28 Απριλίου 2011

Oh! This is BAD!...very bad….


Δεν είναι που έχω παρατήσει αυτό το blog, όχι, είναι απλά που αντιστέκομαι σθεναρά στο να γράψω εντός του το οτιδήποτε πλέον. Οι λόγοι είναι πολλοί, κάποιοι καθαρά πρακτικοί, άλλοι, όμως, ξεκάθαρα συναισθηματικοί.
Στους πρακτικούς δεν θα αναλωθώ, είναι αυτονόητοι. One cannot become a saint when one works sixteen hours a day είχε γράψει κάποτε ο Jean-Paul Sartre και θα συμφωνήσω μαζί του, μόνο που αντί για «άγιος» εγώ θα έβαζα τη λέξη «φιλόσοφος». Αφήνω, λοιπόν, τη φιλοσοφία και την κριτική της πολιτικής πραγματικότητας σε αυτούς που έχουν το χρόνο και τις λαμπρές ιδέες/πολιτικές απόψεις, για την ώρα, να ερευνούν, να φιλοσοφούν και να μας διαφωτίζουν. Εγώ θα τους «θαυμάζω» από μακριά, μια και η φετινή χρονιά μου δίδαξε ένα καλό μάθημα, που ελπίζω να μην ξεχάσω ποτέ, και ας ήταν άκρως επώδυνο.
Διάβασα, που λέτε, δεκάδες αναρτήσεις πριν και μετά το Πάσχα, μα αυτά που θα ήθελα να απαντήσω σε όσα διάβαζα δεν γίνονταν λέξεις, όσο και αν πάσχισα να τα βγάλω προς τα έξω. Ίσως επειδή αυτό τον καιρό –και όσο αυτός ο καιρός προχωρά στο χρόνο- αισθάνομαι υπερβολικά μόνη ως προς τον τρόπο που βλέπω και αντιλαμβάνομαι τον κόσμο γύρω μου. Βλέπετε, εγώ δεν ήμουν ποτέ υπέρ της αλλαγής που ξεκινά ‘απ’ έξω’, ήμουν πάντα υπέρ των αλλαγών που ξεκινάνε από ‘μέσα’, από εμάς τους ίδιους και έπειτα διαχέονται και στους γύρω, και στο σύνολο. Βαρέθηκα –κυριολεκτικά- να διαβάζω αναλύσεις και σχόλια που παρουσιάζουν και κριτικάρουν τους «απ’ εξώ». Βαρέθηκα, δίχως πλάκα, τον ξύλινο λόγο των συνδικαλιστών, αλλά και των «ιδεολόγων» της μικρή μας μπλογκόσφαιράς και την ατελείωτη μουρμούρα, πασπαλισμένη με ολίγον από αριστερισμό και ολίγον από ανθρωπισμό. Όλα σε μικρές, βολικές δόσεις για να μην μπουκώνουμε κιόλας. Όλα επιφανειακά, ορθολογικά, δομημένα με προσοχή, ώστε να προκαλούμε συναίσθημα, να ανοίγουμε κουβέντα.
Τα συμπεράσματα, δε, της κουβέντας που πάντα ξεκινά είναι και τα καλύτερα. Πόσα χειροκροτήματα και πανηγυρισμούς ακόμη θα διαβάσω για τη φοβερή μας διορατικότητα και κοινωνικό-πολιτική ευαισθησία;  Πόσο πιο «ανώτερους πνευματικά», «διαφορετικούς από αυτούς που κριτικάρουμε», «ευσυνείδητους» λογαριάζουμε τους εαυτούς μας καμιά φορά; Θα χαρώ να διαβάσω –έστω και μία φορά- και μια αυτοκριτική, και ένα σιχτίρι, έστω, για τον εαυτούλη μας! Αλλά όχι, αυτή είναι η δουλειά των ποιητών, σωστά; Σ’ αυτούς έλαχε να «γιορτάζουν»  με λέξεις τις αδυναμίες και τις αποτυχίες τους. Ας είναι, μάλλον τους προτιμώ, ίσως επειδή αυτοί είναι κομματάκι πιο κοντά στην αλήθεια, που τόσο υπερεκτιμούν κάποιοι, δίχως λεπτό να την προσεγγίζουν.
Τα λόγια, λοιπόν, αυτά που θα έγραφα και εγώ, τα βρήκα στο βιβλίο ενός άντρα, που αυτά που γράφει, όχι μόνον τα πιστεύει, αλλά τα υποστηρίζει και με την ίδια του την καθημερινότητα. Τα βρήκα στις σελίδες του βιβλίου ενός άντρα, που την πίστη του στη δύναμη του γραπτού λόγου την πληρώνει καθημερινά με αναγκαστική απομόνωση και αυτοεξορία. Μια απομόνωση που δεν φοβάται να πει πως τον βαραίνει απίστευτα και τον κάνει να αμφισβητεί την αξία της σε καθημερινή βάση. Απευθυνόμενος στους συμπατριώτες του, γράφει τα παρακάτω:

«Κι όμως δε θα ήταν δύσκολο να μη φοβόμαστε πια. Θα αρκούσε να αντιδράσουμε, αλλά όχι μόνοι. Ο φόβος πηγαίνει αγκαζέ με την απομόνωση. Κάθε φορά που κάποιος υπαναχωρεί, δημιουργεί κι άλλο φόβο, που δημιουργεί ακόμα περισσότερο φόβο, σε αν εκθετικό κρεσέντο που καθηλώνει, διαβρώνει, οδηγεί αργά στην καταστροφή…Αλλά εσείς δεν θέλετε έναν τέλειο κόσμο, θέλετε μόνο μια ήσυχη και απλή ζωή, μια αποδεκτή καθημερινότητα, τη θαλπωρή μιας οικογένειας. Σκέφτεστε ότι, αν αρκεστείτε σ’ αυτό, θα γλυτώσετε από τα άγχη και τα βάσανα. Και ίσως τα καταφέρετε, ίσως καταφέρετε να βρείτε μια επίφαση ηρεμίας. Αλλά με τι τίμημα;
Αν τα παιδιά σας πρόκειται να γεννηθούν άρρωστα ή να αρρωστήσουν, αν κάποτε χρειαστεί να απευθυνθείτε σε κάποιον πολιτικό που με αντάλλαγμα την ψήφο σας θα σας δώσει μια δουλειά, χωρίς την οποία τα μικρά όνειρα και σχέδια σας θα πάνε στο βρόντο, όταν δυσκολευτείτε να πάρετε δάνειο για το σπίτι σας, ενώ οι διευθυντές των ίδιων τραπεζών θα είναι πάντα διαθέσιμοι για κείνους που κυβερνούν, όταν τα δείτε όλα αυτά, ίσως τότε αντιληφθείτε ότι δεν υπάρχει σωτηρία, ότι δεν υπάρχει κανένα προστατευόμενο περιβάλλον, ότι η στάση που θεωρούσατε ρεαλιστική και συνετά προσγειωμένη έχει μολύνει την ψυχή σας με μνησικακία και χολή που απομακρύνουν κάθε ευχαρίστηση απ΄τη ζωή σας. Γιατί αν όλα αυτά είναι θλιβερά, το θλιβερότερο όλων είναι η συνήθεια. Να συνηθίζεις ότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνεις από το να υποταχτείς, να βολευτείς ή να το βάλεις στα πόδια.
Ρωτώ τη γη μου αν μπορεί ακόμα να φαντάζεται ότι είναι σε θέση να επιλέξει. Τη ρωτάω αν είναι σε θέση να κάνει τουλάχιστον το πρώτο αυτό βήμα προς την ελευθερία, που έγκειται στο να καταφέρει να σκεφτεί διαφορετικά, να σκεφτεί ελεύθερα. Να μην το βάλει κάτω, να μην δεχτεί σαν φυσική μοίρα εκείνο που απεναντίας είναι έργο των ανθρώπων.
Αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να σου αρπάξουν τη γη σου και το παρελθόν σου, να σου κλέψουν την ηρεμία σου, να σε εμποδίσουν να βρεις σπίτι, να σου γράψουν προσβολές στους τοίχους του χωριού σου, μπορούν να δημιουργήσουν μια έρημο γύρω σου. Αλλά δεν μπορούν να ξεριζώσουν αυτό που μένει ως βεβαιότητα και, κατά συνέπεια, ως ελπίδα. Ότι δεν είναι δίκαιο, δεν είναι σε καμιά περίπτωση φυσιολογικό να εξαρτάται μια περιοχή από την κυριαρχία μιας ανεξέλικτης βίας και εκμετάλλευσης. Και ότι δεν πρέπει να συνεχιστεί έτσι γιατί πάντα έτσι ήταν. Άλλωστε, δεν είναι αλήθεια ότι όλα είναι πάντα ίδια: όλα είναι πάντα χειρότερα.
Γιατί η ερήμωση μεγαλώνει δυσανάλογα με τις δουλειές τους, γιατί είναι μη αναστρέψιμη, όπως η γη που μολύνθηκε άπαξ διά παντός, γιατί δεν γνωρίζει όρια. Γιατί εκεί έξω τριγυρνούν έξι αποκτηνωμένοι και αποθρασυνόμενοι δολοφόνοι, με άδεια να σκοτώνουν, που δεν σταματούν μπροστά σε κανέναν. Γιατί είναι κατ’εικόνα και καθ’ ομοίωσιν τους αυτό που κυβερνά σήμερα ετούτο τον τόπο και ό,τι τον περιμένει αύριο, μεθαύριο, στο μέλλον. Πρέπει να βρούμε τη δύναμη να αλλάξουμε. Τώρα ή ποτέ πια

 Αυτά ήταν τα λόγια του Ρομπέρτο Σαβιάνο. Αυτή είναι η εικόνα του Νότου, της Ιταλίας, της Καμμόρα, μια εικόνα τόσο μακρινή, μα και τόσο όμοια με αυτή της οικονομικής και πολιτικής μαφίας που λεηλατεί και την Ελλάδα. Ο Σαβιάνο καλεί τους συμπατριώτες του να δούνε τον εαυτό τους καλά, να τον κρίνουν και να αντιδράσουν. Τα λόγια του –πιστεύω- έχουν νόημα και για εμάς και ας μην απειλούμαστε από αυτόματα και όπλα. Είναι η νοοτροπία που συντηρεί το «έγκλημα» που διαπράττεται. Είμαστε εμείς οι ίδιοι, όπως και οι κάτοικοι του Νότου, που αγαπούμε την κριτική και τον συνδικαλισμό, μα αποφεύγουμε την αυτοκριτική, αποφεύγουμε να δούμε τον εαυτό μας στο καθρέπτη και να τον κρίνουμε, πριν βγούμε να εκφράσουμε τις περίλαμπρες απόψεις μας περί πολιτικής, περί πολιτισμού και παιδείας.

19 Απριλίου 2011

14 Απριλίου 2011

Μνήμη


Μεγάλο φορτίο το μυαλό, μεγάλη κούραση η μνήμη. Μελέτες, ποιήματα, πεζά και ταινίες, όλα παίζουν με την έννοια της, προσπαθούν να την ορίσουν, να την κατανοήσουν, να την τεμαχίσουν μέχρι και να την χαλιναγωγήσουν, ως έσχατη λύση. Αν βρείτε τον τρόπο, να μου τον πείτε. Μήνες τώρα πασχίζω να την υποτάξω και έχω αρχίσει να απελπίζομαι, είναι πιο πεισματάρα και από μένα την ίδια, πιο ανθεκτική και από τα κόκκαλα μου.
Κοιμάμαι και ξυπνάω ήρεμη, όσο ήρεμη μου επιτρέπει να είμαι η εποχή. Θόρυβοι με περικυκλώνουν από παντού, είτε λέξεις στο χαρτί είτε ήχοι στην οθόνη. Η χρησιμότητα του θορύβου έχει εξυμνηθεί δεόντως, ως μέσω λήθης και αποβλάκωσης της σκέψης, μα στην περίπτωση μου, ούτε και αυτό δουλεύει. Αυτές οι άχρηστες, πεισματάρικες διακλαδώσεις εντός του κεφαλιού μου, πάντα βρίσκουν τρόπο να ενώνουν τις κουκίδες, να φτιάχνουν δικά τους ψηφιδωτά και το «δημόσιο» να γίνετε ξαφνικά «προσωπικό», να γίνετε παρελθόν που φέρει ακόμη επάνω του τη δική μου σφραγίδα. Είναι αυτή η «υπογραφή» που βλέπω, κάθε τόσο. Πέφτω πάνω της και ο κόσμος μου γκρεμίζεται, καταρρέει αργά, γίνεται το υγρό που στριφογυρίζει σε αυτές τις αναθεματισμένες, ανυπότακτες διακλαδώσεις που θρονιάστηκαν στα μηνίγγια μου. Κλείνω τα μάτια, τα σφίγγω και αντιστέκομαι στις εικόνες που πλημμυρίζουν το μυαλό μου. Αναθεματισμένη μνήμη! Σε τάισα τόσες ιστορίες, τόσες νότες, τόσους στίχους και ποιήματα και εσύ δεν λες να χορτάσεις, δεν λες να σιωπήσεις λίγο, να με αφήσεις ήσυχη.
Διάβασα κάπου πως τις μνήμες, όταν τις θάβεις στα βάθη του μυαλού σου, είναι σαν τα πτώματα που σιγά-σιγά αποσυντίθενται. Κάποια στιγμή, εκεί που δεν το περιμένεις, θα ανοίξεις την καταπακτή του μυαλού σου και θα βρεις εντός του τα πάντα μολυσμένα από τη δυσοσμία και τη σαπίλα τους. Οι μνήμες, λέει, θέλουν θρήνο, κηδεία και μνημόσυνα για να αναπαυτούν, θέλουν χρόνο και υπομονή, αντοχή και θάρρος για να ξεχαστούν, να σβήσουν ή να αλλάξουν σχήμα και όψη. Ποίος έχει χρόνο γι’ αυτά σήμερα; Ποίος είναι αρκετά δυνατός για να αναλωθεί σε τέτοιους ηρωισμούς; Το παράχωμα και η τσαπατσουλιά είναι πιο εύκολα, μα δυστυχώς, όχι το ίδιο αποτελεσματικά.
Αναθεματισμένες μνήμες. Αλλάξατε σχήμα, μα η δυσοσμία σας δεν λέει να υποχωρήσει, πληγώνει το ίδιο τις αισθήσεις, όπως όταν ήσασταν ακόμη παρόν. Όποια ταμπέλα και να σας κρεμάσω δεν σας ξεγελάω. Όποια χροιά και να σας δώσω, δεν αλλάζετε χρώμα και γεύση. Θα κάνετε του κεφαλιού σας, θα πάτε όπου θέλετε, θα αλωνίσετε στο χώρο και στο χρόνο και θα θρονιαστείτε, όπως πάντα, σε λάθος σημείο.
Έχει πλάκα τελικά αυτή η ζωή. Βγάζει γέλιο ο πόλεμος που μαίνεται μέσα στα κεφάλια μας, καθώς τραβάμε τον εαυτό μας απ’ το γιακά, του ρίχνουμε χαστούκια και απειλές για να τον συνετίσουμε, να τον κάνουμε να δει τα σημαντικά, να τον πάρουμε μαζί μας οικειοθελώς, και όχι σαν κανένα μωρό που το σέρνει ο γονιός του απ’ το χέρι. Έχει μια αίσθηση σαδιστικής γελοιότητας η διαμάχη που εξελίσσεται μέσα μας καμιά φορά, όταν το σωστό και το λάθος συνομιλούν φωναχτά, προτάσσοντας το καθένα ετοιμόρροπα, γεμάτα υποκειμενικότητα, επιχειρήματα.
Α! βαρέθηκα. Κουράστηκα ειλικρινά από την ακατάπαυστη φλυαρία της μνήμης. Αν είχα χιούμορ, θα έβλεπα τον εαυτό μου σας σκετσάκι επιθεώρησης, γεμάτο τσιτάτες ατάκες και πομπώδης αυτολύπηση, που εκβιάζει το αίσθημα θαυμασμού από  το κοινό του. Αν είχα κουράγιο, θα έκανα μια πολύ πιο επιστημονική ανάλυση της κατάστασης, με δεκάδες παραπομπές σε δεκάδες πηγές, όπως κάνουν οι «ευυπόληπτοι & σοβαροί» μπλόγκερς, για να εισπράξουν το χειροκρότημα της «κοινότητας». Αν είχα χρόνο, θα εξηγούσα τι ακριβώς θέλω να πω, όμως δεν έχω. Πρέπει να μαζέψω τις μνήμες που σουλατσάρουν ανενόχλητες, να τις βάλω στη σειρά και να τις νουθετήσω, λες και είναι παιδιά σε αυλή νηπιαγωγείου.
Το μάθημα σήμερα περιλαμβάνει το εξής απόφθεγμα: «Να είμαστε σαν το Φοίνικα! Να το μόνο κατόρθωμα του ανθρώπου που θα είχε αξία. Να μπορούμε σαν το μυθικό εκείνο πουλί να ξαναγεννιόμαστε ακατάπαυτα από τις στάχτες μας. Τίποτα άλλο. Η χίμαιρα! Να έχεις τη δύναμη να πιστεύεις επ’ άπειρο στο θαύμα! Το πέτυχες; Έλυσες το πρόβλημα της ζωής».
Καλημέρα!

7 Απριλίου 2011

Hope floats….


Κυριακή πρωί, χαρά θεού, ο ήλιος καίει τα πεζοδρόμια και αντανακλά εκτυφλωτικά στα τρέντυ γυαλιά ηλίου της λαοθάλασσας που λιμνάζει ακούνητη στις καρέκλες και τα ψηλά σκαμπό της παραλίας. Μια ατελείωτη ευθεία και σκοντάφτεις πάνω στους διερχόμενους, που σουλατσάρουν στην ατελείωτη πασαρέλα της μοναξιάς τους. Απ’ όλους πιο πολύ με εντυπωσιάζουν οι άντρες, είναι στην πένα, με τα πολύχρωμα πουλοβεράκια τους και το μπλαζέ τους ύφος. Πότε αλήθεια συνέβη αυτή η μετάλλαξη; Πότε οι άντρες έμαθαν να στήνονται για τα φλας καλύτερα από τις γυναίκες; Πρέπει να λείπω χρόνια από την πιάτσα, σκέφτηκα, και στο μυαλό μου πετάχτηκε εκείνη η γελοία φωτογραφία που μοστράρεις και εσύ, εκείνη που σε δείχνει άλλο άνθρωπο από αυτόν που είσαι, και το μυαλό μου θόλωσε στιγμιαία, γέμισε κόκκινα στίγματα και φυσαλίδες. Μια ζωή στα θρανία, ότι ανάμνηση έχω σε αυτή τη ζωή εμπεριέχει βιβλία και πάγκους, μα ακόμα να μάθω να αναγνωρίζω τους μαλάκες. Είναι που δεν έχουν κουδούνια, σκέφτηκα, είναι που δεν τους ακούς να έρχονται.
Καθώς περπατώ μέσα στο πλήθος, μου έρχονται στο μυαλό τα όσα έγραψε στη δεκαετία του ’30 η Emma Goldman. “Τι πέτυχε η γυναίκα μέσω της χειραφέτησης της; Το δικαίωμα ψήφου σε λίγες πολιτείες…Η χειραφέτηση επέφερε οικονομική ισότητα γυναικών και αντρών», γράφει. Σοβαρά; Τότε γιατί σε πρόσφατη συμμετοχή μου σε διαγωνισμό, αν και βγήκα πρώτη στο τεστ δεξιοτήτων, στη συνέντευξη και τη μετάφραση κειμένων, η θέση μου δόθηκε σε άντρα; «Γιατί ζεις στην Ελλάδα και εδώ τα πάντα είναι ποιόν γνωρίζεις και όχι τι μπορείς», μου λέει μια φωνούλα και το μυαλό μου ξαναγεμίζει κόκκινα στίγματα και φυσαλίδες. Δεν πίστευα ποτέ στο Θεό, αλλά το να χάνω την εμπιστοσύνη μου στον άνθρωπο είναι επώδυνο. Στην Ελλάδα του μνημονίου, όταν τα «βολέματα» και ο «γνωστός του γνωστού» μας έφεραν στο χείλος της καταστροφής, είναι πραγματικά αποκαρδιωτικό να βλέπεις από πρώτο χέρι τη διαιώνιση τους.
Τα λόγια της Goldman αρχίζουν να αποκτούν επιτέλους κάποιο νόημα: «…καθώς όμως η εκπαίδευση της (της γυναίκας γενικώς), και σήμερα και στο παρελθόν, δεν την έχει εφοδιάσει με την απαραίτητη δύναμη ώστε να συναγωνιστεί τον άνδρα, διαπιστώνει ότι συχνά είναι υποχρεωμένη να εξαντλεί όλη της την ενέργεια…προκειμένου να διασφαλίσει την οικονομική και διαπραγματευτική αξία της». Έτσι είναι, δέχτηκα τη μοίρα μου αδιαμαρτύρητα και σήμερα, μέρα Κυριακή, χαρά θεού, τρέχω για δουλειά, μπας και βγω από το φαύλο κύκλο των αντισυμβατικών επιλογών μου. «Πολύ λίγες επιτυγχάνουν», συνεχίζει η Goldman, «γιατί είναι γεγονός ότι οι δασκάλες, οι δικηγόροι, οι γιατροί, οι αρχιτεκτόνισσες και οι μηχανικοί ποτέ δεν αντιμετωπίζονται με την ίδια εμπιστοσύνη, όπως και οι άρρενες συνάδελφοι τους, ούτε παίρνουν ίσες αμοιβές». Εξαρτάται. Εξαρτάται με ποιόν κοιμάσαι ή ποιόν παντρεύεσαι, θα έλεγα εγώ, αν μπορούσα να συνεισφέρω στο κείμενο με κάποιο τρόπο.
Μάλλον η συνεισφορά μου είναι περιττή. Η Goldman γράφει τα παρακάτω: «όσο για τη μεγάλη μάζα των εργαζόμενων κοριτσιών και γυναικών, πόση ανεξαρτησία κερδίζεται όταν η στενότητα και η έλλειψη ελευθερίας στο σπίτι ανταλλάσσεται με τη στενότητα και έλλειψη ελευθερίας του εργοστάσιου, του ζαχαροπλαστείου, του εμπορικού καταστήματος, του γραφείου; Περίλαμπρη ανεξαρτησία! Δεν είναι να απορεί κανείς που εκατοντάδες κοπέλες είναι πρόθυμες να δεχτούν την πρώτη πρόταση γάμου, αηδιασμένες και κουρασμένες από την «ανεξαρτησία» τους πίσω από τον πάγκο, πίσω από την ραπτομηχανή ή τη γραφομηχανή». 1930-2011, μείναμε στο σημείο εκκίνησης, ο χρόνος πάγωσε και μοιάζουμε όλο και πιο πολύ με τις πλαστικές κούκλες των πολυκαταστημάτων, με ότι αυτό συνεπάγεται. Ακόμη και οι «έξυπνες» χαριεντίζονται ασκόπως στα social networks, αφήνοντας βαθυστόχαστα πολιτικό-κοινωνικά σχόλια, χτίζοντας τον κύκλο τους και διαλαλώντας την παιδεία τους με κάθε τρόπο. Έτσι είναι, ο καθένας ότι έχει «πουλάει», όλο και κάποιος θα μασήσει, υπομονή κορίτσια.
Δεν έχω χρόνο για εξηγήσεις, ούτε για πολλές σκέψεις. Δεν έχω παιδεία για πούλημα, δεν έχω κατάθλιψη, ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Οργή, όμως, έχω μπόλικη, αρκετή για να μου χαλάσει τη μέρα και να τα βάλω με τον ανυποψίαστο οδηγό ταξί, που δυσκολεύεται να κάνει αυτό για το οποίο πληρώνεται. Οργή αρκετή, ώστε να ξεχάσω να βγάλω τα γυαλιά ηλίου, μπαίνοντας στο κτήριο, με συνέπεια να κατατρομάξω τις ήδη ανήσυχες μητέρες, που περιμένουν στοιβαγμένες στην είσοδο τα βλαστάρια τους να τελειώσουν με τις προφορικές τους εξετάσεις. Μην τρομάζετε, θέλω να τους πω, είμαι η τελευταία «φιγούρα εξουσίας» σε αυτό τον πλανήτη, ο τελευταίος τροχός της αμάξης, σε μια χώρα που η γνώση απαξιώνεται και αγνοείται επιδεικτικά.
Κάθομαι στην καρέκλα του εξεταστή, λοιπόν. Ένας Θεός ξέρει πως βρέθηκα εγώ σε μια τέτοια καρέκλα. Ευτυχώς, σήμερα δεν καλούμαι να διδάξω τίποτα, δεν θα το έκανα πειστικά ούτως ή άλλως. Τι να διδάξεις, όταν νιώθεις ότι κάθε πληροφορία, κάθε ιδέα είναι καταδικασμένη να συνθλιβεί στις συμπληγάδες του «γνωστού του γνωστού μου»;.
Σήμερα καλούμαι να κρίνω, να βαθμολογήσω, να ακούσω, δίχως να μιλάω  και να, λοιπόν, που ένα περίεργο -πολύ περίεργο- πράγμα συνέβη: πιάνω τον εαυτό μου να ακούει, να ρουφάει τις λέξεις και τη θετική ενέργεια μιας φουρνιάς μαθητών, που δεν ξεπερνούν τα 15 χρόνια. Μου λένε για τα πάρτυ που διοργανώνουν με τους φίλους τους, τις ποδοσφαιρικές ομάδες στις οποίες συμμετάσχουν, τις θεατρικές ομάδες και την αγαπημένη τους μουσική. Μου λένε για τους κολλητούς τους και τα αδέρφια τους και πως οι ταινίες και η τηλεόραση δεν είναι στις προτεραιότητες τους. Μου μιλάνε για τους γονείς τους και πως κάποιοι από αυτούς περνάνε την ώρα τους λύνοντας μαθηματικές ασκήσεις ή ότι το αγαπημένο τους μάθημα είναι η ιστορία, γιατί έτσι μαθαίνουν για το παρελθόν της ανθρωπότητας. Κάποιοι ξέρουν ήδη τι θα γίνουν όταν μεγαλώσουν, άλλοι πάλι δεν έχουν ιδέα, αν και τα «θέλω» τους είναι ξεκάθαρα, πολύ πιο ξεκάθαρα απ’τα δικά μου. Ένα κορίτσι μου λέει χαμηλόφωνα πως ένα βιβλίο, μια ιστορία αγάπης, την έκανε να αγαπήσει τη λογοτεχνία. Τα μάτια της χαμηλώνουν στο θρανίο, χαμογελάει αμήχανα, «μου αρέσουν οι ρομαντικές ιστορίες», μου λέει και ο κυνικός εαυτός μου αποστομώνεται. Ποίος έχει τα κότσια να συνετίσει, να αναχαιτίσει την απαρχή του συναισθήματος, με τη δικαιολογία της «πικρής αλήθειας»; Σίγουρα όχι εγώ, όχι σήμερα, ίσως και ποτέ τελικά.
Δύο ώρες ασταμάτητης κουβέντας με παιδιά που δεν ξέρουν τι πάει να πει ΔΝΤ ή σπρέντς, δεν έμαθαν ακόμη την ιστορία της Αργεντινής και την τύχη της Πορτογαλίας, δεν γνωρίσουν καν τι είναι το Σύμφωνο Σταθερότητας. Με παιδιά που έχουν ακόμη κολλητούς και προτιμούν τα αθλήματα από την τηλεόραση και τους υπολογιστές, με παιδιά που ανυπομονούν να μεγαλώσουν, να γνωρίσουν, να μάθουν, να δουν, να νιώσουν.
Το παραδέχομαι, δεν έχω ιδέα από παιδιά, αλλά αυτά έδειξαν πως έχουν μεγάλη εμπειρία από δασκάλους. Βγήκα από την αίθουσα με τα γυαλιά ηλίου στο χέρι. Τελικά η ελπίδα επιπλέει και μπορείς να τη βρεις στα πιο απίθανα μέρη, στις πιο ασυνήθιστες κουβέντες. Δεν είναι οι ταινίες, τα βιβλία, τα έργα υψηλής τέχνης και ο καλά δομημένος πολιτικός λόγος που σε παρασύρει να ελπίζεις. Είναι η ενέργεια που σκορπούν γενναιόδωρα οι κάπως αθώες κουβέντες κάποιων που ετοιμάζονται να μπουν στο στίβο της ζωής και  ακροβατούν για την ώρα μεταξύ της παιδικότητας και της εφηβείας. Είναι που θυμάσαι και εσύ από πού ξεκίνησες και που έφτασες. Και αν όσα έμαθες στην πορεία σε βαραίνουν, ε, τότε μάλλον πρέπει να αλλάξεις δόγμα και οπτική, πρέπει να χαμογελάς που και πού, για να μετριάσεις όσο μπορείς την μελλοντική απογοήτευση και πίκρα αυτών που σε ακολουθούν. Για μένα, αυτό σημαίνει «προνοώ για το δημόσιο καλό» και όχι τα βαθυστόχαστα που διαβάζω κάθε τόσο….