21 Ιανουαρίου 2011

The power of denial!

«Ποτέ μην υποτιμάς τη δύναμη της άρνησης». Την ατάκα την άκουσα ξανά χθες, βλέποντας την πανέξυπνη ταινία του Σαμ Μέντες, American Beauty. Η άρνηση στη ψυχολογία είναι συνώνυμη της «κατάπνιξης» στη ψυχανάλυση, αποτελεί μηχανισμό άμυνας του μυαλού προς την πραγματικότητα, η οποία συχνά είναι δυσάρεστη και επώδυνη. Ο πατέρας της ψυχανάλυσης, ο Φρόιντ, λέει πως υπάρχουν πολλές μορφές άρνησης: υπάρχει η απλή άρνηση κατά την οποία το άτομο απλά αρνείται τα δεδομένα και τα απορρίπτει συνολικά. Υπάρχει η ελαχιστοποίηση, κατά την οποία το άτομο δέχεται τα γεγονότα, αλλά απορρίπτει τη σοβαρότητα τους. Η καλύτερη όμως είναι η τελευταία, ίσως επειδή είναι και η πιο συχνή: λέγετε προβολή (projection) και όταν συμβαίνει, το άτομο αποδέχεται τα γεγονότα και τη σοβαρότητα τους, αλλά δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη για αυτά. Η Άννα Φρόιντ ήταν από τις πρώτες που μελέτησε την κατάσταση της άρνησης και η ίδια την κατάταξε στις παθήσεις του ανώριμου μυαλού, ενός μυαλού, που όπως λέει, δυσκολεύεται να διδαχθεί και να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα.
Η θεωρία της «άρνησης» είναι –λένε- πολύ σημαντική και στη μελέτη του εθισμού. Για την ακρίβεια, η άρνηση είναι το πιο κοινό νόσημα. Αν μάλιστα βασιστούμε στη θεωρία για να κάνουμε τη διάγνωση, τότε θα τη βρούμε εύκολα παντού γύρω μας. Θα τη βρούμε στους παλαιούς ψηφοφόρους, που ψηφίζουν τα ίδια κόμματα, ρίχνοντας τα όσα βλέπουν και ακούν εναντίον τους σε «πόλεμο λάσπης» και «προβοκάτσια» από τους αντιπάλους. Θα τη βρούμε στον εθισμό μερικών συμπολιτών μας στα τηλεοπτικά προϊόντα και στους τηλεοπτικούς αστέρες, τους οποίους κρίνουν με βάση τη δημόσια και μόνο εικόνα που προβάλουν. Θα τη βρούμε στις σχέσεις των ανθρώπων και στην καθημερινότητα τους, την οποία περνάνε εσκεμμένα στην ευδαιμονία της άγνοιας. Θα τη βρούμε στους αισιόδοξους του πλανήτη, αλλά και στους απαισιόδοξους. Θα τη βρούμε στις γυναίκες, που αρνούνται πεισματικά να πιστέψουν πως ο άντρας που γνώρισαν δεν τις αγαπάει, παρά τις κραυγαλέες ενδείξεις και τη χρυσή σιωπή που τις κερνάει. Θα τη βρούμε στους καλλιτέχνες, που πιστεύουν στο ταλέντο τους, περισσότερο απ’ ότι το κοινό τους.

Δεν πρέπει ποτέ να υποτιμούμε τη δύναμη της «άρνησης». Είναι ο λόγος που κάνουμε τα ίδια λάθη, που γυρίζουμε στις ίδιες σκέψεις, που αναθεωρούμε τις ίδιες καταστάσεις και πάλι βγάζουμε τα λάθος συμπεράσματα, που προσπαθούμε δίχως αντίκρισμα, που χάνουμε τον πολύτιμο χρόνο μας.

Τον τελευταίο καιρό η άρνηση έχει γίνει η καλύτερη μου φίλη. Ευτυχώς που η λογική μου είναι κάτι παραπάνω από φίλη, είναι αδερφή, και η αλήθεια, όσο και να την φτιασιδώνεις παραμένει το ίδιο άσχημη.

Καλημέρα!



