Στο ντοκιμαντέρ για τη ζωή του, με τίτλο Believe, ο Eddie Izzard, ο βραβευμένος με ΕΜΜΥ
άγγλος stand-up κωμικός,
λέει χαρακτηριστικά ότι ο κωμικός-κειμενογράφος θα πρέπει να τσεκάρει και να
κρίνει συνεχώς τον εαυτό του, αν θέλει να μην χάσει το παιχνίδι. Φανταστείτε
λίγο πως πρέπει να είναι η ζωή ενός τέτοιου καλλιτέχνη, όπου σε κάθε παράσταση
θα πρέπει να δοκιμάζει, να ανασκευάζει, να ανανεώνει και να προσαρμόζει το
υλικό (ειδικά όταν το γράφει ο ίδιος) και την ερμηνεία του, ώστε να μην χάνει
την επαφή με την τέχνη του και το κοινό του! Το λιγότερο κουραστική, για να μην
πω αγχωτική.
Το είδος κωμωδίας stand-up δεν ευδοκιμεί στην Ελλάδα, ακριβώς επειδή είναι δύσκολο
είδος, αλλά και αυτό που ευδοκιμεί –βλέπε Λαζοπουλός- το καταφέρνει χάριν στην
πολυδάπανη και πολυμελή ομάδα παραγωγής που έχει πίσω του ο κάθε κωμικός, για
να μην πω για την αίγλη και άμεση αναγνωρισιμότητα που του χαρίζει το μέσο στο
οποίο προβάλει τη δουλειά του. Δυστυχώς, λίγοι είναι οι κωμικοί-καλλιτέχνες που
απολαμβάνουν τα προνόμια του Λαζόπουλου σε αυτή τη χώρα, οπότε είναι λογικό η
δουλειά τους ή να μένει σε γενικές γραμμές στην αφάνεια ή στην καλύτερη
περίπτωση να τη γνωρίζουν λίγα άτομα, αυτά ουσιαστικά που αγαπούν το
συγκεκριμένο είδος τέχνης.
Σε σχέση με το εξωτερικό, το είδος stand-up κωμωδίας που έχει πέραση στην Ελλάδα
είναι αρκετά διαφορετικό. Κατά κανόνα, στο εξωτερικό δεν θα δεις εύκολα τον
κωμικό στη σκηνή να περνά από το μονόλογο στο τραγούδι και από εκεί στα
σκετσάκια παρέα με το κοινό ή τους συναδέλφους του. Αν και η επικοινωνία και
συμμετοχή του κοινού είναι καθοριστικής σημασίας σε μια τέτοια παράσταση,
παρόλα αυτά, το βάρος της ερμηνείας-διασκέδασης πέφτει αποκλειστικά στις πλάτες
του stand-up κωμικού,
ο οποίος, με όσο το δυνατόν λιγότερα μέσα στη διάθεση του, θα πρέπει να
διηγηθεί πειστικά την ιστορία, να μιμηθεί κινήσεις και ήχους, να υπερβάλει στις
εκφράσεις του προσώπου του και –πάνω απ’ όλα- να αφουγκραστεί τη διάθεση του
κοινού, ώστε να κερδίσει την προσοχή και το γέλιο των θεατών.
Σε αντίθεση με το θέατρο, όπου το σκηνικό, τα φώτα, η
μουσική και η ανταλλαγή διαλόγου μεταξύ των ηθοποιών, όλα συντελούν στην τέρψη
του κοινού, στην περίπτωση της stand-up κωμωδίας,
ο κωμικός επί σκηνής είναι μόνος, σχεδόν γυμνός από τεχνικά βοηθήματα, ως ένας άνθρωπος-ορχήστρα
που πρέπει να κάνει τα πάντα για να γεμίσει τη σκηνή. Και επειδή ακριβώς κάθε
μέρα και κάθε κοινό δεν είναι ίδιο, ο κωμικός αυτού του είδους πρέπει να είναι,
πέρα από ικανός ηθοποιός, και πολύ ευέλικτος και ετοιμόλογος συνομιλητής. Αυτός
είναι και ο λόγος που το συγκεκριμένο είδος τέχνης, όταν επιχειρείται από
μη-ταλαντούχους ανθρώπους, αποτυγχάνει παταγωδώς . Και όταν λέω ταλαντούχους
δεν εννοώ απλά καλούς ηθοποιούς.
Ο ταλαντούχος stand-up κωμικός είναι –και θα πρέπει να είναι- πρωτίστως καλός και ευφυής κειμενογράφος. Αυτού
του είδους η κωμωδία στηρίζεται κυρίως στην επικαιρότητα και στην ικανότητα του
κωμικού, όχι απλά να την σχολιάζει και να την καυτηριάζει, αλλά να την
αναπαράγει μέσα από ένα άλλο, νέο πρίσμα, ώστε να αποκαλύπτει μέσα από αυτό την
υπερβολή και την παραλογία της. Πέρα, όμως, από καλός κειμενογράφος, ο κωμικός
αυτού του είδους κωμωδίας θα πρέπει να είναι και ταλαντούχος διασκεδαστής,
μίμος και ηθοποιός. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να είναι πολλά πράγματα συγχρόνως,
δίχως ουσιαστικά να υστερεί σε κανένα από τα ταλέντα του.
Στην περίπτωση του Στέλιου Κάτσαρη, τον οποίο είχα την
ευκαιρία να παρακολουθήσω live,
το ταλέντο ξεχειλίζει, κυρίως, όμως, για την ώρα, σε επίπεδο προοπτικής. Με
άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με έναν 27χρονό, ευφυέστατο κωμικό ηθοποιό, με
άψογη σκηνική παρουσία και άνεση στην επικοινωνία με το κοινό, αλλά και με
υπέροχη, δυνατή φωνή, του οποίου η πένα, όμως, μεγαλουργεί για την ώρα σε
στιχουργικό παρά σε κωμικό/θεατρικό επίπεδο. Βασισμένο σχεδόν εξολοκλήρου στη
σάτιρα της ελληνικής τηλεόρασης και σόου μπιζ, με τίτλο «Μέσα μαζικής
εξημέρωσης», το σόου του Κάτσαρη είναι λιτό, αλλά άκρως διασκεδαστικό και ας μην
καταφέρνει απόλυτα να ξεφύγει από τα κλισέ της τηλεοπτικής stand-up κωμωδίας, που καθιέρωσε ο Λαζόπουλος
τα τελευταία χρόνια.
Το ταλέντο του Κάτσαρη έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι στην
παράσταση του δεν υπάρχουν ακριβά σκηνικά ή γιγαντοοθόνες για να τον
υποστηρίζουν, μόνο ένα κόκκινο αρμόνιο και η αστείρευτη ενέργεια και ευαισθησία
του, η οποία φαίνεται πεντακάθαρα στα τραγούδια που διαλέγει να ερμηνεύσει κατά
τη διάρκεια του σόου του. Το καλύτερο, όμως, το κρατάει για το τέλος, όπου,
ανάλογα το χώρο και τη διάθεση, αποφασίζει να αποκαλύψει –έστω- ψήγματα των
σκέψεων και της προσωπικότητας του. Αν τον πετύχετε σε κάποια μικρή, επαρχιακή
σκηνή, θα καταλάβετε τι εννοώ. Όπως λένε και οι Active Member, “στο τέλος είναι η
μαγεία’’. Στηρίξτε τον ανεπιφύλακτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου