τις θέσεις μας, να ακούσουμε τον άλλο και να αλλάξουμε γνώμη ή έστω να δούμε τη δική του οπτική πάνω σε κάποιο θέμα.
Το μυστικό όλων των λέξεων είναι πως η ετοιμολογία τους μας δείχνει συχνά και το σωστό τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς που θα έπρεπε να έχουμε όταν τις χρησιμοποιούμε. Απ’ όλες τις λέξεις που λέμε καθημερινά, το ‘συγνώμη’ είναι ίσως η πιο κακοποιημένη και κενή πραγματικού νοήματος. Η χρήση της είναι τόσο κοινή και διαδεδομένη που η διαστρεβλωμένη της έννοια έχει πλέον επικρατήσει της πραγματικής. Γι’ αυτό και καμιά φορά τα ‘συγνώμη’ μας τα συνοδεύει δικαίως η απάντηση: Να τη χέσω τη συγνώμη σου!
Σήμερα είπα, ίσως, για πρώτη φορά ‘συγνώμη’, χρησιμοποιώντας την πραγματική του έννοια. Τη στιγμή που το ξεστόμισα, εκείνη ακριβώς τη στιγμή είδα καθαρά και την ευεργετική του ιδιότητα, διότι, όταν λες πραγματικά ‘συγνώμη’, δεν υιοθετείς απλώς τη γνώμη του άλλου, αλλά βλέπεις καθαρά και το λάθος της δικής σου γνώμης. Τα πραγματικά ‘συγνώμη’ είναι ο καθρέπτης του χαρακτήρα μας, είναι ένας τρόπος να συνειδητοποιήσουμε τις δικές μας αδυναμίες, τα δικά μας όρια και σφάλματα, κάτι που ίσως να μην το επιτυγχάναμε ποτέ, αν δεν συνυπήρχαμε ‘θορυβωδώς’ με τους άλλους. Το σημερινό μου ‘συγνώμη’ ήταν άβολο και επώδυνο, με βύθισε στη σκέψη και τη μετάνοια, το μόνο σίγουρο τρόπο, δηλαδή, προς την πραγματική αλλαγή.
Καλημέρα και καλή ακρόαση! Πατήστε play, αξίζει τον κόπο…

20 Αυγούστου 2011

Απολογία


Έχετε δει κάτι αναποφάσιστους τύπους που βολτάρουν έξω από τις βιτρίνες των καταστημάτων ή τις εισόδους των πολυκατοικιών, μιλώντας στον εαυτό τους, κοιτώντας έντονα το κενό, καπνίζοντας νευρικά, χωρίς όμως να αποφασίζουν να κάνουν το επόμενο βήμα; Ε, κάπως έτσι είμαι και εγώ αυτό τον καιρό. Δεν το αποφασίζω, γενικά. Δεν το αποφασίζω για τίποτα στη ζωή μου. Κοιτώ νευρικά τις «εισόδους» που χάσκουν γύρω μου και στο μυαλό μου φτιάχνω και από ένα πιθανό σενάριο για την κάθε μία. Βέβαια, το ανησυχητικό δεν είναι τόσο η αναποφασιστικότητα μου να περάσω τις «εισόδους», το ανησυχητικό είναι η βεβαιότητα μου πως, μόλις διασχίσω το κατώφλι τους, θα συμβεί η συντέλεια του κόσμου.
Υπάρχουν μέρες που δεν συμβαίνει τίποτα αξιομνημόνευτο στη ζωή μας, μέρες που χάνονται και περνούν δίχως να τις απολαύσουμε ή να τις επεξεργαστούμε, μέρες που δεν αφήνουν μνήμες και αποφάσεις πίσω τους. Υπάρχουν, όμως, και μέρες, ώρες, στιγμές που μπορούν να φέρουν τον κόσμο σου ανάποδα. Τον τελευταίο καιρό είχα και από τα δύο είδη μέρας και η εναλλαγή των συναισθημάτων με έκανε να χάσω την ισορροπία μου για τα καλά. Μια ισορροπία που είχε χτιστεί σιγά-σιγά, με προκατ υλικά και πρόχειρες λύσεις, όπως και όλα στη χώρα που ζω. Τα προκατ κτήρια, όμως, τα ρίχνει είτε ο άνεμος είτε οι μπουλντόζες. Άντε τώρα να βρεις την πόρτα και τα παράθυρα μέσα στο σωρό από χαλάσματα που σε περικυκλώνει…
Τα πάντα, λοιπόν, για την ώρα είναι under construction. Λυπάμαι για την καθυστέρηση και την απουσία μηνών, αλλά όσο μεγαλώνω, τόσο πιο πολύ ζορίζομαι να κάνω, να λέω και να νιώθω πολλά πράγματα συγχρόνως. Είμαι σαν τις μηχανές, το έχω ξαναπεί, κάποιες στιγμές το OFF πρέπει να πατηθεί και να αρχίσει η συντήρηση, αλλιώς η υπερφόρτιση θα οδηγήσει στην υπερβολή, κάτι για το οποίο –όπως ανακαλύπτω- φημίζομαι.
Είναι μακρύς ο δρόμος αυτό το χειμώνα, μακρύς και δύσβατος, μα, δεν σας το κρύβω, έχω καταφέρει πλέον να αποκτήσω μια αναισθησία που, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, μπορεί να μοιάζει και με αισιοδοξία. Το μότο μου για φέτος λέω να είναι το «άγνοια κινδύνου». Άγνοια κινδύνου στο τρόπο που επαναστατούμε, που λέμε ότι μας χαλάει, που εκφράζουμε αυτά που θέλουμε, που προσεγγίζουμε τους ανθρώπους και που βουτάμε στις καταστάσεις.  Άγνοια κινδύνου στα αισθήματα και στις αποφάσεις. Δεν είναι τυχαία αυτή η απόφαση μου, όχι. Το διάλεξα γιατί σιχάθηκα την ακατάσχετη επιχειρηματολογία των τελευταίων μηνών στο δημόσιο διάλογο και το φόβο, τα ‘πρέπει’ και τα μικροσυμφέροντα στον ιδιωτικό.
Εύχομαι «άγνοια κινδύνου» σε όλους μας!

3 Ιουλίου 2011

Θα τον πουλήσουμε τον Ήλιο; Σίγουρα, Ναι!


Βρήκα το βίντεο εξόχως καταθλιπτικό, εξόχως ειρωνικό, εξόχως πικρό και όμως, τόσο φρέσκο. Διάβασα χιλιάδες κείμενα που με λέξεις προσπαθούν να αναλύσουν την επικαιρότητα. Αυτό το βίντεο, με μουσική επένδυση ένα από τα πλέον γνωστά τραγούδια-ορόσημο της τωρινής κυβέρνησης, συνοψίζει καλύτερα από κάθε κείμενο όσα δεν μπορούν να ειπωθούν πειστικά με λέξεις. Ο λαός –που κάποτε όλα τα κόμματα εξυμνούσαν- έφτασε σήμερα να αναλύεται, να χλευάζεται, να κατηγορείται, να τεμαχίζεται, να φτύνεται, να ξυλοκοπείται και να αμφισβητείται πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο σε αυτή τη χώρα και μάλιστα από τους ίδιους ανθρώπους που κάποτε τον εξυμνούσαν και τους οπαδούς τους.


Όσο για τους πεφωτισμένους-διανοούμενους της κομματοκρατίας, που βιάστηκαν να γράψουν επικήδειους για τους «Αγανακτισμένους» τα παρακάτω βίντεο με καλύπτουν ως απάντηση.


Καληνύχτα, Ήλιε, καληνύχτα….




30 Ιουνίου 2011

Ήρθε η ώρα….


«Έχουμε πόλεμο» διαλαλούσαν κάποιοι στην αρχή της εποχής του Μνημονίου και σήμερα βγήκαν αληθινοί. Θα μπορούσαμε να μαζευτούμε όλοι μαζί, με τα θεωρητικά βιβλία μας παραμάσχαλα και τα ψαγμένα μας αποφθέγματα και να διαφωνούμε για ώρες: είναι η μούντζα, το γιούρτωμα, το γιουχάισμα ή το σπάσιμο των μαρμάρων και ο πετροπόλεμος σημάδι ώριμων, δημοκρατικών, κοινωνικά συνειδητοποιημένων πολιτών ή όχι; Είναι οι «αγανακτισμένοι» μια μορφή ψυχολογικής εκτόνωσης ή είναι ένα σημάδι πως ο κόσμος ξεπερνά τις διαφορές του και συσπειρώνεται κάτω από μια κοινή δυσαρέσκεια για την παρούσα πολιτική και οικονομική κατάσταση. Είναι η βία και τα επεισόδια μορφή αποδεκτού αγώνα; Μήπως η απεργίες είναι η σωστή μορφή ή μήπως η δύναμη μας είναι στη ψήφο μας τελικά και όχι στην παρουσία μας στις πλατείες; Να χαμογελάσουμε κρυφά –όπως έκανε ο πρόεδρος της Βουλής ανακοινώνοντας τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας για το Μεσοπρόθεσμο- ή να τα κάνουμε όλα λίμπα και μετά να βάλουμε και μια μεγάλη φωτιά να ησυχάσουμε; Όντως, ήρθε η ώρα που όλοι φοβόμασταν, η ώρα που θα πρέπει να διαλέξουμε στρατόπεδο, να σκεφτούμε σοβαρά τις επιλογές μας, να διαβάσουμε «πίσω από τις γραμμές» και να αποκωδικοποιήσουμε τα κρυφά χαμόγελα και τις δηλώσεις ευφορίας και ανακούφισης των συνομιλητών μας.
Τα εδάφια του Μεσοπρόθεσμου ξεπερνάνε κάθε ευφάνταστο σενάριο τρόμου, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για εκτιμήσεις και αναλύσεις, είναι σαφή και θα πρέπει να είσαι μεγάλος μαέστρος της προπαγάνδας και της αληθοφανής επιχειρηματολογίας για να πείσεις και τον πιο αδαή πως αυτή ήταν –αν όχι η μόνη- τουλάχιστον η καλύτερη λύση.
Βλέποντας σήμερα το σκηνικό, όπου εντός του Κοινοβουλίου 155 εκλεγμένοι εκπρόσωποι μας –αψηφώντας τη γενική ανησυχία και δυσαρέσκεια- ψήφισαν την καταδίκη ενός μεγάλου κομματιού του ελληνικού λαού (γιατί, μην γελιέστε, κάποιοι δεν θα πάθουν τίποτα) και το ξεπούλημα όλης της χώρας, ενώ εκτός του Κοινοβουλίου, η οργή ξεχείλιζε και ο κόσμος πνίγονταν στα αέρια και τα χημικά, αισθάνομαι πως τίποτα δεν έχει αλλάξει, τουλάχιστον όχι προς το καλύτερο. Το σκηνικό με γυρνά στην αρχή, σε ένα επώδυνο deja-vu όπου οι κοινοβουλευτικοί μας εκπρόσωποι συνομιλούν και αφουγκράζονται μόνον τους ομότιμους τους, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας, ενώ τα ΜΑΤ βαράνε και οι 10, 20, 200 αν θέλετε ανταπαντούν με πέτρες, καδρόνια και ότι άλλο έφεραν μαζί τους ή του χορηγήθηκε ποικιλοτρόπως. Κάπου ανάμεσα στέκει και μια άλλη μερίδα ανθρώπων, αυτοί που πάντα φώναζαν και οδύρονταν πως βαδίζουμε προς το γκρεμό αλλά και αυτοί που –ίσως και κάπως αργά πια- συνειδητοποίησαν πως α) σ’ αυτό τον κόσμο δεν υπάρχει μόνον το ‘’εγώ’’ τους και β) τα προνόμια και το βόλεμα σε αυτή τη χώρα δεν είναι εσαεί. Αυτή η μερίδα είναι και η πιο θλιβερή απ’ όλες, όχι μόνο γιατί έφαγε ξύλο και δακρυγόνα με τη σέσουλα, αλλά γιατί θα φάει και στην πορεία την ευθεία βολή στην καρδιά από το όπλο του κ. Πρωθυπουργού, ξέρετε, αυτό που είχε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το ξεπούλημα του μέλλοντος μας. Ανήκω και εγώ σε αυτή τη μερίδα, είμαι ήδη στημένη στον τοίχο, περιμένω το εκτελεστικό απόσπασμα.
Κάπου εδώ οι πρώην και νυν οπαδοί των κομμάτων θα μπορούσαν να σας κάνουν μια ωραία αναδρομή στο παρελθόν, να σας παραθέσουν καλά μελετημένα μοντέλα, παραδείγματα και ιστορικά γεγονότα ή ακόμα οικονομικές αναλύσεις για να σας πείσουν για το οτιδήποτε: είτε το γιατί δεν υπήρχε άλλη λύση, είτε το γιατί αυτή ήταν η χειρότερη λύση, αλλά η πιο συμφέρουσα για κάποιους. Η επιχειρηματολογία ανθεί σε αυτή τη χώρα, ειδικά τέτοιες ώρες, αυτό που μας λείπει σίγουρα είναι η κοινή λογική.
Αναρωτιέμαι: ποίοι είστε εσείς; Ποιοι είστε που μπαίνετε στη διαδικασία να επιχειρηματολογήσετε υπέρ ενός κειμένου που σκοπό έχει τη λεηλασία και την αφαίμαξη; Με ποια κίνητρα και ποια ανταλλάγματα το κάνετε και είστε τόσο σίγουροι, τόσο δυνατοί και εξασφαλισμένοι πως αν αρχίσουμε να βουλιάζουμε δεν θα θιγούν και τα δικά σας συμφέροντα; Με ποια προοπτική, με ποιο όραμα υπερθεματίζετε υπέρ μιας τόσο καταστροφικής λύσης;
Τα λόγια περισσεύουν τέτοιες ώρες. Κάποιοι, ήδη, μιλούν για κοινωνική αντίσταση, για αντίδραση στην εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου. Και εγώ ερωτώ: ποια αντίσταση και πως; Με ποιους τρόπους θα αποφύγει ο πολίτης τους άμεσους και έμμεσους φόρους, τις έκτακτες και μη εισφορές από το μισθό του, το μαρασμό της αγοράς και την περεταίρω μείωση των συντάξεων; Πως θα αντισταθεί, όταν σε λίγο καιρό θα πρέπει να πληρώνει ιδιώτες για να κάνει ένα μπάνιο, να διασχίσει ένα δρόμο, να πάει το παιδί σου σε έναν –πρώην- δημοτικό παιδικό σταθμό; Ποίο το μέλλον των κοινωνικών υπηρεσιών τώρα πια, ενός τόσο σημαντικού και ήδη τόσο υποτιμημένου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας;
Είμαστε η χώρα των πειραμάτων τελικά. Από το πατερναλιστικό, υπερδιογκωμένο, υδροκέφαλο κράτος πλέον περνάμε στην εποχή του ανύπαρκτου κράτους και του σκληρού, αδίστακτου καπιταλισμού, όπου όλα θα γίνονται για τα έσοδα, ώστε να αποπληρώνουμε δόσεις. Ω! Τι λαμπρό μέλλον!
Δεν έχω απαντήσεις σήμερα, μόνο μια απέραντη θλίψη, έναν κρυφό φόβο, καθώς χιλιάδες εφιαλτικά σενάρια περνάνε από το μυαλό μου. Κάπου είχα γράψει πως είμαστε η αδικημένη γενιά του ’80 και μου είχαν απαντήσει πως πρέπει μόνοι μας να σώσουμε τον εαυτό μας, να μην περιμένουμε βοήθεια από πουθενά. Και όμως, αυτές οι «αμερικανιές» δεν είναι η απάντηση. Αν μη τι άλλο, σε αυτή τη χώρα το «εγώ» και το «μόνος μου», το «εγώ και κανένας άλλος» μας έφαγε και μας καταπόντισε. Η ευθύνη είναι συλλογική, είμαστε μέλη μιας κοινωνίας και η κοινωνία μας απαρτίζεται από μέλη, πρέπει να σεβαστούμε και να μας δείξουν σεβασμό. Δεν θα το επιτύχουμε ποτέ εάν δεν πάψουμε να σκεφτόμαστε ως μονάδες.
Ήρθε, όντως, η ώρα. Ήρθε η ώρα που όλοι φοβόμασταν. Πρέπει να διαλέξουμε τι θέλουμε: θέλουμε να είμαστε υπεύθυνα μέλη του συνόλου ή μονάδες; Θέλουμε να ψηφίζουμε και να αγωνιζόμαστε για το κοινό καλό ή για τον εαυτό μας μόνο; Τι διαλέγουμε; Είναι, πλέον, αυτή η ώρα…..