9 Ιανουαρίου 2011

Εδώ δεν πιάνουν οι κατάρες, δεν πιάνουν οι ευχές…

Κάποτε, κάπου γράφτηκαν τα παρακάτω λόγια. Η ευχή μου για αυτό το νέο έτος έχει ως εξής: να μας φυλάει ο Θεός από τις κακοτοπιές που η τύχη φέρνει προς το μέρος μας, να μας προστατεύει από όσους τη μαλακιά τους και την έπαρση τους την έχουν κάνει χόμπι, δίχως να αναλογιστούν ποτέ τις συνέπειες. Έχει ο καιρός γυρίσματα όμως, και η τύχη έχει χιούμορ.

"Ντυμένη στη μαύρη μου στολή, το πρόσωπο στη σκιά, το βλέμμα στη γη. Μια πανούργα πόρνη, σέρνω αργά το βήμα μου στους δρόμους, ζυγίζω ανυποψίαστα θύματα με την άκρη του ματιού μου. Μαγεύω με τα λόγια μου όσους κοντό-στέκονται στο δρόμο μου. Σπέρνω ελπίδες, τις θερίζω μόλις καταλάβω πως βγάζουν καρπούς. Θερίζω ψυχές και όνειρα, χαρίζω λόγια σκληρά, ανάβω και σβήνω φωτιές πριν προλάβουν να γίνουν ένα με τον αέρα, να ανασάνουν τη γαλήνη της νύχτας. Σέρνω το βήμα μου εδώ και εκεί, ψάχνω το βασιλόπουλο, ψάχνω να βρω τρόπους καταστροφής και πέπλα μαύρα να ντύσω τη ψυχή μου και ύστερα να τα απλώσω πάνω από την ευτυχία των άλλων, να καταστρέψω, να καταστρέψω...να καταστραφώ.....''

8 Ιανουαρίου 2011

A tale of love....

Το καμπανάκι είχε ηχήσει πριν πέντε λεπτά, σίγουρη ένδειξη ότι το παιχνίδι φτάνει στο τέλος του και οι κριτές είχαν ήδη αποφασίσει τη μοίρα των νικητών και των ηττημένων. Ο φόβος την είχε στριμώξει σε μια γωνιά του δωματίου και τη σφυροκοπούσε ακατάπαυστα. «Μεγάλη βλακεία, μεγάλο λάθος», σιγοψιθύρισε στον εαυτό της. Ο πρώτος κανόνας του παιχνιδιού ήταν ότι πρέπει να αποφεύγεις πάση θυσία το στρίμωγμα στις γωνίες, σήμαινε σίγουρο θάνατο. Αν και δεν υπήρχε καμιά χειροπιαστή απειλή γύρω της, παρόλα αυτά ένιωθε την καρδιά της να χάνει χτύπους, τα μάγουλα της να καίνε και τα πόδια της να τρέμουν δίχως σταματημό, λες και η ζωή της έφτανε στο τέλος της. Δεν ήταν κανένας εκεί μαζί της, και όμως ένιωθε ότι πέφτει σε μια βαθιά, υγρή, σκοτεινή τρύπα και η πτώση δεν οφειλόταν σε δικό της στραβοπάτημα. Είδε καθαρά, πριν ξεκινήσει την ελεύθερη αυτή της πτώση, ότι δύο χέρια την έσπρωξαν δυνατά προς το σκοτάδι.


Σε αυτές τις ξαφνικές πτώσεις δεν έχεις και πολλές επιλογές, παρά να μιλάς με τον εαυτό σου. Η Βάσια δεν έμπαινε πλέον καν στον κόπο της κριτικής ανασκόπησης των γεγονότων, το είχε ζήσει αρκετές φορές, ώστε να αποφεύγει τα μελοδραματικά κομμάτια του συνειδητά. Ήξερε καλά ότι σε αυτό το παιχνίδι που είχε δηλώσει με τόση προθυμία συμμετοχή, οι πιθανότητες να βρεθεί εντός της σκοτεινής τρύπας ήταν περισσότερες από αυτές του φωτός και της ευτυχίας. Για την ακρίβεια, ήταν τόσο φανατική παίκτρια, που είχε αρχίσει από νωρίς να καταλαβαίνει τους κανόνες του παιχνιδιού και την πονηρία των διοργανωτών να διαστρεβλώνουν και να πλάθουν έτσι τους κανόνες, ώστε ακόμη και οι νικητές να πέφτουν τελικά μέσα στη μαύρη τρύπα της απελπισίας. Πάντα προσπαθούσε να μεταδώσει τη γνώση της στους συμπαίκτες της, αλλά δεν την άκουγαν ποτέ. Κάποιοι μάλιστα την κατηγόρησαν ότι προσπαθεί εσκεμμένα να τους αποθαρρύνει, για να μειώσει τον ανταγωνισμό.

