12 Μαρτίου 2010

Μικρού μήκους…..διαμαντάκια!

Πάντα πίστευα πως οι ταινίες μικρού μήκους είναι τα πειράματα που κάνουν οι φοιτητές των σχολών κινηματογράφου για να αποδείξουν, πρωτίστως στον εαυτό τους -και συχνά σε κανέναν άλλον- ότι μπορούν να χειριστούν τις κάμερες και να στήσουν μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Ως φοιτήτρια σε σχολή σχετική με την τηλεόραση και τον κινηματογράφο έπρεπε να κάνω το ίδιο από τον πρώτο κιόλας χρόνο. Η δική μου ομάδα τότε έπρεπε να στήσει, να μαγνητοσκοπήσει και να μοντάρει ένα ντοκιμαντέρ 10 λεπτών, το οποίο θα παρουσιαζόταν, μαζί με τη δουλειά των υπόλοιπων φοιτητών, στο τέλος της χρονιάς στο αμφιθέατρο της σχολής. Η όλη άσκηση μου έμαθε ένα πράγμα: η κινηματογράφηση είναι πάνω απ’ όλα συλλογική δουλειά.
Μην πιστεύετε τις ιστορίες που ακούτε για το «όραμα ενός και μόνο ανθρώπου». Ο σκηνοθέτης, δίχως το συνεργείο του και τον μοντέρ του (ειδικά αυτόν), δεν είναι τίποτα! Για την ακρίβεια, στο χώρο του μοντάζ γίνεται όλη η δουλειά για το τελικό αποτέλεσμα που απολαμβάνουμε στις οθόνες μας. Από αυτή την άποψη, και λαμβάνοντας υπόψη την όλο και αυξανόμενη χρήση της τεχνολογίας στο κινηματογράφο, οι ταινίες που απολαμβάνουμε είναι πιο πολύ το αποτέλεσμα των τεχνικών του κινηματογράφου (ναι, τα παιδιά που στο σχολείο τα κοροϊδεύαμε ως σπασίκλες), παρά το καλλιτεχνικό όραμα ενός και μόνο ανθρώπου.
Θα ήταν πραγματικά άδικο όμως αν ισχυριζόμασταν πως αυτό ισχύει για κάθε ταινία. Οι γκουρού του χώρου λένε κάτι απλό, το οποίο πιστεύω πως ισχύει τόσο για τις ταινίες μεγάλου, όσο και για τις ταινίες μικρού μήκους: το ζητούμενο είναι να βρει ο δημιουργός τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ώστε να εξιστορήσει στο κοινό μια πολύ καλή ιστορία. Η εξιστόρηση αυτής της ιστορίας είναι δουλειά των ηθοποιών, του σκηνοθέτη και του συνεργείου του. Η ιστορία όμως καθαυτή είναι δουλειά του σεναριογράφου. Τι να σου κάνουν τα ακριβά, εντυπωσιακά εφέ, η άψογη ηχοληψία και η εμπνευσμένη φωτογραφία σε μια ταινία, όταν δεν υπάρχει ιστορία να διηγηθείς;

Αυτά περνούσαν από το μυαλό μου λίγο πριν χαμηλώσουν τα φώτα και αρχίσει η προβολή της πρώτης ταινίας μικρού μήκους που παρακολούθησα την περασμένη εβδομάδα, στα πλαίσια της εκδήλωσης «Το Φεστιβάλ Δράμας Ταξιδεύει». Εκεί, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, η μικρού μήκους ταινία της Σοφίας Εξάρχου, με τίτλο «Mesecina», ήρθε να μου αποδείξει πως τελικά η τέχνη της μυθοπλασίας με τη χρήση εικόνων μπορεί να είναι -σε ένα μεγάλο βαθμό- το καλλιτεχνικό όραμα ενός και μόνο ατόμου, όταν έχει την τύχη να συνεργαστεί με τα κατάλληλα άτομα.

