8 Ιουνίου 2011

Ας το φιλοσοφήσουμε, λοιπόν, το θέμα!


Στις δεκαετίες του ’20 και του ‘ 30, η μόρφωση θεωρούνταν από τους νεοέλληνες ως μέσο κοινωνικής ανέλιξης, γι’ αυτό και ακόμη και τα πιο φτωχά στρώματα (που τότε ήταν οι αγρότες) επιθυμούσαν να διασφαλίσουν με κάθε τρόπο τη στοιχειώδης εκπαίδευση για τα παιδιά τους (δηλαδή τα αρσενικά παιδιά τους, κυρίως). Σύμφωνα με τους ιστορικούς που διδάσκονται στα τμήματα κοινωνιολογίας των ελληνικών ΑΕΙ, λοιπόν, σε μια κοινωνία δίχως σαφή ταξικά όρια (όπως παρουσιάζεται η τότε ελληνική κοινωνία), η κοινωνική ανέλιξη δεν ήταν μόνον επιθυμητή, αλλά και εύκολη και ένας από τους τρόπους για να επιτευχθεί ήταν και μέσω της εκπαίδευσης. Επίσης, μια άλλη έκφανση αυτής της νοοτροπίας, είναι και η διαχρονική απέχθεια του έλληνα για τη χειρωνακτική και την εξαρτημένη εργασία. Σύμφωνα, πάντα, με τις ίδιες πηγές, ένας από τους λόγους που η ελληνική βιομηχανία δεν αναπτύχθηκε ποτέ στην χώρα ήταν η έλλειψη εργατικών χεριών, μια και οι εργάτες εγκατέλειπαν τα εργοστάσια για να ξεκινήσουν δικά τους μικροεπαγγέλματα. Το πιο σημαντικό, ίσως, στοιχείο αυτής της τάσης είναι ότι τα μικροεπαγγάλεματα δεν επέφεραν περισσότερα κέρδη απ’ ότι η εξαρτημένη εργασία, λόγω του κατακερματισμού της αγοράς. Κοινώς, δεν γινόταν για το κέρδος, ήταν θέμα νοοτροπίας.
Τα φαινόμενα επίδειξης γνώσεων με σκοπό την ανέλιξη και αδυναμίας να διαπραγματευτούμε, να εξελιχθούμε ή να συνυπάρξουμε με άλλους σε χώρους ή καταστάσεις που δεν έχουμε εμείς απόλυτα το πάνω χέρι δεν είναι καινούργια, λοιπόν, για τους έλληνες, είναι μάλλον διαχρονικά. Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, η εξέλιξη δεν εξαρτάται μόνον από το άτομο, εξαρτάται κατά πολύ και από τις συνθήκες που επικρατούν τη δεδομένη περίοδο, όμως, για να αντιστρέψω το επιχείρημα, τις συνθήκες –εν μέρει- τις διαμορφώνουν και τα άτομα. Αυτό ως υπενθύμιση προς αυτούς που χάνουν το σάλιο τους στηλιτεύοντας τον ατομικισμό του σύγχρονου έλληνα, αλλά και προς αυτούς που χρησιμοποιούν τη γνώση τους με ιδιαίτερο ζήλο και στόμφο στην καθημερινότητα τους για ανεξήγητούς και ασαφείς ακόμη λόγους. Ειδικά οι τελευταίοι παρουσιάζουν ιδιαίτερο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον και θα μπορούσε κάλλιστα να γραφεί διατριβή ολόκληρη πάνω τους. Το κακό είναι ότι για να πεισθούν να συμμετάσχουν σε σχετική έρευνα, θα πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουν πως αυτό που τους συμβαίνει κρύβει μια μορφή παθογένειας, πράγμα δύσκολο να το παραδεχτεί ο οποιοσδήποτε από εμάς, ομολογουμένως.
