21 Ιουλίου 2010

Περί έρωτος και άλλων δεινών…


Μπορεί να φταίει ο ήλιος του καλοκαιριού, που σαν εστία φωτιάς που δεν λέει να κοπάσει καταμεσής του καταγάλανου, καλοκαιρινού ουρανού, καίει ανενόχλητος την κορυφή του κεφαλιού μου, εισχωρεί μέσα από τις ρίζες των μαλλιών μου και υπερθερμαίνει τον εγκέφαλο μου. Τον ζεσταίνει σε τέτοιο σημείο, που η απαισιοδοξία και η κυνικότητα που κατοικοεδρεύει μέσα του λιώνει και κατρακυλά σαν δροσερό νεράκι στους ώμους και το στέρνο μου, φωλιάζει στο στήθος μου και ξαλαφρώνει τη ψυχή μου. Αυτό πρέπει να φταίει, αλλιώς δεν έχω λόγια να δικαιολογήσω αυτή την ανάρτηση.
Χθες βράδυ πέρασαν οι ώρες δίχως να το καταλάβω. Καθισμένη σε μια άνετη πολυθρόνα, χάζευα τα φωτάκια της πόλης και του βουνού που τρεμοέπαιζαν μπροστά μου, καθώς υποδέχονταν τη σκιά της πρώτης νύχτας. Κουρνιασμένη σε μια γωνιά του μπαλκονιού σου, με μοναδικό φως τη μπλε οθόνη του λαπτοπ, σε άκουγα να μιλάς για τον έρωτα σου. Η ιστορία σου είναι μία, μα οι λέξεις που την πλαισιώνουν είναι χιλιάδες, κάθε μία στεφανωμένη με όλη τη γκάμα των ανθρώπινων συναισθημάτων. Δισταγμός, ευφορία, πάθος, γαλήνη, ευτυχία, αισιοδοξία, ανυπομονησία, αμφιβολία, καχυποψία, ευαισθησία, φόβος, πόνος και θυμός. Τα πέρασες όλα, ένα προς ένα, μα διστάζεις να φτάσεις στα δικά μου συμπεράσματα, διστάζεις να πεις τη λέξη που άνθρωποι σαν εμένα έχουν συνοδοιπόρο τους, τη λέξη απογοήτευση. Και όσο εσύ δεν έλεγες να την ξεστομίσεις, τόσο εγώ έβλεπα στα μάτια σου το εκτυφλωτικό φως του ανθρώπου που μόλις έζησε την πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής του. Τόσο εγώ έβλεπα στο πρόσωπο σου μια ομορφιά και μια λάμψη, που θα την ζήλευαν και τα πιο ακριβοπληρωμένα μοντέλα του πλανήτη. Έβλεπα πάνω σου την αναμφισβήτητη ομορφιά της ερωτευμένης γυναίκας.
Και εκεί, σε εκείνη την πολυθρόνα, με μοναδικό σκηνικό τα αχνά φώτα της πόλης και ηχητικό χαλί τη φωνή σου, θυμήθηκα πως κάποτε σου έμοιαζα πολύ. Κάποτε οι έρωτες είχαν μαγεία μέσα τους και την προοπτική ενός μέλλοντος γεμάτου χαμόγελα και μικρών στιγμών ιδιωτικής ευδαιμονίας. Κάποτε, η κάθε νέα γνωριμία ήταν και ένας νέος, ανεξερεύνητος κόσμος, γεμάτος ανέλπιστα δώρα. Κάποτε, η γυναικεία ομορφιά ήταν απλά ο μανδύας μου για να μαγεύω καρδιές και να μαγεύομαι.
Τώρα, η κάθε γνωριμία μοιάζει πια με έναν ασταμάτητο διάλογο με τον ίδιο μου τον εαυτό. Κάθε λέξη μοιάζει χιλιοειπωμένη, φέρνει στο μυαλό μου δεκάδες καταστάσεις και πρόσωπα που πέρασαν και χάθηκαν στο χρόνο. Η κάθε απόφαση δεν μοιάζει πια με παρόρμηση, αλλά με καλά μελετημένη κίνηση. Τώρα πια η γυναικεία ομορφιά υπάρχει ως μάσκα, που την φοράω προς τέρψιν του κοινωνικού και επαγγελματικού περίγυρου, και την πετάω βιαστικά στην καρέκλα του δωματίου μου, μόλις κλείσει πίσω μου η εξώπορτα του σπιτιού μου.
Αυτή είναι η κατάρα της εμπειρίας. Αυτή είναι η κατάρα του χρόνου που κυλά, σε φορτώνει αλήθειες και σε παρασέρνει μαζί του, όσο και να τον παρακαλάς να σε ξεχάσει έστω και για λίγο, όσο και αν του κρύβεσαι. Μα δεν θα σου πω ποτέ πως όλα περνάνε και όλα χάνονται, δεν θα σου πω ποτέ πως σε μερικά χρόνια από τώρα η μαγεία θα χαθεί, δεν έχεις ανάγκη από τέτοια λόγια. Δεν έχεις ανάγκη από τίποτα και από κανέναν. Στα μάτια μου είσαι άτρωτη, ακριβώς γιατί πιστεύεις, ελπίζεις, προσπαθείς. Ευλογημένοι οι ερωτευμένοι στους χαλεπούς καιρούς του κακού και της μιζέριας. Ευλογημένη και εγώ, που βρέθηκα για ένα έστω βράδυ στην παρέα τους.