4 Ιουνίου 2010

Της (προσωπικής μας) συμφιλίωσης

Όταν φυσά απαλό αεράκι και το παράθυρο είναι ανοιχτό, πάντα μαγνητίζομαι από τις κουρτίνες του δωματίου μου. Μοιάζουν με επιδέξιους χορευτές, πότε πηδάνε με χάρη στον αέρα και πότε τεντώνονται, συστρέφονται και κουλουριάζονται, σαν σώματα φτιαγμένα από λάστιχο. Η πολυκατοικία έξω από το παράθυρο μου παραμένει σιωπηλή, λες και οι ένοικοι της να την έχουν εγκαταλείψει να ψήνετε μόνη στον καλοκαιρινό ήλιο και αυτοί να έχουν μετοικίσει σε άλλα μέρη, πιο δροσερά.
Θυμάμαι την απογοήτευση μου όταν χτίστηκε αυτό το τσιμεντένιο τέρας τόσο κοντά μου. Θυμάμαι που παρακολουθούσα τις εργασίες από το μπαλκόνι και η ψυχή μου μάτωνε, βλέποντας το πρόσωπο της γειτονιάς μου να αλλάζει και τη θέα του βουνού να χάνετε πίσω από τα σίδερα και το μπετόν. Την είχα μισήσει από την πρώτη κιόλας μέρα ζωής της, πριν καλά-καλά μετακομίσει κόσμος εντός της.
Η παρουσία της σήμαινε απλά το τέλος μιας εποχής, της εποχής των παιδικών μου χρόνων, όταν σκαρφάλωνα στη μάντρα του σπιτιού, που κάποτε έστεκε στη θέση της, και έκλεβα τζάνερα από τα δέντρα της αυλής που κρύβονταν από πίσω. Μόλις άρχισαν να μετακομίζουν και οι πρώτοι ένοικοι εντός της, συνειδητοποίησα πως έχασα ακόμη ένα πολύτιμο αγαθό, αυτό της ησυχίας.
Για χρόνια έστεκε βουβή η γειτονιά μου, μια και τα παιδιά που κάποτε έπαιζαν στους δρόμους της, τώρα πια ήταν μεγάλα, με δική τους δουλειά ή και δική τους οικογένεια. Απολάμβανα τόσο αυτή την ησυχία θυμάμαι, ήταν το καμάρι μου και όταν με επισκέπτονταν εδώ άτομα που έχουν ζήσει όλη τους τη ζωή στο κέντρο της πόλης, σχολίαζαν εκστασιασμένοι την ησυχία της και εγώ φούσκωνα από υπερηφάνεια για την τύχη μου.
Ναι, τότε ένιωθα τυχερή, μα τελικά όλα είναι σχετικά σε αυτή τη ζωή. Όλα είναι σχετικά, γιατί όταν ήρθε το καλοκαίρι της απόλυτης μοναξιάς, τότε μόνον κατάλαβα πόσο τυχερή είμαι που η γειτονιά μου δεν είναι πια ήσυχη. Όταν το σπίτι άδειασε από φωνές και ανθρώπους, τότε μόνον κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι να αφήνεις το παράθυρο σου ανοιχτό το βράδυ και να ακούς τους ψίθυρους, τις κουβέντες και τα γέλια των γειτόνων σου, που απολαμβάνουν τη νυχτερινή δροσιά, καθισμένοι στα μπαλκόνια τους. Τότε μόνον κατάλαβα πόσο καθησυχαστικό είναι να ξέρεις πως, καθώς η σιωπή της νύχτας απλώνεται πάνω από την πόλη, απέναντι σου υπάρχουν δεκάδες ζευγάρια μάτια που σε προστατεύουν με το βλέμμα τους και πιστεύουν πως και εσύ θα κάνεις το ίδιο γι’ αυτά, αν ποτέ χρειαστεί.

Ίσως τελικά η ησυχία να είναι υπερτιμημένη. Ίσως τελικά μαζί με την ωρίμανση, να έρχεται και η συμφιλίωση. Δεν θυμάμαι ούτε μία φορά που να βγήκα από το σπίτι μου και να μην εισέπραξα μία «καλημέρα» ή ένα ζεστό νεύμα. Δεν θυμάμαι ούτε μία φορά που να μην πέρασα πεζή έξω από την πιλοτή του τσιμεντένιου τέρατος και να μην χαμογέλασα, ακούγοντας τις τσιρίδες και τα γέλια των μικρών παιδιών, που τώρα πια παίζουν εντός της. Αυτό το δυνατό, παρατεταμένο τους γέλιο, το γεμάτο ζωή και ενθουσιασμό, είναι το σημείο αναφοράς μου, όταν θέλω να θυμηθώ για μια στιγμή την ανεμελιά των παιδικών μου χρόνων. Και αν θέλω να δω καμιά φορά το βουνό, ανεβαίνω στην ταράτσα μου. Μόνο μερικά παραπάνω σκαλιά με χωρίζουν τώρα πια από τα «θέλω» μου, θα τα σκαρφαλώσω δίχως γκρίνια και αγκομαχητά αγανάκτησης. Ναι, η γειτονιά μου άλλαξε πρόσωπο. Το ίδιο και εγώ.

2 σχόλια:

Dimos είπε...

Το περιβάλλον ορίζει τον ανθρωπο και ο άνθρωπος διαμορφώνει το περιβάλλον. Μια ατέρμονη σχέση ανταλλαγής.

anidifranco είπε...

Dimo καλημέρα! Όντως, κάπως έτσι είναι και καμιά φορά, αυτή η αλλαγή, η μεταμόρφωση, έχει και τα θετικά της. Φιλιά