Υπάρχουν και άλλα στοιχεία στα ιστορικά βιβλία, πολλά στοιχεία και διάσπαρτα, τα οποία αν συνδεθούν σε μια μεγάλη εικόνα, τότε είναι πολύ πιο εύκολο να καταλάβει κανείς τα ‘πως’ και τα ‘γιατί’ του σήμερα. Για παράδειγμα, δεν είναι τυχαίο ότι είμαστε από τα πρώτα κράτη στα Βαλκάνια που επένδυσαν στη δημιουργία εθνικής ταυτότητας. Δεν είναι τυχαίο πως η ανάγκη που γέννησε την εθνική μας ταυτότητα πήγαζε τότε από τη συνειδητοποίηση τόσο της ανομοιογένεια μας ως έθνος, όσο και από τα οράματα των τότε διοικούντων να πλησιάσουμε με κάποιο τρόπο τα δυτικά πρότυπα.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι το θέμα της εθνικής ταυτότητας (βλέπε εθνικισμός, φασισμός, θρησκεία, γλώσσα) μας απασχολεί μέχρι και σήμερα, μια και σε περιόδους αναταραχής αισθανόμαστε πως είναι το μοναδικό στοιχείο που μπορεί να μας ενώσει ή να μας στυλώσει ηθικά. Δεν είναι, επίσης, τυχαίο πως η συνεχής σύγκριση-κόμπλεξ κατωτερότητας-και-κατά συνέπεια απέχθεια προς τους ξένους καθορίζει τη σκέψη και τη συμπεριφορά μας. Βλέπετε, όταν προσπαθήσαμε να προσαρμοστούμε στα δυτικά πρότυπα συμπεριφοράς και ανάπτυξης, δεν είχαμε τα απαραίτητα εφόδια για να τα προσεγγίσουμε και να τα αφομοιώσουμε επαρκώς. Αντί, λοιπόν, να βρούμε τρόπους να χτίσουμε μια ταυτότητα ή μια αίσθηση του συλλογικού εαυτού μας, όπου θα συνυπάρχουν πολλά και διαφορετικά στοιχεία σε ένα –ίσως και λίγο αντικρουόμενο- όλον, εμείς πιάσαμε τα δύο άκρα: είτε απόλυτη αποδοχή είτε απόλυτη απόρριψη των εξωτερικών ερεθισμάτων ή προσταγών. Κάποιοι το κατάφεραν, βέβαια, αλλά που βρίσκονται και πόσο ακούγονται σήμερα και πάντα είναι κάτι που χωρά πολύ συζήτηση.
Δεν θα μιλήσω για συγκρούσεις, ασυνεννοησία, μυστικές συμφωνίες και γραφειοκρατικές και πολιτικές λοβιτούρες, η σύγχρονη ελληνική ιστορία είναι γεμάτη από αυτές και η διόγκωση αυτής ακριβώς της νοοτροπίας μας έχει φέρει στο σήμερα, στην απόλυτη σιχαμάρα του συστήματος και την αγανάκτηση. Διότι, κακά τα ψέματα, συμφωνίες και συστήματα που χτίζονται σε τέτοια πρότυπα –πρότυπα που θυμίζουν μαφία- δεν διασφαλίζουν ποτέ τους εμπλεκόμενους, ούτε τους εξουσιάζοντες ούτε τους εξουσιαζόμενους. Έχετε δει πως δίνουν οι μαφιόζοι τα χέρια και μετά, όταν τα συμφέροντα της μίας ομάδας έρθουν και ακουμπήσουν πάνω στα όρια των συμφερόντων της άλλης, το πρόβλημα λύνετε απλά και μεθοδικά: ξεπάστρεμα του αντιπάλου. Στη σύγχρονη κομματοκρατία δεν είδαμε ακόμα αυτόματα όπλα, μα είδαμε κουκουλώματα και ομερτά και στο καπάκι πολιτικά καρφώματα, αδειάσματα και καρατομήσεις, όλα με το γάντι και μπόλικη ρητορεία, διότι ο δημόσιος βίος και λόγος, απαιτεί και κάποιες συνθήκες για να νομιμοποιείται στα μάτια του όχλου-λαού και να μην γίνεται ένα με τα κατακάθια της κοινωνίας μας.
Το μεγαλύτερο, ίσως, ενδιαφέρον –ώστε να καταλάβουμε επαρκώς το πώς δουλεύει η κοινοβουλευτική δημοκρατία στο τόπο μας- το παρουσιάζουν οι οπαδοί των κομμάτων και όχι τόσο οι πολιτικοί. Οι οπαδοί είναι που –πιθανώς- με το λόγο και τις πράξεις τους έχουν την πιο άμεση και ορατή επιρροή στην κοινή γνώμη.  Εδώ χρειάζεται πολύ έρευνα και προσοχή, ώστε να μην χρεώσεις άτομα και ομάδες με αναίτια και αστήρικτα σιχτίρια ή εύσημα. Πάμε στους οπαδούς και τους αγανακτισμένους, λοιπόν. Κάποιοι από τους αγανακτισμένους είναι και οπαδοί κομμάτων, αυτό δεν μπορούμε να το αρνηθούμε. Είδαμε, ας πούμε, την προσπάθεια των συνδικάτων να εισχωρήσουν και αυτοί στις κινητοποιήσεις και το γιουχάισμα που αποκόμισαν. Είδαμε και την προσπάθεια πολιτικών οπαδών να κάνουν το ίδιο και να απορρίπτονται από το πλήθος. Η δυσαρέσκεια ήταν διάχυτη και από τις δύο ομάδες. Προς τι, όμως, η δυσαρέσκεια, κύριοι και κυρίες; Σε αυτό τον κόσμο, όλοι κρινόμαστε εκ του αποτελέσματος και προφανώς τα δικά σας αποτελέσματα δεν έπεισαν. Ναι, σε μια δημοκρατία δεν επιτρέπεται τέτοια τρομοκρατία, αλλά με την ίδια λογική, σε μια δημοκρατία επιτρέπεται και η μαζική έκφραση δυσαρέσκειας ή κριτική των ατόμων-ομάδων που εμπλέκονται με τα κοινά. Αν δεν σας θέλουν εκεί, μάλλον θα υπάρχουν λόγοι. Αντί, λοιπόν, να αναλογιστούμε τους λόγους και να τους αξιολογήσουμε, οι οπαδοί με δημόσιο βήμα πέρασαν στη φιλοσοφία-αντεπίθεση. Και πως αντιμετωπίζουν οι οπαδοί με δημόσιο βήμα την παρούσα κατάσταση; Ποικιλοτρόπως, θα έλεγα, μα σίγουρα όχι αποτελεσματικά. Κάντε ένα γύρω στην μπλογκόσφαιρά και θα δείτε τι εννοώ. Οι απόψεις που κυκλοφορούν είναι αρκετές για να προκαλέσουν πανικό, στην καλύτερη και σχιζοφρένεια, στη χειρότερη.
Ξεκινήσαμε με σοκ και απέχθεια για την απολιτικ χροιά της μάζας, λες και αυτό δεν το γνωρίζαμε, λες και πέσαμε από τα σύννεφα που ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας απεχθάνεται πλέον τα κόμματα. Τα πρόσφατα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών ξεχάστηκαν. Η αποχή ξεχάστηκε. Πάμε παρακάτω. Μετά ήρθε –και πάλι- ο φόβος της ανομοιογένειας των αιτημάτων ή της –φαινομενικής- έλλειψης αιτημάτων. Λες και η αγανάκτηση δεν έχει ταυτότητα, λες και η επικαιρότητα των τελευταίων 2 ετών δεν μας χτύπησε καμπανάκια, λες και δεν συνυπάρχουμε και δεν συζητάμε μεταξύ μας, λες και η γκρίνια, η μιζέρια, η κατάθλιψη δεν έχουν ξεκάθαρες αιτίες ξαφνικά. Όπως σωστά έγραψε γνωστή μπλόγκερ, όταν τα αιτήματα είναι κάτω από μια κομματική σημαία, οι διαφορές κρύβονται και ας υπάρχουν, όταν δεν είναι, τότε τις θεωρούμε μέγα πρόβλημα!
Βγήκαν και τα ψηφίσματα των συνελεύσεων στη δημοσιότητα και υπερτονίστηκε για άλλη μια φορά το πόσο ανώριμοι και άξεστοι είμαστε, σε σύγκριση με τους Ισπανούς. Μετά, βέβαια, μάθαμε ότι η πλατεία χωρίζεται πλέον σε ομάδες (κάτω πλατεία, πάνω πλατεία κτλ), όμως ποτέ δεν μάθαμε ποιοι συντάσσουν αυτά τα ψηφίσματα, ποιοι τα διοχετεύουν στη δημοσιότητα και πόσοι τα επικροτούν από τους συγκεντρωμένους. Και μετά ήρθε το δίλλημα της άμεσης δημοκρατίας: το πέρασμα από τον άκρατο κυνισμό στον ουτοπικό ρομαντισμό της αρχαιοελληνικής δημοκρατίας, δίχως να αναρωτηθούμε ποιος διοχετεύει αυτές τις ιδέες προς συζήτηση ή έστω, δίχως να αναλογιστούμε αν η γενικότερη σύγχυση του καινούργιου σκηνικού επιτρέπει και δικαιολογεί απόλυτα τέτοια ψυχανεμίσματα και αναρωτήσεις.
Και μαζί ήρθε και ο προβληματισμός: ποιοι είναι όλοι αυτοί στις πλατείες, σε ποια ιδεολογία ανήκουν, τι φοράνε, πως μουντζώνουν, τι φωνάζουν, τι λένε, ποιον ψηφίζουν και σε ποιο κοινωνικό στρώμα ανήκουν ακριβώς; Θυμάσαι εκείνη την κυρία που κλαίγονταν που της έκοψαν 1000 ευρώ από το μισθό της, όλα σε επιδόματα; Ε, πιθανώς να είναι τώρα μία από τους χιλιάδες αγανακτισμένους, πράγμα που σημαίνει τι ακριβώς; Μα φυσικά ότι η αγανάκτηση έχει και διαχωριστικές γραμμές τελικά και δεν θα κατέβω εγώ να διαδηλώσω δίπλα της, διότι δεν βγάζω ούτε καν τα μισά απ’ όσα της έκοψαν και την ώθησαν να αγανακτήσει. Ώρα να χωριστούμε σε ομάδες και πάλι, διότι πολύ μπουρδουκλωθήκαμε μεταξύ μας και η ιστορία μας, αλλά και τα πολιτικά μας φρονήματα δεν μας το επιτρέπουν. Λες και η δικιά μας ιδεολογία είναι αλάνθαστη, δεν είναι κομμάτι μιας γενικότερης νοοτροπίας που επέτρεψε –ας πούμε- στην εν λόγω κυρία να βολευτεί επί χρόνια ολόκληρα στην ευημερία των επιδομάτων της. News Flash: το ίδιο σύστημα που τη διόρισε στο δημόσιο και της έδωσε παχυλά επιδόματα, είναι αυτό που στέρησε ευκαιρίες και απολαβές από εσένα και στην πορεία πήρε πίσω τα όσα έδωσε και σε αυτούς που αρχικά ευνόησε. Ο εχθρός σου δεν είναι η κυρία που στέκει δίπλα σου, ο εχθρός σου είναι μια ολόκληρη νοοτροπία που βρίσκει εκφραστές στα πρόσωπα κάποιων και πρόθυμους οπαδούς στα πρόσωπα άλλων. Πόσοι, όμως, είναι αυτοί; Τους μετρήσαμε ποτέ ποσοτικά; Να ένα καλό ερώτημα, που αν απαντηθεί με ακρίβεια, μπορεί να μας βοηθήσει να αποφύγουμε τους συναισθηματισμούς και τα σιχτίρια για ένα ολόκληρο έθνος. Βέβαια, για να μετρηθεί με ακρίβεια, χρειάζεται να κατάλληλο επιστημονικό προσωπικό για να διενεργήσει εκτεταμένες έρευνες. Για την ώρα οι ‘’εξειδικευμένοι’’ της χώρας είτε είναι άνεργοι και προς μαζική μετανάστευση, είτε φιλοσοφούν ως οπαδοί κομμάτων και ιδεολογιών, είτε ασχολούνται με το να βρίσκουν λύσεις για τα κομματικά και κρατικά επιτελεία.
Κάποιοι δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τις διαχωριστικές γραμμές, λοιπόν. Αυτοί που το κατάφεραν –έστω και στο ελάχιστο- μπήκαν σε νέους προβληματισμούς: και τώρα τι; Κάποιοι προβληματίζονται για το ενδεχόμενο εξόδου από το μνημόνιο και τις επιπτώσεις στην οικονομία, άλλοι υποστηρίζουν την έξοδο από το μνημόνιο, αλλά φοβούνται το κενό εξουσίας που την ακολουθεί. Άλλοι πάλι μιλάνε για σωστή εφαρμογή του και άλλη για διαπραγμάτευση των όρων του. Άλλοι –και εδώ επικρατεί ίσως η μεγαλύτερη σχιζοφρένεια του δημόσιου λόγου- επιχειρούν α) να εξηγήσουν την κατάσταση με φιλοσοφικούς, κοινωνιολογικούς και πολιτικούς όρους ή αναδρομή στο παρελθόν και β) να αναλογιστούν τι δεν έκαναν σωστά και τι πρέπει να κάνουν τώρα για να πάρουν τους απολιτίκ με το μέρος τους. Υπάρχουν και άλλοι, αυτοί που από τις πολλές αναδρομές στο παρελθόν, οσφρίζονται ήδη την πιθανότητα μιας νέας δικτατορίας ή μιας εθνικιστικής έξαρσης.
Δεδομένης της ιστορικής μας πορείας και της νοοτροπίας μας ως προς αυτά που μας ενώνουν, δεν μου προκαλεί εντύπωση η ροπή που παίρνει η σκέψη μας. Πιστεύουμε ακράδαντα πως οι έλληνες δεν μαθαίνουν ποτέ από τα λάθη τους, είναι χαμηλού νοητικού επιπέδου, συναισθηματικοί και αυθόρμητοι, έρμαια των δημαγωγών και πάντα κατώτερα ξαδέρφια των ευρωπαίων. Κοινώς, έχουμε τη χειρότερη εντύπωση για τους εαυτούς μας, πράγμα που μπορεί να μην είναι απόλυτα λάθος, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι ακριβές, ελπιδοφόρο και ευνοϊκό προς οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής.  Από την άλλη πάλι, οι διαφορετικές προβλέψεις για την τροπή που μπορεί να πάρει η παρούσα κατάσταση δείχνουν, αν μη τι άλλο, πως η ανομοιογένεια που επικρατεί σε επίπεδο σκέψης και ιδεολογίας στην Ελλάδα δεν επιτρέπει γενικεύσεις για το χαρακτήρα του πλήθους, μα ούτε και την επιβολή μιας καθολικής και περιοριστικής λύσης.
Και ξαφνικά βρισκόμαστε σε αυτό που οι «φίλοι» μας οι ξένοι αποκαλούν uncharted territory… Τώρα είναι η στιγμή που τα πιο προοδευτικά, τα πιο ψύχραιμα και διαβασμένα μυαλά της χώρας αυτής, φωνές που κάποτε ίσως να ήταν στο περιθώριο, θα μπορούσαν να μας καθησυχάσουν, να μας καθοδηγήσουν ή έστω να μας κατανοήσουν. Και τι κάνουν;
Κάποτε υπήρξε ένα κίνημα ακαδημαϊκής σκέψης που υποστήριζε πως οι διανοούμενοι της ακαδημίας φιλοσοφούν και γνωμοδοτούν για την κοινωνία και την πολιτική, κλεισμένοι ερμητικά στους «γυάλινους πύργους» τους, αποκομμένοι ουσιαστικά από το ίδιο το αντικείμενο της μελέτης τους, παράγοντας θεωρίες που έχουν περισσότερη αξία για τους ομότιμους τους και λιγότερο για την ίδια την κοινωνία που επιχειρούσαν να επηρεάσουν ή να αλλάξουν. Πολύ φοβάμαι πως το πιο δυναμικό, το πιο ικανό, το πιο ίσως ελπιδοφόρο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας κάνει αυτό ακριβώς που περιγράφεται παραπάνω: φλυαρεί –σε θεωρητικό επίπεδο πάντα- άσκοπα με τους ομότιμους-ομοϊδεάτες του, καταλήγοντας πάντα στο συμπέρασμα πως οι υπόλοιποι είναι πολύ λίγοι-παραπλανημένοι-άξεστοι και βολεμένοι για να τους κατανοήσουν. Όσοι πάλι δεν πέφτουν σε αυτή την παγίδα, απλά σιωπούν ή και μεταναστεύουν σε άλλες χώρες, διαβλέποντας ήδη τις ανούσιες προοπτικές μιας εμπλοκή τους σε τέτοιους διαλόγους.
Αν κοιτάξουμε προσεκτικά την εικόνα που έχουμε μπροστά μας αυτή τη δεδομένη χρονική στιγμή θα βρούμε πολλά νέα, αλλά και πολλά παλιά κομμάτια της ιστορικής μας πορείας ως λαός. Θα δούμε που γυρνάει η σκέψη μας όταν μας καταβάλει ο φόβος. Θα δούμε πως και γιατί πάντα πρέπει να διαχωρίζουμε τους εαυτούς μας από τους άλλους, γιατί δεν έχουμε υπομονή να ακούσουμε την άλλη άποψη, γιατί δεν μπορούμε να σκεφτούμε πέρα από ομάδες και κόμματα, ιδεολογίες και περιχαρακώσεις. Θα καταλάβουμε γιατί το καινούργιο μας τρομάζει και πρέπει να επιστρέφουμε συνεχώς στο παρελθόν και σε υπάρχοντα νοητικά σχήματα για να καταλάβουμε το παρόν. Σε αυτή τη δύσκολη και περίεργη φάση, όμως, θα πρέπει να υπάρξει αλληλοβοήθεια και όχι φαγωμάρα. Θα πρέπει αρχικά όλοι εμείς να κοπιάσουμε για να καταλάβουμε και να κατανοήσουμε την κατάσταση και τον εαυτό μας, αλλά και όσοι ήδη πιστεύουν πως γνωρίζουν και έχουν τις ιδέες, να βγουν από τους πύργους τους, να αναθεωρήσουν τις θεωρίες τους και να κάνουν αυτό που είτε η επιστήμη είτε η συνείδηση τους προστάζει: να τις διαχύσουν με απλή και κατανοητή επιχειρηματολογία και γλώσσα σε ολόκληρη την κοινωνία, ώστε να τη διαφωτίσουν και να την πληροφορήσουν, πριν οποιαδήποτε λύση ή συμφωνία να αρχίσει να διαφαίνεται στον ορίζοντα. Διότι, ας μην γελιόμαστε, δεν υπάρχει τόσο έλλειμμα παιδείας, όσο έλλειμμα σωστής πληροφόρησης και ψύχραιμου διαλόγου.


3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Φίλη μου,
πολύ ωραίο το κείμενό σου και χαίρομαι για τον τρόπο σκέψης σου καθώς πιτέλους βλέπω κάποιον να σκέφτεται καθαρά.
Προεκτείνοντας το συλλογισμό σου θα έλεγα οτι η ικανότητα για ψύχραιμο διάλογο αλλά και η ηθική και η δεοντολογία της σωστής πληροφόρησης από τα όποια μέσα αλλά και η αντίληψη της πληροφόρησης από τους δέκτες ΕΙΝΑΙ θέμα παιδείας.
Εγώ εκεί εντοπίζω όλο το πρόβλημα βλέποντας την Παιδεία ως το μέσο για να καλλιεργούνται οι χαρακτήρες και να προοδεύουν σε βάθος χρόνου.
Γράφεις: Κοινώς, έχουμε τη χειρότερη εντύπωση για τους εαυτούς μας, πράγμα που μπορεί να μην είναι απόλυτα λάθος, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι ακριβές, ελπιδοφόρο και ευνοϊκό προς οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής.
Και αυτό ακριβώς είναι το "λάθος" αυτών που έχουν καταλάβει τι συμβαίνει. Όπως αναφέρεις κάθονται στους γυάλινους πύργους του και παρατηρούν. Παρατηρούν γιατί ξέρουν οτι δεν αλλάζει κάτι με μια αγανάκτιση. Και είναι όντως έτσι.
Αλλά στην πραγματικότητα αρχίζει κάτι να αλλάζει...η νοοτροπία του μέσου πολίτη. Και ενώ έχει πολλά βήματα να κάνει ακόμα, τώρα πια ξέρει οτι δεν μπορεί να μένει στάσιμη.
Όλες οι σκέψεις που έχουν γίνει τον τελευταίο καιρό σίγουρα είναι ένα βήμα μπρος σε σχέση με την απραξία ή την απελπισία που φέρει η ματαιότητα.

Σε φιλώ.

anidifranco είπε...

@AnD φωνή βοώντος εν τη ερήμω αυτό σκεφτόμουν, πριν δω το σχόλιο σου. Ευτυχώς, δεν είμαι μόνη στο τρόπο που σκέφτομαι και αυτό με χαροποιεί ιδιαίτερα. Συμφωνούμε σε πολλά, αλλά όταν αυτοί που έχουν την παιδεία και πρέπει να την μεταλαμπαδεύσουν με απλούς και κατανοητούς τρόπους, να πλησιάσουν την ίδια την κοινωνία, κάθονται και είτε μαλώνουν μεταξύ τους είτε υποτιμούν τους γύρω, τότε για ποια παιδεία μιλάμε; Νομίζω πως η παιδεία στην Ελλάδα χρησιμεύει τελικά για «προσωπική ικανοποίηση και ανέλιξη» παρά ανταποδοτικά, για το συλλογικό καλό. Ίσως, λοιπόν, όπως λες και εσύ, χρειαζόμαστε μια διαφορετική αντιμετώπιση ως προς τη χρήση της παιδείας, ώστε κάτι να αλλάξει. Σ’ ευχαριστώ που πέρασες και για το σχόλιο σου:)

Κώστας είπε...

"Ο εχθρός σου δεν είναι η κυρία που στέκει δίπλα σου, ο εχθρός σου είναι μια ολόκληρη νοοτροπία".
Τα είπες ολα σε αυτές τις γραμμές.Η νοοτροπία δυστυχώς δεν αλλάζει ούτε με δημοψηφήσματα ούτε με διαδηλώσεις.Αλλάζει μόνο με αυτοκριτική και υπευθυνότητα,τα οποία στην Ελλάδα δεν υπήρξαν ποτέ και φοβάμαι πως δεν θα υπάρξουν ποτέ.