Η ιστορία που διηγείται η Σοφία Εξάρχου (η οποία υπογράφει και το σενάριο) είναι από μόνη της συγκινητική. Με τη χρήση λιτών, καθημερινών σκηνικών, χωρίς καμιά απολύτως προσπάθεια ωραιοποίησης του χώρου και της κατάστασης, μας μεταφέρει στο δωμάτιο ενός δημόσιου νοσοκομείου, εκεί που η ζωή ενός 17χρονού αγοριού κρέμεται από μια κλωστή. Τα πρώτα λεπτά είναι βουβά, σαν και τη σιωπή που σίγουρα καλύπτει τώρα πια τη ζωή του άτυχου εφήβου, ο οποίος αναγκάστηκε να βάλει στην άκρη τα γέλια και τις βόλτες με τους συνομήλικούς του, για να βρεθεί σε μια ξένη πόλη, σε ένα απρόσωπο (κυριολεκτικά!) δημόσιο νοσοκομείο, αντιμέτωπος με κάτι που δεν θα έπρεπε σε καμιά περίπτωση να απασχολεί το μυαλό ενός εφήβου: την αρρώστια και το θάνατο. Ο μικρός, ακολουθώντας ένα σκυλί που εμφανίζεται από το πουθενά στους διαδρόμους του νοσοκομείου, κάνει το πρώτο του «σκασιαρχείο» από την πραγματικότητα που βαραίνει τη ψυχή του, γνωρίζεται με μια παρέα συνομήλικων παιδιών και διεκδικεί πλέον ενεργά το δικαίωμα του στη διασκέδαση, το γέλιο, την ξενοιασιά και τον έρωτα: όλα αυτά τα στοιχεία δηλαδή που θα έπρεπε να απασχολούν το μυαλό και την καρδιά ενός εφήβου. Η γκρίζα πραγματικότητα της κατάστασης του όμως κάνει αισθητή την παρουσία της κάθε τόσο. Ο πνιγμένος βήχας του, η αδυναμία του να ακολουθήσει τους συνομήλικους του στην ανάβαση ενός μικρού λόφου, το αίμα που κυλά κρυφά και ύπουλα κάθε τόσο από τη μύτη του δεν αφήνει στιγμή το θεατή να ξεχάσει το τραγικό υπόβαθρο αυτής της ιστορίας. Και είναι αυτή η «γνώση της αλήθειας» που κάνει κάθε εικόνα της να σφίγγει σαν αόρατο χέρι την καρδιά σου και να σε κάνει να στριφογυρίζεις άβολα πάνω στο κάθισμα σου.
Η επιτυχία του εγχειρήματος της Σοφίας είναι πολύπλευρη και κατά ένα μεγάλο βαθμό βασίζεται στο πρωταγωνιστή της ταινίας της και στο τρόπο που η ίδια διάλεξε να μας διηγηθεί την ιστορία του. Μέσα από τα κοντινά πλάνα της στο πρόσωπο του, βλέπουμε στο σκοτεινιασμένο βλέμμα του τις σκέψεις μας να ξετυλίγονται. Απορία, φόβος, απελπισία, χαρά, περιέργεια, ενθουσιασμός, όλα περνάνε μέσα από τα μάτια του πρωταγωνιστή και φτάνουν μέχρι τη ψυχή μας. Αν λοιπόν ο απώτερος σκοπός των δημιουργών ταινιών μικρού μήκους είναι να μεταπηδήσουν στη κινηματογράφηση ταινιών μεγάλου μήκους, τότε η Σοφία Εξάρχου βρίσκεται σε πολύ καλό δρόμο. Γιατί; Γιατί απλά τα 30 μόλις λεπτά της ταινίας της με έκαναν να θέλω να μάθω όλο και περισσότερα πράγματα για τη ζωή, τα όνειρα και την τύχη αυτού του παιδιού, που σε αυτή την τόσο τρυφερή και παράξενη ηλικία βρίσκει τρόπους να ξεγελάσει –και συχνά να χλευάσει- το θάνατο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: