20 Μαΐου 2010

Βιβλία και αναγνώστες: στην πυρά! (φωνάζουν οι ξενέρωτοι)


Ήμουν στο Λύκειο όταν την ανακάλυψα. Δεν θυμάμαι καν ποια εσωτερική ανάγκη με έσπρωξε να πάρω το βιβλίο της, ίσως να έφταιγε και ο τίτλος του, μια και παραπέμπει σε φράση που μόνον κάποιος εθισμένος θα χρησιμοποιούσε. Μπουχτισμένη από τους πομπώδεις λόγους και τα βαθειά νοήματα των νεοελληνικών, αρχαιοελληνικών και λατινικών κειμένων, έψαχνα αυτό το κάτι, το διαφορετικό, που θα έσπαζε τα καλούπια του εκπαιδευμένου μου μυαλού, που θα πήγαινε κόντρα στα «πρέπει» και το βρήκα.
Το βρήκα στο πρώτο βιβλίο της Νικόλ Ρούσσου. Το Πες στη Μορφίνη ακόμα την ψάχνω είναι ένα πολύ διαφορετικό βιβλίο, από αυτά που έχουμε συνηθίσει. Η γλώσσα του είναι μακριά από τα πρότυπα της αποδεκτής, «ευπαρουσίαστης» γλώσσας της λογοτεχνίας. Είναι η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι λεγόμενοι «περιθωριακοί» της όμορφα πλασμένης ελληνικής κοινωνίας (και τέχνης τελικά) που όλοι σήμερα βιώνουμε πόσο σάπιο ήταν το περιτύλιγμα της.

Μόρτικη διάλεκτο, βωμολοχίες και μια σειρά από πρόσωπα που η αλήθεια τους δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί, ακόμη και από τον πιο δύσκολο αναγνώστη. Είναι η ιστορία ενός παιδιού, που προσπαθεί να επιβιώσει μόνο του στην Αθήνα και έρχεται αντιμέτωπο με ξεπεσμένες κυρίες, προκαταλήψεις, κινδύνους του υποκόσμου και την αλαζονεία των διωκτικών αρχών. Μια ιστορία δοσμένη με πικρό χιούμορ και αρκετή ειλικρίνεια, στην οποία ο αναγνώστης δεν μπορεί να μαντέψει αν αυτός που αφηγείται είναι άντρας ή γυναίκα, παρά μόνον διαβάζοντας το τελευταίο της κεφάλαιο. Μια ιστορία, που στην καρδιά της έχει τελικά την τρυφερή σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του παιδιού αυτού και μιας γάτας, της Μορφίνης. Μιας σχέσης, που τελικά, αποδεικνύεται πιο δυνατή από οποιαδήποτε ανθρώπινη σχέση.

Η Ρούσσου έπαιξε με τους κανόνες της λογοτεχνικής ευπρέπειας και τις προκαταλήψεις, τις προσδοκίες και την ανοχή της ελληνικής κοινωνίας και κέρδισε το στοίχημα. Το βιβλίο της δεν είναι ρομάντζο, μα ούτε και γλυκανάλατη feel-good ιστοριούλα, και οι συνεχείς απορρίψεις που δέχτηκε από εκδοτικούς οίκους, το αποδεικνύουν περίτρανα. Κανείς τους δεν το άγγιζε, κανείς του δεν πίστευε στη δύναμη και την καθαρότητα των χαρακτήρων που σκιαγράφησε η συγγραφέας. Κι’ όμως, το βιβλίο εκδόθηκε, αγαπήθηκε σχεδόν αμέσως, πούλησε πάνω από 7 χιλιάδες βιβλία και έγινε σενάριο για την ομώνυμη ταινία, που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Ταινιών Θεσσαλονίκης.
Πολλά γράφτηκαν για αυτή τη νέα συγγραφέα. Η ίδια από τότε έκανε μια μικρή εμφάνιση με μια ιστορία της σε μια ανθολογία, καβάλησε τη μηχανή της και χάθηκε στο ηλιοβασίλεμα, όπου βρήκε το υλικό για το νέο της βιβλίο, μακριά από τις δάφνες και τα χειροκροτήματα. Κοιτάω τη φωτογραφία της στο εσώφυλλο του βιβλίου και χαμογελάω. Κοντά μαύρα μαλλιά, τεράστια εκφραστικά μάτια και ένα τσιγάρο να σιγοκαίει στα χείλη της. Πόσο αλήθεια μοιάζει στους πρωταγωνιστές της ιστορίας της…Υπάρχει ΚΑΙ αυτή η λογοτεχνία στην Ελλάδα, λοιπόν και έχει πολλούς οπαδούς. Υπάρχουν και ΑΥΤΟΙ οι συγγραφείς, που διαλέγουν να γράψουν, μόνον όταν αισθανθούν πως πραγματικά έχουν κάτι σημαντικό και αληθινό να πουν. Και πιστέψετε με, ο κόσμος ξέρει να ξεχωρίζει το αληθινό από τις φλυαρίες.
Αυτό προς γνώση και συμμόρφωση των φλύαρων αυτού του πλανήτη.

2 σχόλια:

So Far Away είπε...

Συμφωνώ απόλυτα μαζί σου φίλη anidifranco ,

Βλέπεις είχα την ατυχία να ζήσω το θέμα των ναρκωτικών από τη ρίζα του.
Είχα ένα ξάδερφο που ταξίδεψε πριν περίπου ένα μήνα , σακατεμένος από τις ουσίες.
Τον έζησα αρκετά προσπαθώντας να περιορίσω τη πτώση του .
Δε τα κατάφερα !

Για μένα συγγραφικά έργα σαν και της Νικόλ Ρούσσου ,είναι από τα λίγα κατάλληλα μέσα για να περιοριστεί αυτή η μάστιγα .

Πολλοί νέοι άνθρωποι θα μπορούσαν να είχαν διαλέξει άλλο δρόμο διαφυγής ,αν κάποια στιγμή έπεφτε αυτό το βιβλίο στα χέρια τους .

Θέλω να ελπίζω πως με το καιρό ,κάτι θα αλλάξει . . .

Καλή σου μέρα anidifranco ,

Τα λέμε !

anidifranco είπε...

Σ’ ευχαριστώ τόσο για το σχόλιο και την παρουσία σου εδώ. Δυστυχώς οι ουσίες είναι πια για τα καλά στη ζωή μας, και οι πιο πολλές είναι πλέον νόμιμες. Ξέρω τον αγώνα αυτών των παιδιών, ξέρω τις συνέπειες της απελπισίας και της μοναξιάς. Η τέχνη είναι όντως μια διέξοδος, γιατί οι λέξεις έχουν δύναμη. Αυτό που μας χρειάζεται –ως κοινωνία- είναι να είμαστε λιγότερο επικριτικοί με αυτούς που πέφτουν, να καταργήσουμε για λίγο τις διαχωριστικές γραμμές και να απλώσουμε το χέρι μας σε όσους ζητάνε τη βοήθεια μας. Εσύ νομίζω πως το έκανες ήδη.