«Τι μαλάκες!», σκέφτηκε η Βάσια, καθώς συνέχισε να πέφτει στα σωθικά της μαύρης τρύπας. «Αν με είχαν ακούσει, θα είχαμε από κοινού βρει έναν τρόπο να νικήσουμε σε αυτό το παιχνίδι, θα φτιάχναμε τους δικούς μας κανόνες», σκέφτηκε δυσαρεστημένη.

Η πτώση πάντως δεν έδειχνε να την ενοχλεί και τόσο, ήταν περισσότερο οικεία, παρά τρομαχτική τώρα πια. Κάθε μέτρο που διένυε, γέμιζε το κορμί της μελανιές από το απότομο χτύπημα των άκρων της πάνω στην επιφάνεια των στρογγυλών τοίχων. Αν και βετεράνος του παιχνιδιού, δεν είχε μάθει ακόμη πώς να τοποθετεί το σώμα της κατά τη διάρκεια της πτώσης, ώστε να υποστεί όσο λιγότερη ζημιά μπορούσε. Δεν την πείραζαν τόσο οι μελανιές. Αυτό που τώρα είχε αρχίσει να την ανησυχεί πιο πολύ ήταν ότι δεν έβλεπε τον πάτο της τρύπας. Κοινώς αυτή η πτώση δεν είχε τελειωμό. Σε κάθε μέτρο που διένυε προς τα κάτω, το σώμα της έπαιρνε και νέα φόρα, κάνοντας την προοπτική του πάτου να φαντάζει όλο και πιο επώδυνη. Οι κανόνες αυτού του παιχνιδιού ήταν αντίθετοι με αυτούς της βαρύτητας. Όσο μεγαλύτερη η πτώση, τόσο μεγαλύτερη η ζημιά όταν φτάσεις στον πάτο. Τα εμπόδια ενδιάμεσα, αντί να κόβουν τη φόρα του σώματος, ουσιαστικά την ενίσχυαν παραπάνω.

Η ώρα πλησίαζε για το πιο επώδυνο κομμάτι της πτώσης και η Βάσια πήρε μια βαθιά ανάσα για να προετοιμάσει τον εαυτό της. Ήξερε καλά πως όλα ήταν στο κεφάλι της, αλλά το κομμάτι του καθρέπτη πάντα την έβρισκε απροετοίμαστη, πάντα τη χτυπούσε κατάστηθα και έτρωγε τα σωθικά της. Ήταν το κομμάτι που το σώμα της θα σταματούσε για δευτερόλεπτα την πτώση του και θα περιστρεφόταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα γύρω από τον άξονα του, καθώς τα μάτια της θα υποχρεώνονταν να εξερευνήσουν το είδωλο του στο καθρέπτη. Αυτό που θα έβλεπε όμως δεν θα ήταν το πρόσωπο της, όπως η ίδια το γνώριζε, αλλά όπως το αντιλαμβάνονταν ο αντίπαλος της. «Σκατά», σκέφτηκε, καθώς με την άκρη του ματιού της έπιασε μια φευγαλέα λάμψη να λαμπυρίζει λίγο πιο κάτω. Ο τελευταίος της αντίπαλος ήταν και ο πιο δύσκολος στην πορεία της στο παιχνίδι. Τα λόγια του την είχαν βγάλει νοκ-ούτ ήδη τρεις φορές πριν την τελική της πτώση. Αυτό θα ήταν και το τελειωτικό του χτύπημα και θα ήταν ισοπεδωτικό.

Ήξερε ήδη τι θα δει στον καθρέπτη και η ιδέα και μόνο ότι θα το ξαναζήσει απ’ την αρχή, την έκανε να προβεί σε μια πράξη καθαρής απελπισίας. Λίγο πριν φτάσει στους καθρέπτες, άπλωσε τα γδαρμένα της χέρια προς τα έξω και προσπάθησε να συγκρατηθεί από τους τοίχους γύρω της. Ο πόνος την διαπέρασε σαν ξίφος ανάμεσα στα πλευρά της. Η ανάσα της κόπηκε με μια πονεμένη κραυγή, όταν το δέρμα των χεριών της άρχισε να υποχωρεί και τα ματωμένα δάχτυλά της άρχισαν να ξεσκίζουν τις φλέβες και τα μικροσκοπικά αγγεία του χεριού της, καθώς σέρνονταν απελπισμένα πάνω στην τραχιά επιφάνεια του τοίχου.

Πριν προλάβει να σιχτιρίσει τον εαυτό της για τις κακές επιλογές της, η πτώση της σταμάτησε και το σώμα της επανήλθε στην όρθια στάση του. Η ώρα της περιστροφής είχε έρθει, παρά τις προσπάθειες της να την αποφύγει. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και τα δάκρυα ανέβηκαν μέχρι το λαιμό και της έκοψαν την ανάσα. Ένιωσε ένα αόρατο χέρι να ανοίγει το θώρακα της και να ξεριζώνει από μέσα του την καρδιά της. Το στόματα της γέμισε με ζεστό, ζεματιστό αίμα. Το μυαλό της άρχισε να γεμίζει δηλητήριο, από αυτό που κανένα αντίδοτο δεν νικά, κανένα φάρμακο δεν θεραπεύει, παρά μόνο η λήθη. Το δηλητήριο πέρασε γρήγορα στις φλέβες της και κατέλαβε κάθε γωνιά του κορμιού της.

Επώδυνοι σπασμοί άρχισαν να την ταλανίζουν. Το πρόσωπο της μεταμορφώνονταν σε κάθε περιστροφή, πότε αυτό του αγγέλου, πότε αυτό του διαβόλου. Πόνος, ζήλια, οργή, όλα μαζί παραμόρφωναν την εικόνα της, την έπλαθαν με τρόπους που δεν είχε ούτε καν φανταστεί. Άγρια λόγια, κατηγόριες, ανακατεμένες ιαχές γέμισαν τα αυτιά της. Όλος ο εκκωφαντικός θόρυβος μετατράπηκε με μιας σε ένα παρατεταμένο γέλιο αποδοκιμασίας και εξευτελισμού. Δάχτυλα, λεπτά και καλοσχηματισμένα, απλώνονταν προς το σώμα της, το χάιδευαν ηδονικά, μα τα νύχια τους ξέσκιζαν τις σάρκες της. Ήθελε να τσιρίξει, μα στη δίνη της περιστροφής, η φωνή της χανόταν, την απορροφούσαν οι τοίχοι της μαύρης τρύπας στην οποία είχε πέσει.

«Αρκετά!» σκέφτηκε κουρασμένη και η περιστροφή σταμάτησε το ίδιο απότομα, όσο άρχισε. Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει την αλλαγή, η πτώση ξεκίνησε ξανά, με μεγαλύτερη φόρα. Η Βάσια δεν προλάβαινε να σκεφτεί πια, τα μακριά της μαλλιά ανέμιζαν σαν μαστίγια από την ταχύτητα με την οποία έπεφτε, χτυπούσαν ακανόνιστα τα μάτια και τα μάγουλα της, έμπαιναν στο στόμα της και έφραζαν το λαιμό της. «Ο πάτος», σκέφτηκε στιγμιαία και το ήδη τσακισμένο της κορμί χτύπησε το πάτωμα, αφήνοντας έναν ανατριχιαστικό γδούπο, καθώς κάθε κόκκαλο στην πλάτη, τη μέση και τη λεκάνη της μετατράπηκε σε σκόνη.

Τα λεπτά έγιναν ώρες. Οι ώρες έγιναν μέρες. Οι μέρες έγιναν μήνες. Η ηλεκτρονική φωνή της εκφωνήτριας του παιχνιδιού αντήχησε ήρεμα στα μεγάφωνα. «Ο χρόνος επούλωσης τελείωσε. Το σκορ σας παραμένει 0-5 και σας κατατάσσει στις τελευταίες θέσεις του πίνακα μας. Ο αντίπαλος σας διατηρεί το δικαίωμα να σας εξευτελίσει δημοσίως, να σας εκμεταλλευτεί ποικιλοτρόπως και φυσικά να σας βιάσει ψυχικά και πνευματικά. Σας ευχαριστούμε που παίξατε μαζί μας το «Παιχνίδι του έρωτα» και ελπίζουμε να μας προτιμήσετε ξανά. Καληνύχτα».


ΥΓ Στην Πρωτοχρονιάτικη ευχή του, ο φίλος Velvet ευχήθηκε περισσότερες ιστορίες αγάπης. Αυτή είναι η δική μου εκδοχή.

2 Ιανουαρίου 2011

Το χρέος

«Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι.



Ρωτώ, ξαναρωτώ χτυπώντας το χάος: Ποιος μας φυτεύει στη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια; Ποιος μας ξεριζώνει από τη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει άδεια;


Είμαι ένα πλάσμα εφήμερο, αδύναμο, καμωμένο από λάσπη και ονείρατα. Μα μέσα μου νογώ να στροβιλίζουνται όλες οι δυνάμες του Σύμπαντος. Θέλω μια στιγμή, προτού με συντρίψουν, ν’ ανοίξω τα μάτια μου και να τις δω. Άλλο σκοπό δε δίνω στη ζωή μου.


Θέλω να βρω μια δικαιολογία για να ζήσω και να βαστάξω το φοβερό καθημερινό θέαμα της αρρώστιας, της ασκήμιας, της αδικίας και του θανάτου.


Ξεκίνησα από ένα σκοτεινό σημείο, τη Μήτρα, οδεύω σ’ ένα άλλο σκοτεινό σημείο, το Μνήμα. Μια δύναμη με σφεντονάει μέσα από το σκοτεινό βάραθρο, μια άλλη δύναμη με συντραβάει ακατάλυτα στο σκοτεινό βάραθρο


Δεν είμαι ο κατάδικος που τον πότισαν κρασί για να θολώσει το μυαλό του. Με λαγαρά τα φρένα, νηφάλιος, δρασκελώ το ανάμεσα στους δύο γκρεμούς μονοπάτι. Και μάχουμαι πώς να γνέψω στους συντρόφους, προτού πεθάνω. Να τους δώσω το χέρι μου, να προφτάσω να συλλαβίσω και να τους ρίξω έναν ακέραιο λόγο. Να τους πω τι φαντάζουμαι πως είναι τούτη η πορεία και κατά που ψυχανεμίζουμαι πως πάμε. Και πως ανάγκη να ρυθμίσουμε όλοι μαζί το περπάτημα και την καρδιά μας.


«Ένα σύνθημα, σα συνωμότες, ένα λόγο απλό να προφτάσω να πω στους συντρόφους! Ναι, σκοπός της Γης δεν είναι η ζωή, δεν είναι ο άνθρωπος. Έζησε και χωρίς αυτά. Είναι σπίθες εφήμερες της βίαιης περιστροφής της.


Ας ενωθούμε, ας πιαστούμε σφιχτά, ας σμίξουμε τις καρδιές μας, ας δημιουργήσουμε εμείς, όσο βαστάει ακόμα η θερμοκρασία τούτη της Γης, όσο δεν έρχουνται σεισμοί, κατακλυσμοί, πάγοι, κομήτες να μας εξαφανίσουν, ας δημιουργήσουμε έναν εγκέφαλο και μιάν καρδιά στη Γης, ας δώσουμε ένα νόημα ανθρώπινο στον υπερανθρώπινον αγώνα!


Τούτη η αγωνία είναι το δεύτερο χρέος.»

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική

Στον Γιάννη, που ξέφυγε της πορείας, μα κατάλαβε έγκαιρα ότι δεν υπάρχει πιο απάνεμο λιμάνι από αυτό της αγκαλιάς.